Παράκαμψη προς το κυρίως περιεχόμενο
Εικόνα
12:16 | 06/03/2015

Στην Αθήνα του 2015, τα θύματα σεξουαλικής βίας εξακολουθούν να προτιμούν τη σιωπή. Ο βιασμός στιγματίζει το θύμα ποικιλοτρόπως, ενώ οι δράστες σπανίως τιμωρούνται, καθώς ένα πολύ μικρό ποσοστό των υποθέσεων βιασμού που καταγγέλονται, καταλήγουν σε καταδίκες.

Μέσα στο 2014, η ελληνική αστυνομία κατέγραψε 125 βιασμούς στην Αθήνα, ενώ στην Ελλάδα συνολικά καταγράφηκαν 341 βιασμοί. «Οι αριθμοί αυτοί δεν πρέπει να μας ξαφνιάζουν. Ο βιασμός είναι ένα από τα εγκλήματα που σπανίως αναφέρονται στην αστυνομία», μου λέει ο Άγγελος Τσιγκρής, Διδάκτωρ της Εγκληματολογίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, τονίζοντας ότι: «τα επίσημα στοιχεία, δεν έχουν καμμία σχέση με την πραγματικότητα». Σύμφωνα με δική του έρευνα [παρόλο που έχουν περάσει αρκετά χρόνια από την δημοσιεύσή της εν λόγω έρευνας, ο Τσιγκρής εξηγεί ότι τα εύρηματα της έρευνας έχουν διαχρονικό χαρακτήρα] στην οποία μελετά τους λόγους για τους οποίους οι γυναίκες διστάζουν να καταγγείλουν περιστατικά βιασμού στην αστυνομία, «στην Ελλάδα, κάθε χρόνο, γίνονται περίπου 4.500 βιασμοί, από τους οποίους, μόνο το 6% καταγγέλλεται στην Αστυνομία».

«Ο βιασμός είναι το μοναδικό έγκλημα βίας, που το θύμα στιγματίζεται περισσότερο από το θύτη: οι γείτονες και οι φίλοι συχνά σχολιάζουν αρνητικά το θύμα, -ακόμη και οι γιατροί και ιατροδικαστές μπορεί να κατηγορήσουν τα θύματα για το βιασμό τους», επισημαίνει ο Τσιγκρής. «Αυτό έχει ως αποτέλεσμα τη δημιουργία ενός γενικευμένου κλίματος σιωπής και απροθυμίας για καταγγελία. Έτσι τα εγκλήματα σεξουαλικής βίας καταλήγουν να είναι αθέατα και τελικά, σχεδόν ατιμώρητα».

Την ίδια γνώμη συμμερίζεται και η Δώρα Κατσιβαρδάκου, Διευθύντρια Κοινωνικής Πολιτικής στη Γενική Γραμματεία Ισότητας των Φύλων, η οποία μου εξηγεί ότι η καταγγελία ενός βιασμού δεν είναι απλή υπόθεση. «Οι γυναίκες δεν μιλούν, διότι φοβούνται ότι δεν θα γίνουν πιστευτές, ότι θα κινδυνέψουν με μία δεύτερη θυματοποίηση ή ακόμη-ακόμη, ότι θα είναι πάρα πολύ δύσκολο να αποδείξουν ότι πράγματι υπέστησαν βιασμό»Την ρωτώ αν πιστεύει ότι το προσωπικό της αστυνομίας είναι κατάλληλα εκπαιδευμένο, σε ό,τι αφορά την αντιμετώπιση των υποθέσεων βιασμού. «Εδώ το ζήτημα είναι αν βλέπουμε το ποτήρι μισο-άδειο ή μισο-γεμάτο», απαντά. «Πάντως, από την δεκαετία του '90, που αρχίσαμε για πρώτη φορά να μιλάμε για την βία κατά των γυναικών, η αστυνομία έχει κάνει μεγάλα βήματα, π.χ. έχουν μπει αντίστοιχα μαθήματα στις αστυνομικές σχολές. Όμως, ακόμα μένουν πολλά να γίνουν», ξεκαθαρίζει.

Για την Άντα Τσαρέα όμως, ιδρυτικό μέλος της Γυναικείας Ομάδας Αυτοάμυνας (ΓΟΑ) -η οποία ιδρύθηκε το 1988 σαν απάντηση στα πολλά περιστατικά βιασμών ή/και απόπειρας βιασμών- η έλλειψη της απαιτούμενης στοιχειώδους παιδείας των αστυνομικών είναι μόνο ένα κομμάτι του προβλήματος. «Πιστεύω, ότι πρέπει σε κάθε αστυνομικό τμήμα να υπάρχει και μία γυναίκα αστυνομικός, εξειδικευμένη στο να αντιμετωπίζει αυτές τις καταστάσεις, κάτι που σήμερα δεν γίνεται», εξηγεί. «Πάντως, τα μεγαλύτερα εμπόδια στην καταγγελία ενός βιασμού, θεωρώ ότι εμφανίζονται στην δικαστική φάση. Έχοντας παραστεί σε αρκετές δικές ως μάρτυρας, έχω παρατηρήσει ότι παίζουν ρόλο πράγματα όπως η ώρα που έγινε ο βιασμός, αν δηλαδή ήταν πρωί ή βράδυ, η δουλειά που κάνει η γυναίκα, η ηλικία της, το πώς ήταν ντυμένη, αν είναι νοικοκυρά, μάνα, κ.ο.κ. Όμως, από την καταγγελία μέχρι την καταδίκη -εάν υπάρξει καταδίκη- υπάρχει μεγάλη απόσταση», υποστηρίζει, «κι όταν μία γυναίκα κακοποιηθεί, συνήθως η πρώτη κουβέντα που ακούει είναι: "Μήπως τον προκάλεσες;". Γι' αυτό οι περισσότερες γυναίκες δεν καταγγέλλουν τον βιασμό τους. Διότι δεν αντέχουν να περάσουν από μια τέτοια ψυχολογική οδύσσεια».

Γι' αυτόν το λόγο, μου εξηγεί η Όλγα Παύλοβα, ψυχολόγος στο Καταφύγιο της Γυναίκας -η οποία προσφέρει τις υπηρεσίες της σεγυναίκες θύματα ενδοοικογενειακής βίας και βιασμού- πολλές γυναίκες δείχνουν να μην εμπιστεύονται την δικαιοσύνη. Ενώ θέλουν να οδηγήσουν τον δράστη στο δικαστήριο, δεν πιστεύουν ότι θα δικαιωθούν κι έτσι δεν μπαίνουν στην διαδικασία να μιλήσουν. «Από την εμπειρία μου», επισημαίνει, «θα έλεγα ότι το 90% των γυναικών δεν καταγγέλλει τους βιασμούς, διότι δεν εμπιστεύεται το δικαστικό σύστημα».

«Πρέπει να γίνουν ορισμένες κρίσιμες παρεμβάσεις στην αστυνομική, την ιατρική και τη δικαστική φάση της ποινικής εξέλιξης των υποθέσεων βιασμού», συμπληρώνει ο Τσιγκρής, τονίζοντας ότι: «Οι αστυνομικοί που ασχολούνται μ' αυτές τις υποθέσεις, πρέπει να παρακολουθούν ειδικά μαθήματα μετεκπαίδευσης πάνω στις συναισθηματικές ανάγκες και τις αντιδράσεις των θυμάτων σεξουαλικής βίας, διότι, η δυσπιστία με την οποία αντιμετωπίζονται τα θύματα σεξουαλικών επιθέσεων, τους δημιουργεί συναισθήματα αυτο-ενοχοποίησης. Η αυτοενοχοποίηση του θύματος», ξεκαθαρίζει, «οδηγεί στη μερική, έως και την ολοκληρωτική αποενοχοποίηση του δράστη και -στη συντριπτική πλειοψηφία των υποθέσεων- στη σιωπή και την ατιμωρησία».

Τι απαντάει η αστυνομία για όλα αυτά; 

Συνάντησα τον Ηλία Aλεβιζόπουλο, προϊστάμενο της Υποδιεύθυνσης Οργανωμένου Εγκλήματος (ΥΟΕ) και τον Ευθύμη Παπαδόπουλο, Αστυνόμο Β' της ΥΟΕ, οι οποίοι υποστηρίζουν ότι: «Όταν καταγγέλλεται ένα περιστατικό, ερευνάται πλήρως», ξεκαθαρίζοντας ότι θεωρούν «αδιανόητο» και «ανεπίτρεπτο» να πάει κάποια γυναίκα σήμερα σε ένα αστυνομικό τμήμα, να καταγγείλει ένα τέτοιο περιστατικό και να μην εισακουστεί. «Απο την πλευρά μας, ενθαρρύνουμε τις γυναίκες να καταγγέλλουν τα περιστατικά βιασμού. Όταν πρόκειται για την στοιχειοθέτηση ενός αδικήματος, το οποίο στρέφεται ενάντια στην γενετήσια ελευθερία του ατόμου, η γυναίκα οδηγείται πάντοτε σε ιατροδικαστή ή σε κάποιον εξειδικευμένο γυναικολόγο -αυτό είναι κανόνας. Υπάρχει και το λεγόμενο rapekit και αναλόγως με τις συνθήκες, άλλοτε χρησιμοποιείται και άλλοτε όχι. Επιπλέον, υπάρχουν συνάδελφοι στο σώμα που είναι ψυχολόγοι και οι οποίοι ειδοποιούνται σε υποθέσεις βιασμού».

Οι καταγγελίες και οι προανακρίσεις, μου εξηγούν, γίνονται στα κατά τόπους αστυνομικά τμήματα. Αν κριθεί ότι η υπόθεση είναι σοβαρή, προωθείται στην προϊστάμενη υπηρεσία, η οποία χειρίζεται τέτοιου είδους υποθέσεις. «Δεν υπάρχει όμως ξεχωριστή υπηρεσία στο Σώμα, η οποία να ειδικεύεται σε θέματα βιασμών, με εξαίρεση ό,τι αφορά στους ανήλικους. Από κει και πέρα, το συγκεκριμένο θέμα θίγεται στις εκπαιδεύσεις που γίνονται στις σχολές, αλλά και σε κάποιες ειδικές μετεκπαιδεύσεις. Δεν νομίζω όμως ότι μπορούμε να ξέρουμε την πραγματική έκταση του προβλήματος», μου λέει κλείνοντας ο Ηλίας Αλεβιζόπουλος, «καθώς η μόνη πηγή πληροφορίας που έχουμε είναι οι καταγγελίες των γυναικών και αυτές είναι πράγματι πολύ λίγες. Γι' αυτό τονλόγο είναι σημαντικό να γνωρίζουν οι γυναίκες ότι η αστυνομία δεν δρα μόνο κατασταλτικά. Είναι δίπλα τους και μπορεί να τις βοηθήσει σε αυτές τις περιπτώσεις».

Αναρωτιέμαι τι πρέπει να γίνει για να σπάσουν οι γυναίκες την σιωπή τους. Η Δώρα Κατσιβαρδάκου, εξηγεί ότι: «Όσο ανεχόμαστε σιωπηλά τον καθημερινό σεξισμό και την τυφλή αναπαραγωγή των σεξουαλικών στερεοτύπων και των έμφυλων ρόλων των φύλων από τα ΜΜΕ και την ευρύτερη κοινωνία, η σεξουαλική βία εναντίον των γυναικών θα γιγαντώνετα. Το σημαντικό είναι να γνωρίζουν οι γυναίκες ότι δεν είναι μόνες. Υπάρχει ένα μεγάλο δίκτυο δομών πλεόν-συμπεριλαμβανομένων συμβουλευτικών κέντρων και ξενώνων- όπου μπορούν να απευθυνθούν και να λάβουν την βοήθεια που χρειάζονται. Όμως, όσο υπάρχει η πεποίθηση ότι οι γυναίκες χρειάζονται έναν "Strauss-Kahn" για να στρώσουν, ο βιασμός θα παραμένει αθέατος, η πραγματική έκταση του φαινομένου άγνωστη, και η τιμωρία του αβέβαιη».

Eίσαι θύμα σεξουαλικής βίας; Κάλεσε, με αστική χρέωση, στο 15900, την 24ώρη τηλεφωνική γραμμή SOS, η οποία απευθύνεται σε γυναίκες θύματα βίας καιπροσφέρει υπηρεσίες ενημέρωσης και τηλεφωνικής συμβουλευτικής σε θύματα όλων των μορφών βίας λόγω φύλου. Τη γραμμή στελεχώνουν ψυχολόγοι και κοινωνικοί/ές επιστήμονες που παρέχουν άμεση βοήθεια σε έκτακτα και επείγοντα περιστατικά βίας.
ΠΗΓΗ: vice.com
Policenet.gr © | 2024 Όροι Χρήσης.
developed by Pixelthis