Παράκαμψη προς το κυρίως περιεχόμενο
Εικόνα
15:19 | 26/10/2021

“Ένας αστυνομικός επιτρέπεται να σκοτώσει έναν άλλο άνθρωπο, αν αυτός ο άνθρωπος προσπαθεί να αφαιρέσει τη ζωή κάποιου τρίτου (προσώπου ή προσώπων), και θα το καταφέρει αν δεν τον σκοτώσει πρώτος ο αστυνομικός”.

Πέρα από την ηθική δικαιολόγηση της θανατηφόρας βίας για τους ανωτέρω λόγους, θα πρέπει πάντα να διερευνάται αν ο αστυνομικός, προτού προβεί στην άσκηση θανατηφόρας βίας, προέβη σε προειδοποιητικές ενέργειες ή αν η άσκηση θανατηφόρας βίας ήταν αναλογική ή κατάλληλη για την συγκεκριμένη περίσταση. Ας σκεφτούμε ως παράδειγμα έναν αστυνομικό με προταγμένο όπλο, ο οποίος απειλείται από έναν πολίτη που κρατά ένα σπασμένο μπουκάλι μπύρας. Το να δολοφονηθεί εν ψυχρώ ο πολίτης, χωρίς προειδοποιητικές βολές ή πυροβολισμό ακινητοποίησης ή άλλες μεθόδους αντιμετώπισης όπως Taser gun, είναι μάλλον αδικαιολόγητη άσκηση θανατηφόρας βίας.

Γενικά, σύμφωνα με τον Kleinig, η άσκηση θανατηφόρας βίας δημιουργεί ηθικούς προβληματισμούς. Όπως το θέτει: “Η θανατηφόρα βία είναι ανέκκλητη και καταστροφική εισβολή στα πιο βασικά ενδιαφέροντα ενός ατόμου. Πέρα από την ίδια την ζωή που απειλείται, ο πολίτης που σκοτώνεται κατά τη διάρκεια μιας συμπλοκής χάνει το δικαίωμά του να κριθεί αμερόληπτα από το δικαστικό σύστημα” 

Η άσκηση θανατηφόρας βίας, λοιπόν, για αυτοάμυνα και για την προστασία της ζωής άλλων πολιτών προκαλεί ορισμένους ηθικούς προβληματισμούς, αλλά σε γενικές γραμμές δικαιολογείται ηθικά, αρκεί να ασκείται σωστά. Υπάρχει όμως μια άλλη περίπτωση στην οποία η άσκηση θανατηφόρας βίας εγείρει πολύ σοβαρούς ηθικούς προβληματισμούς. Η περίπτωση αυτή σχετίζεται με το αν ένας αστυνομικός δικαιούται να κάνει χρήση όπλου απέναντι σε κάποιον που αρνείται να υποστεί έναν αστυνομικό έλεγχο ή γενικά διαφεύγει αρνούμενος να υποστεί τη νόμιμη σύλληψή ή προσαγωγή του (fleeing felon).

Ο νόμος περί χρήσης όπλων από τους αστυνομικούς (Ν.3169/2003) αναφέρει σε δύο ξεχωριστά άρθρα τα εξής:

Άρθρο 3 παρ. 5 εδαφ. γ : ο πυροβολισμός ακινητοποίησης επιτρέπεται για τη σύλληψη καταδικασθέντος ή υπόδικου ή καταδιωκόμενου που καταλαμβάνεται να τελεί επ’ αυτοφώρω κακούργημα ή πλημμέλημα, εφόσον αντιδρά στη σύλληψή του και υπάρχει άμεσος κίνδυνος να κάνει χρήση όπλου.

Άρθρο 3 παρ. 7 εδαφ. δ : ο πυροβολισμός ακινητοποίησης ή εξουδετέρωσης απαγορεύεται εναντίον προσώπου που τρέπεται σε φυγή. Όταν καλείται να υποστεί νόμιμο έλεγχο.

Σε αυτά τα δύο άρθρα, ο νομοθέτης αντιμετωπίζει γενικά το ζήτημα σε σωστή βάση. Είναι μια περίπτωση που ο νόμος συμβαδίζει αρκετά, αν και όχι απόλυτα, με την ηθική. Η άρνηση ενός υπόπτου να υποστεί τις συνέπειες των πράξεων του μπορεί να έχει πολλαπλό χαρακτήρα. Αρχικά, ο ύποπτος μπορεί να είναι ένας απλός πολίτης που έχει φοβηθεί από την παρουσία των αστυνομικών και επιχειρεί να διαφύγει. Ακόμη, ο ύποπτος μπορεί να είναι ένας παράνομος οδηγός που δεν θέλει να σταματήσει στο μπλόκο της τροχαίας, γνωρίζοντας ότι θα του επιβληθεί πρόστιμο, και αδιαφορεί τόσο για τον νόμο, όσο και για την Αστυνομία. Μπορεί ακόμη ο ύποπτος να γνωρίζει ότι θα συλληφθεί και να προσπαθεί με κάθε τρόπο να διαφύγει. Τέλος, μπορεί ο ύποπτος να αρνείται την σύλληψη ή την προσαγωγή του και φεύγοντας να απειλεί τους αστυνομικούς με όπλο. Κάθε μία από αυτές τις περιπτώσεις έχει διαφορετική ηθική βαρύτητα.

Σε ένα πρώτο επίπεδο, ο αστυνομικός απαγορεύεται να πυροβολήσει έναν πολίτη που αρνείται να υποστεί έναν έλεγχο ή μια ενδεχόμενη σύλληψη και διαφεύγει, όταν δεν υπάρχει σαφής αντίληψη ότι απειλείται από τον πολίτη μέσω όπλου. Αυτό είναι κάτι λογικό και ηθικό, διότι, όταν η τήρηση του νόμου τίθεται σε σύγκριση με την αξία της ανθρώπινης ζωής (ακόμα και της ζωής ενός πολίτη που κάνει μια παρανομία), η ζωή έχει μεγαλύτερη αξία από την τυφλή νομιμότητα. Επομένως, ο αστυνομικός είναι προτιμότερο να ανεχθεί την φυγή ενός υπόπτου παρά να προβεί «με κάθε μέσο» στη σύλληψή του.

Σε ένα δεύτερο επίπεδο, ο αστυνομικός επιτρέπεται να κάνει χρήση πυροβόλου όπλου απέναντι σε έναν πολίτη που αρνείται να υποστεί την σύλληψή του, αλλά υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις. Η βασική προϋπόθεση είναι αυτός που επιχειρεί να διαφύγει να απειλεί με όπλο τον αστυνομικό. Επομένως, στην περίπτωση αυτή η άσκηση θανατηφόρας βίας επιτρέπεται μόνο για λόγους αυτοάμυνας και όχι για την απλή εφαρμογή του νόμου. Η άποψη αυτή είναι κοινή μεταξύ των μελετητών της Αστυνομικής ηθικής. Αυτό για το οποίο υπάρχουν διαφωνίες είναι ο βαθμός της βίας που πρέπει να ασκήσει ο αστυνομικός σε αυτή την περίπτωση. Μια λογική άποψη είναι ότι αστυνομικός πρέπει να ασκήσει βία ίση με την αξία της απειλής.

Έτσι, ο πυροβολισμός εξουδετέρωσης απέναντι σε έναν κατηγορούμενο που τρέχει προτάσσοντας άτσαλα το όπλο του (δηλαδή δεν στοχεύει εναντίον τους), με κύριο σκοπό να διαφύγει, δεν είναι ηθικός. Όμως ο πυροβολισμός εξουδετέρωσης απέναντι σε έναν κατηγορούμενο που επιχειρεί να διαφύγει και «εμφανώς» απειλεί θανάσιμα τους αστυνομικούς είναι ηθικός. Νομικά, στη χώρα μας η δεύτερη περίπτωση δεν δικαιολογεί θανατηφόρα άσκηση βίας, αλλά μόνο βία που αποσκοπεί στον τραυματισμό και επομένως στην σύλληψη του δράστη (άρθρο 3, παρ. 5 εδαφ. γ), ενώ σε άλλες χώρες και μόνο η απειλή της ζωής του αστυνομικού από αυτόν που αποφεύγει την σύλληψη δικαιολογεί την αφαίρεση της ζωής του.

ΣΧΟΛΙΑΣΜΟΣ

Αναφορικά με τα γεγονότα στο Πέραμα έχει ξεκινήσει η συζήτηση για το αν οι συνάδελφοι έπρεπε ή δεν έπρεπε να πυροβολήσουν. Σε νομικό επίπεδο δεν θα κάνω καμιά αναφορά, διότι υπάρχουν Ανακριτής και Εισαγγελέας για να αποφασίσουν επ αυτού. Ωστόσο θα επιχειρήσω να κάνω μια ηθική αξιολόγηση. 

Στην προκειμένη περίπτωση οι συνάδελφοι είχαν το ηθικό δικαίωμα να πυροβολήσουν, αν αποδειχθεί ότι υπήρχε εναντίον τους άμεση απειλή θανάτου. Στο κείμενο μου αναφέρω "απειλή με πυροβόλο όπλο", ωστόσο είναι ορθό σε αυτή την κατηγορία να εισαχθεί κάθε μέσο που είναι δυνατόν να επιφέρει άμεση απειλή θανάτου. 

Το ερώτημα είναι "αποτελεί άμεση απειλή ο εμβολισμός των μηχανών;". Η απάντηση είναι Ναι (υπό προϋποθέσεις). Αν αποδειχτεί ότι η ταχύτητα του οχήματος ήταν αρκετή για να επιφέρει θάνατο ή αν αποδειχτεί ότι το όχημα χτύπησε ή πάτησε κάποιον συνάδελφο και ο οδηγός δεν είχε την πρόθεση να ακινητοποιηθεί (απειλώντας ευθέως την ζωή του Αστυνομικού), τότε οι υπόλοιποι είχαν το ηθικό δικαίωμα (δεν μιλάω για νομικό δικαίωμα) να προβούν σε πυροβολισμό εξουδετέρωσης κατά του οδηγού προκειμένου να υπερασπιστούν την ζωή του συναδέλφου τους.

Τα γεγονότα στο Πέραμα θα πρέπει να αποτελέσουν την αφορμή για να ξεκινήσει ένας διάλογος με θέμα αν το νόμιμο συμβαδίζει πάντα με το ηθικό. Ο αστυνομικός οφείλει να τηρεί τον Νόμο και αυτό είναι αδιαμφισβήτητο, ωστόσο η Ηθική μπορεί να θέσει προβληματισμούς στον Νομό.

Τα ανωτέρω γεγονότα θα πρέπει επίσης να αποτελέσουν αφορμή για να εισαχθεί σε συζήτηση το ζήτημα fleeing felon και να θεσπιστούν νέοι και λεπτομερείς κανόνες εμπλοκής, οι οποίοι να λαμβάνουν υπόψη όλα τις ηθικές εκφάνσεις μιας καταδίωξης.
Ο Συνδικαλισμός θα πρέπει να είναι αρωγός σε αυτή την προσπάθεια και να θέσει στην πολιτική ηγεσία όλους τους ανωτέρω ηθικούς προβληματισμούς.
 
Φώτης Λουκάς
 
Πτυχιούχος Φιλοσοφίας 

ΜΔΕ Φιλοσοφία - Αστυνομική Ηθική 

Μέλος της συνδικαλιστικής παράταξης ΔΥΝΑΜΗ ΑΝΑΓΕΝΝΗΣΗΣ (της Ε.Α.Υ.Θεσσαλονίκης)

Policenet.gr © | 2024 Όροι Χρήσης.
developed by Pixelthis