Παράκαμψη προς το κυρίως περιεχόμενο
Εικόνα
11:25 | 28/01/2020

Αναλύει η δικηγόρος Αλεξάνδρα Μάμμα

Με ιδιαίτερη συναισθηματική φόρτιση αντέδρασαν οι εκπρόσωποι των σωματείων των αστυνομικών καθώς και οι συνήγοροι που έχουν οριστεί ως νομικοί παραστάτες των αστυνομικών, όσον αφορά την επίθεση που δέχτηκαν με ρίψη αντικειμένων, κατά τη διάρκεια της τελευταίας επιχείρησης εκκένωσης κτιρίων στο Κουκάκι.

Το κυριότερο αίτημα που σθεναρά προβάλλουν είναι ότι πρέπει να μετατραπεί το κατηγορητήριο και να γίνει διαφορετικός νομικός χαρακτηρισμός των πράξεων. Αρχικά είναι σκόπιμο να εξεταστεί το αν ευσταθούν νομικά, οι αιτιάσεις για απόδοση της κατηγορίας της απόπειρας ανθρωποκτονίας με ενδεχόμενο δόλο. Έχει ακουστεί ότι ο συλληφθέντες που πέταξαν τσιμεντόλιθους και άλλα βαριά αντικείμενα είχαν ανθρωποκτόνο δόλο , μάλιστα σε επίσημες ανακοινώσεις οι συνδικαλιστικές οργανώσεις των αστυνομικών, φτάνουν στο ακραίο σημείο να τους χαρακτηρίσουν «δολοφόνους», πριν ακόμα διεξαχθεί η δίκη.

Κατά τον προσδιορισμό της έννοιας του ενδεχόμενου δόλου ο Ποινικός Κώδικας ακολούθησε τη θεωρία της «εγκληματικής επιδοκιμασίας» , σύμφωνα με την οποία για την ύπαρξη της συγκεκριμένης μορφής υπαιτιότητας, πρέπει να διαπιστωθεί πρώτον ότι ο δράστης προέβλεψε το αποτέλεσμα ως δυνατή – πιθανή συνέπεια της πράξεώς του και δεύτερον ότι το αποδέχτηκε. Δηλαδή εν προκειμένω αυτό που κλήθηκαν να αξιολογήσουν οι δικαστικές αρχές είναι αρχικά το κατά πόσο όσοι έδρασαν ρίχνοντας από το μπαλκόνι κομμάτια τσιμεντόλιθων ή πέτρες ή άλλου είδους βαριά αντικείμενα , προέβλεψαν ως πιθανό το να θανατώσουν κάποιον από τους αστυνομικούς και δεύτερον να γίνει μια διάγνωση αν ψυχικά αποδέχτηκαν αυτό το ενδεχόμενο, δηλαδή αν μέσα τους υπήρχε συγκατάθεση , αν ήταν θετικοί στο να επέλθει αυτό το αποτέλεσμα – η αφαίρεση της ζωής άλλου ανθρώπου.

(Η αποδοχή εκφράζει το βουλητικό στοιχείο του δόλου και υποδηλώνει τη συγκατάθεση του δράστη στην επέλευση του αποτελέσματος , χωρίς να ασκεί επιρροή το αν το αποτέλεσμα που πρόβλεψε ως πιθανό του ήταν επιθυμητό ή όχι. )Σε όσες περιπτώσεις ο δράστης προέβη στην πράξη του αν και δεν επιθυμούσε πράγματι το αποτέλεσμα , το βουλητικό στοιχείο του δόλου αναζητείται στην εκ μέρους του στάθμιση των αιτίων που τον ώθησαν στην πράξη του και του σκοπού που επιδίωξε , προκειμένου να κριθεί αν αυτά συνιστούν λόγο ικανό να δικαιολογήσει την αποδοχή του.

Η αποδοχή αυτή στην οποία αποτυπώνεται ο ψυχικός σύνδεσμος του δράστη πρέπει πάντοτε να αποδεικνύεται και δεν τεκμαίρεται από το βαθμό πιθανότητας με την οποία αυτό προβλέφθηκε. Στη συγκεκριμένη περίπτωση συνεπώς δεν μπορεί από μόνο το γεγονός ότι η ρίψη της πέτρας ή του τσιμεντόλιθου έχει πιθανότητα να προκαλέσει το θάνατο άλλου ( εγκληματικό αποτέλεσμα) να κριθεί έτσι αβίαστα ότι αυτό υποδηλώνει αποδοχή του συγκεκριμένου αποτελέσματος από το δράστη. Η ψυχική αποδοχή είναι μια έννοια διαφορετική και εξετάζεται ξεχωριστά από τους δικαστές. Για να υπάρχει όμως ανθρωποκτόνος δόλος, πρέπει να υπάρχει αυτή η αποδοχή στον ψυχικό κόσμο του δράστη , διαφορετικά ανθρωποκτόνος δόλος δεν υφίσταται και κατά συνέπεια δεν μπορεί να αποδοθεί τέτοιος χαρακτηρισμός στην πράξη.

Με βάση τις παραδοχές της νομολογίας των δικαστηρίων ο βαθμός πιθανότητας επέλευσης του αποτελέσματος, ακόμα και όταν αξιολογείται ως ιδιαίτερα υψηλός – όπως υποστηρίζει για το συγκεκριμένο συμβάν η πλευρά των αστυνομικών ,ότι το να ρίχνει κανείς ένα ογκώδες και βαρύ αντικείμενο από ύψος ευθέως προς το σώμα κάποιου είναι πιθανό να οδηγήσει στο θάνατό του , παρέχει μεν μια ισχυρή ένδειξη για την ψυχική στάση του δράστη απέναντι στο εν λόγω αποτέλεσμα, ωστόσο δεν την αποδεικνύει και συνεπώς ακόμα και ο αν η πιθανότητα επέλευσης του αποτελέσματος είναι μεγάλη , προκειμένου να διαπιστωθεί, αν πράγματι ο δράστης αποδέχεται αυτό το αποτέλεσμα, συνεκτιμώνται και οι λοιπές αποδείξεις. Ο βαθμός πιθανότητας, δεν υποκαθιστά το βουλητικό στοιχείο του δόλου.

Ο τρόπος διαπίστωσης του ανθρωποκτόνου δόλου αποτελεί εν γένει δυσχερές πρόβλημα . Για το λόγο αυτό αξιολογείται το σύνολο των ενδείξεων που εμπειρικά μπορούν να γίνουν αντικείμενο παρατήρησης , ώστε να οδηγηθεί κανείς στην κατάφαση ή την άρνηση του δόλου.

Τα εμπειρικά δεδομένα στα οποία προφανώς έδωσαν βαρύτητα οι δικαστικές αρχές και για το λόγο αυτό δεν χαρακτήρισαν την εν λόγω πράξη ως απόπειρα ανθρωποκτονίας τελεσθείσα με ενδεχόμενο δόλο και άσκησαν δίωξη για άλλους είδους πράξεις στους δράστες είναι προφανώς ότι οι αστυνομικοί αιφνιδίασαν τους καταληψίες σε ανύποπτο χρόνο, προκειμένου να εκκενώσουν το κτίριο και να τους συλλάβουν άρα δεν μπορεί να υποστηριχθεί ότι οι ενέργειες τους ήταν συντονισμένες και προσχεδιασμένες , δεν τους περίμεναν δηλαδή, ούτε είχαν κάνει κάποιο οργανωμένο σχέδιο για να τους επιτεθούν και να τους σκοτώσουν – σε αυτή την περίπτωση θα υπήρχε ξεκάθαρα σχέδιο – οργάνωση – δόλος, στη συγκεκριμένη περίπτωση φαίνεται πως αντέδρασαν αυθόρμητα και στιγμιαία . Επικράτησε η εκδοχή ότι οι καταληψίες πετώντας τα αντικείμενα ήθελαν να τους απομακρύνουν, όχι να τους σκοτώσουν, ήθελαν να αποφύγουν τη σύλληψη με δραστικό τρόπο. Για την ακρίβεια ότι με τις εν λόγω ενέργειες στόχο είχαν απλά να εκφοβίσουν τους αστυνομικούς και ότι πίστευαν ότι πετώντας τα αντικείμενα θα τους απομακρύνουν , θα τους εξαναγκάσουν να φύγουν και δεν θα προχωρήσουν σε εκκένωση του κτιρίου ,είναι δύσκολο να υποστηριχθεί ότι επιθυμούσαν ή αποδέχτηκαν ψυχικά το θάνατο κάποιου. Ακριβώς μάλιστα επειδή υπάρχει η προστασία με τις ασπίδες και τα κράνη πρακτικά δεν έχει συμβεί σε καμία παρόμοια περίπτωση να επέλθει αυτό το αποτέλεσμα.

Αυτό που υπάρχει πιθανότητα να γίνει δεκτό στην πορεία της υπόθεσης γιατί έχει έρεισμα στις προβλέψεις του νόμου και να οδηγήσει σε διαφορετικό χαρακτηρισμό των πράξεων των καταληψιών και συγκεκριμένα να γίνει μετατροπή της κατηγορίας από πλημμέλημα σε κακούργημα, είναι να αποδειχθεί ότι υπήρχε από πλευράς των καταληψιών επιδίωξη πρόκλησης βαριάς σωματικής βλάβης, να υπαχθεί δηλαδή η πράξη στο άρθρο 310 παρ. 1 εδάφιο δεύτερο Ποινικού Κώδικα , το οποίο κάνει την εξής διάκριση : « Όποιος προκαλεί σε άλλον βαριά σωματική βλάβη , τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους . Αν επεδίωκε την πρόκληση βαριάς σωματικής βλάβης, τιμωρείται με κάθειρξη έως δέκα έτη». Στην περίπτωση αυτή η πράξη είναι κακουργηματική , αν αποδειχθεί δηλαδή ότι υπήρχε επιδίωξη από πλευράς του δραστών να προκαλέσουν το αποτέλεσμα αυτό.

«Βαριά σωματική βλάβη υπάρχει ιδίως αν η πράξη προξένησε στον παθόντα κίνδυνο ζωής ή βαριά και μακροχρόνια αρρώστια ή σοβαρό ακρωτηριασμό ή αν τον εμπόδισε σημαντικά και για πολύ χρόνο να χρησιμοποιεί το σώμα ή τη διάνοιά του». ( παράγραφος 2 άρθρο 310 Ποινικού Κώδικα)

Ως κίνδυνος ζωής νοείται η περιέλευση του θύματος σε μια επικίνδυνη κατάσταση μικρής ή μεγάλης διάρκειας, στα πλαίσια της οποίας προσέγγισε το θάνατο και όχι απλώς μια «επικίνδυνη στιγμή». Μάλιστα σε αντίθεση προς την πλημμεληματική σωματική βλάβη του άρθρου 309 ΠΚ, που χαρακτηρίζεται ως επικίνδυνη σωματική βλάβη, η οποία τιμωρεί τον επικίνδυνο χαρακτήρα που ενέχει ο τρόπος τέλεσης της πράξης και προϋποθέτει γνώση εκ μέρους του δράστη της αφηρημένης δυνατότητας που ενέχει η πράξη του να προκαλέσει κίνδυνο ζωής ή βαριά σωματική βλάβη (και θέληση του υπαιτίου να υποβάλλει με την ενέργειά του σε διακινδύνευση είτε το έννομο αγαθό της ζωής είτε το έννομο αγαθό της σωματικής ακεραιότητας και της υγείας) , στο άρθρο 310 ΠΚ επικίνδυνο για τη ζωή είναι το αποτέλεσμα, η προκληθείσα δηλαδή βλάβη της υγείας . Για να έχει συνεπώς η πράξη το χαρακτήρα της βαριάς σωματικής βλάβης που ποινικοποείται στο άρθρο 310 Ποινικού Κώδικα , πρέπει να υπάρχει συγκεκριμένο αποτέλεσμα , δηλαδή προκληθείσα βλάβη της υγείας (ή του σώματος του παθόντος) επικίνδυνη για τη ζωή. Το άρθρο 310 δεν τιμωρεί τον κίνδυνο που παράγεται από τον τρόπο τέλεσης της πράξης, τιμωρεί το πράγματι προκληθέν από τη συμπεριφορά του δράστη, συγκεκριμένο αποτέλεσμα. Γι’ αυτό εν προκειμένω θα αποσαφηνιστούν πολλά από τις ιατροδικαστές εκθέσεις που θα προσκομίσουν οι αστυνομικοί , αφού σε αυτές αποτυπώνεται σε ποιο βαθμό τραυματίστηκαν, σε ποια μέρη του σώματος και αν οι συγκεκριμένες βλάβες μπορεί να θεωρηθούν κίνδυνος ζωής ή κάποια άλλη περίπτωση υπαγόμενη στην έννοια της βαριάς σωματικής βλάβης.

«Ακρωτηριασμός» με βάση της ερμηνευτικές προσεγγίσεις της διάταξης είναι ο αποχωρισμός όχι μόνο ενός άκρου λόγω χάρη χέρι ή πόδι ή τμήματος άκρου όπως το δάχτυλο αλλά κάθε εξωτερικό ή εσωτερικό μέλος του ανθρώπινου σώματος για παράδειγμα μάτι, γεννητικό όργανο , μύτη, αυτί , νεφρό, πνευμόνι λόγω της σημασίας τους και της λειτουργίας τους για τον οργανισμό ως σύνολο.

Στη συστηματική και μακροχρόνια παρεμπόδιση της χρήσης του σώματος ή της διάνοιας περιλαμβάνονται οι περιπτώσεις της σοβαρής παραμόρφωσης είτε η παραμόρφωση έχει ως αποτέλεσμα λειτουργική βλάβη του πληγέντος μέλους του σώματος είτε οι συνέπειες τους περιορίζονται στο επίπεδο της εξωτερικής εμφάνισης του κατά τα λοιπά αρτιμελούς παθόντος.

Συνοψίζοντας, για να χαρακτηριστούν οι ενέργειες των παραπεφθέντων σε δίκη κατηγορουμένων – καταληψιών διαφορετικά από τον πρώτο χαρακτηρισμό που τους αποδόθηκε και να θωρηθούν κακουργηματικές ,πρέπει να αποδειχθεί από εκ νέου έρευνα ή από προσκόμιση και ανάδειξη στοιχείων, ότι συντρέχουν επιπλέον δεδομένα.

Πρώτον ότι υπήρξε συγκεκριμένο αποτέλεσμα, δηλαδή βαριά σωματική βλάβη των τραυματισθέντων αστυνομικών. Ισχυρό αποδεικτικό μέσο για να προκύψει αυτό είναι ιατρικά έγγραφα ή εκθέσεις ιατροδικαστών στα οποία θα περιγράφεται ακριβώς το είδος του τραυματισμού που υπέστησαν και αν αυτός συνιστά μια από τις περιπτώσεις βαριάς σωματικής βλάβης.

Επίσης θα πρέπει να αποδειχθεί το είδος της υπαιτιότητας για την πράξη τους. Νομικά στοιχειοθετείται το κακούργημα της βαριάς σωματικής βλάβης( που σκιαγραφείται στο δεύτερο εδάφιο της παρ.1 του άρθρου 310 ΠΚ0 ή η απόπειρα αυτού, αν αποδειχθεί ότι υπήρχε επιδίωξη εκ μέρους του δράστη να προκαλέσει το αποτέλεσμα αυτό, απαιτείται δηλαδή να υπάρχει άμεσος δόλος πρώτου βαθμού.

Αν αντίθετα τα δεδομένα συγκλίνουν στο συμπέρασμα ότι ο δράστης άλλο επεδίωκε με τη συμπεριφορά του και όχι την πρόκληση της βαριάς σωματικής βλάβης, αλλά προέβλεψε το αποτέλεσμα αυτό ως βέβαιη συνέπεια της πράξης του και παρόλα αυτά ενήργησε απλά αποδεχόμενος αυτό, δηλαδή αν υπάρχει άμεσος δόλος δεύτερου βαθμού, η πράξη της βαριάς σωματικής βλάβης έχει πλημμεληματικό χαρακτήρα και τιμωρείται με βάση το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 1 του άρθρου 310 «με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους». Ομοίως αν ο ψυχικός σύνδεσμος με την πράξη της βαριάς σωματικής βλάβης έχει μορφή ενδεχόμενου δόλου που σημαίνει ότι ο δράστης προέβλεψε ότι είναι πιθανό – όχι βέβαιο ότι θα επέλθει το αποτέλεσμα αυτό και έπραξε αποδεχόμενος αυτό το ενδεχόμενο, πάλι η πράξη έχει πλημμεληματικό χαρακτήρα.

Στη διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας θα αναδειχθεί η αλήθεια για τα κίνητρα και το σκοπό των κατηγορουμένων και ο βαθμός υπαιτιότητας για τις πράξεις τους. Όπως και στο πλαίσιο της έρευνας που θα γίνει με τις νέες μηνύσεις που κατέθεσαν οι αστυνομικοί. Επί του παρόντος είναι υποστηρίξιμες όλες οι εκδοχές και γι’ αυτό δεν μπορεί να αποδοθεί μομφή στις εισαγγελικές αρχές που άσκησαν τη δίωξη, αφού προέβησαν σε ορθό νομικό χαρακτηρισμό.

Πηγή:  dikastiko.gr

Policenet.gr © | 2024 Όροι Χρήσης.
developed by Pixelthis