Οριστικό τέλος σε μια άθλια προσπάθεια κατασυκοφάντησης ενός απόστρατου αξιωματικού της ΕΛΑΣ, δύο εν ενεργεία συναδέλφων του, που υπηρετούν σε νευραλγική υπηρεσία του βορείου συγκροτήματος Δωδεκανήσου και δύο ιδιωτών από την Κάλυμνο έθεσε με βούλευμα που εξέδωσε το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών της Κω.
Εις βάρος τους είχαν ασκηθεί συγκεκριμένα διώξεις για διακίνηση με τη μορφή της αγοράς, της μεταφοράς, της παραλαβής, της κατοχής και της πώλησης ναρκωτικών ουσιών από κοινού και κατά μόνας από δράστες που ενεργούν κατ’ επάγγελμα, κατά συνήθεια και κατ’ εξακολούθηση, οργάνωση, χρηματοδότηση, κατεύθυνση και εποπτεία τέλεσης της πρώτης πράξης από δράστη που ενεργεί κατ’ επάγγελμα και κατά συνήθεια, κατ’ εξακολούθηση, νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα από κοινού από δράστες που ενεργούν κατ’ επάγγελμα και κατά συνήθεια, κατ’ εξακολούθηση, κατάχρηση εξουσίας κατ’ εξακολούθηση, συμμετοχή σε εγκληματική οργάνωση, διεύθυνση εγκληματικής οργάνωσης και μαστροπεία κατ’ επάγγελμα και από κερδοσκοπία κατά περίπτωση.
[custom:google-ads]
Το δικαστικό συμβούλιο αλλά και ο Εισαγγελέας που χειρίστηκε την υπόθεση και εισηγήθηκε σχετικά, έκλεισε την δικογραφία με την έκδοση τυπικών κλήσεων, ενώ ως προς έναν αξιωματικό είχε ασκηθεί δίωξη μόνο για κατάχρηση εξουσίας κατ’εξακολούθηση.
Μετά τη νόμιμη περάτωση της κύριας ανάκρισης, η δικογραφία υποβλήθηκε στον Εισαγγελέα Εφετών Δωδεκανήσου, ο οποίος εν συνεχεία, φρονώντας ότι δεν υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις, την διαβίβασε στην Εισαγγελία Πλημμελειοδικών της Κω για να την εισάγει στο Συμβούλιο Πλημμελειοδικών του νησιού.
Το δικαστικό συμβούλιο έκρινε συγκεκριμένα ότι δεν προέκυψαν επαρκείς ενδείξεις σε βάρος των κατηγορούμενων για τις πράξεις για τις οποίες κατηγορούνται.
Ειδικότερα, όπως αναφέρεται στο βούλευμα, τα όσα καταγγέλλονται εις βάρος των κατηγορούμενων από τους μάρτυρες, οι περισσότεροι των οποίων, αν όχι όλοι στο σύνολό τους, έχουν απασχολήσει επανειλημμένως τις αρχές για παραβάσεις του νόμου περί ναρκωτικών ουσιών και έχουν καταδικαστεί είτε ως εξαρτημένοι είτε ως μη τοξικομανείς σε πολυετείς ποινές κάθειρξης ή σε μικρότερες ποινές φυλάκισης, δεδομένου ότι σε πολλές περιπτώσεις είναι αντιφατικά και αόριστα, οφείλονται σε λόγους εκδίκησης και εμπάθειας σε βάρος των κατηγορούμενων που συνέβαλαν στη σύλληψη και δίωξη των ιδίων ή φιλικών και συγγενικών τους προσώπων για παραβάσεις του νόμου περί ναρκωτικών, κατατίθενται υπό το καθεστώς ψυχολογικής σύγχυσης ή ακόμη και υπό την επήρεια ναρκωτικών ουσιών, δεν είναι πειστικά.
Περαιτέρω, από τη μελέτη των συνημμένων εγγράφων των τραπεζών, δεν προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις ότι στους λογαριασμούς που διατηρούσαν και διατηρούν οι ανωτέρω κατηγορούμενοι υπάρχουν καταθέσεις ποσών που δεν δικαιολογούνται. Άλλωστε, δεν υφίστανται έτερα αποδεικτικά στοιχεία, από τα οποία να προκύπτουν επαρκείς και συγκεκριμένες ενδείξεις ως προς τις καταγγελλόμενες αξιόποινες πράξεις.
Ειδικότερα, ως προς την αξιόποινη πράξη της κατάχρησης εξουσίας κατ’ εξακολούθηση που φέρεται ότι τέλεσε ένας αξιωματικός κατά το χρονικό διάστημα από αρχές Ιανουαρίου 2007 έως και 20 Μαρτίου 2007 και για την οποία απαγγέλθηκε κατηγορία εις βάρος του, από κανένα στοιχείο της δικογραφίας δεν προκύπτει επαρκώς ότι κατά το εν λόγω χρονικό διάστημα υπήρχε εν γνώσει του ως άνω κατηγορούμενου συγκεκριμένη ένδειξη ότι κατά τη δεδομένη χρονική στιγμή οι δύο Καλύμνιοι αδελφοί διακινούσαν ναρκωτικές ουσίες, ώστε να δικαιολογείται, κατά την αρχή της αναλογικότητας, η διενέργεια κατ’ οίκον έρευνας.
Οι απλές φήμες και αόριστες πληροφορίες που όντως κυκλοφορούσαν ως προς τη διακίνηση ναρκωτικών ουσιών από τους ανωτέρω, χωρίς όμως να υπάρχει έστω συγκεκριμένη ένδειξη ως προς την τέλεση της εν λόγω πράξης σε ορισμένο χρονικό σημείο, δεν επαρκούν για την κατάφαση της αναγκαιότητας διενέργειας του μέτρου της κατ’ οίκον έρευνας.
Σε κάθε δε περίπτωση, ο ανωτέρω κατηγορούμενος, μερίμνησε για τη διενέργεια άλλου είδους ερευνών, που δικαιολογούνταν και απαιτούνταν κατά τις περιστάσεις (σωματικές έρευνες), εις βάρος των παραπάνω αδελφών.
Η έρευνα που είχε προκαλέσει μεγάλο θόρυβο, είχε ως αφετηρία τα διαλαμβανόμενα σε καταθέσεις κατηγορούμενων και πλέον καταδικασθέντων σε ισόβια κάθειρξη στην μεγαλύτερη μέχρι σήμερα υπόθεση διακίνησης ηρωίνης, κάνναβης και κοκαΐνης, που έχει απασχολήσει τα Δωδεκάνησα, με εμπλεκόμενους 44 κατοίκους Ρόδου, Κω και Καλύμνου.
Πιο συγκεκριμένα τρεις ισοβίτες και ειδικότερα μια γυναίκα και ο αδελφός της, κάτοικοι Καλύμνου και ένας κάτοικος Κω, σεσημασμένοι σε υποθέσεις διακίνησης σκληρών ναρκωτικών, που δεν έχουν ουσιαστικά τίποτα να χάσουν, ενέπλεξαν αρχικά τον απόστρατο και εν συνεχεία τους εν ενεργεία αξιωματικούς και τους πολίτες σε απίθανες καταγγελίες, που συνοδεύονται από μαγνητοφωνημένες τηλεφωνικές συνομιλίες.
Ο απόστρατος αξιωματικός, όπως ξανάγραψε η «δ», ισχυρίζεται ότι έχει πέσει θύμα σκευωρίας από εμπόρους ναρκωτικών που ευελπιστούσαν ότι θα εξασφάλιζαν αποπροσανατολισμό της έρευνας σε βάρος τους αλλά και άλλη μεταχείριση από το δικαστήριο.
Οι άλλοι δύο ήταν εκείνοι που ουσιαστικά εξάρθρωσαν τη σπείρα των ισοβιτών.
Ο ένας εφέρετο ανέλπιστα να μην είχε συμπεριλάβει σε δικογραφία που σχημάτισε για ναρκωτικά δύο κινητά τηλέφωνα τα οποία είχε κατασχέσει μετά τη σύλληψη ενός άλλου αδελφού της κυρίας μάρτυρος κατηγορίας – ισοβίτισσας. Πληροφορίες αναφέρουν ότι η μάρτυρας κατηγορίας ισχυρίζεται ότι στα κινητά αυτά υπήρχαν μαγνητοφωνημένες συνομιλίες.
Ο απόστρατος έχει δηλώσει εξάλλου ότι για τις ίδιες καταγγελίες από τα ίδια πρόσωπα και από συγκεκριμένη οικογένεια της Καλύμνου έχει διενεργηθεί έρευνα από την Υπηρεσία Εσωτερικών Υποθέσεων της ΕΛΑΣ χωρίς να προκύψει η βασιμότητα των καταγγελλόμενων.
Σημειώνεται ότι μια υπήκοος Αλβανίας που ενεπλάκη στην ίδια υπόθεση ναρκωτικών και φέρεται ευρισκόμενη στις φυλακές με την κύρια μάρτυρα κατηγορίας, να παρουσιάστηκε ενώπιον του Ανακριτή και να ανέπτυξε εξαιρετικά επιβαρυντικούς ισχυρισμούς σε ανυπόγραφη κατάθεσή της σε βάρος του απόστρατου, στην πορεία αρνήθηκε τη βασιμότητα των όσων είχε υποστηρίξει και να διέψευσε οποιαδήποτε σχέση με τον απόστρατο.