Παράκαμψη προς το κυρίως περιεχόμενο
Εικόνα
21:14 | 26/03/2017

Γράφει ο Σεραφείμ Αθανασίου

Τα καημένα τα χρόνια, τι γρήγορα που περνούν(!). Ούτε τρεχούμενο νεράκι βρύσης να ήταν δεν θα έτρεχαν τόσο γρήγορα!

Γιατί το λέω αυτό; Το λέω γιατί πριν λίγες μέρες, και νοσταλγώντας παλιές μου θύμησες, παρακάλεσα το γιό και με πέρασε «εποχούμενο» από την συνοικία των Αγίων Θεοδώρων της πόλεως Βόλου.

Εκεί, βλέποντας κάποια οικοδομή, που τα παλιά δικά μου χρόνια στεγαζόταν το Δ΄ Αστυνομικό Τμήμα και εγώ υπηρετούσα ως αστυνομικό όργανο, το μυαλό μου γύρισε πίσω και εκείνα τα «πισωγυρίσματα», στη γρηγοράδα τους, τα συνέκρινα με το τρεχούμενο νερό βρύσης.

Η συνοικία αυτή-κατά τη δική μου ταπεινή γνώμη-θα έλεγα ότι συνεχίζει να παραμένει ήσυχη και ρομαντική, εν αντιθέσει με τα όσα συμβαίνουν στην υπόλοιπη πόλη με τα σούρτα-φέρτα χιλιάδων αυτοκινήτων ή άλλης ηχορύπανσης με τις οποίες, (βαβούρες τροχοφόρων και ηχορυπάνσεις), μας πιάνει πονοκέφαλος και αναζητούμε τα διαφημιζόμενα «αναβράζοντα» ντεπόν ή και άλλα παυσίπονα.

Ξεπερνώντας όμως πονοκεφάλους και «αναβράζοντα» ντεπόν  θέλω να παραμείνω στους Αγίους Θεοδώρους και οι καλοί μου φίλοι, που είναι και αναγνώστες του «Ταχυδρόμου», να έρθουν νοερά μαζί μου, βοηθώντας με, στο να γυρίσουμε τα σκουριασμένα γρανάζια του πανδαμάτορα χρόνου, πολλές 10τίες πίσω, και να σταθούμε σε κάποιον καλοκαιρινό μήνα του έτους 1967.

Την εποχή εκείνη υπηρετούσα στο 4ο Αστυνομικό Τμήμα Βόλου. Σήμερα δεν λειτουργούν τέσσερα τμήματα και παρά του ότι η πόλις μεγάλωσε σε πληθυσμό και οικοδομές, οι ευθύνες και προσφορές των οργάνων της τάξεως είναι τεράστιες, οι αστυνομικές υπηρεσίες της πόλεως, δυστυχώς συρρικνώθηκαν και στεγάζονται, σε ένα καλαίσθητο πράγματι Αστυνομικό Μέγαρο.

Όμως, δεν υπάρχει ο παραδοσιακός «χωροφύλακας της γειτονιάς»  με το καθημερινό του, νωχελικό έστω, περπάτημα σε κεντρικούς ή παράπλευρους δρόμους και με εκείνη την εμφάνισή του να προσφέρει τάξη, ασφάλεια και εμπιστοσύνη στη γιαγιά, στον παππού, τον ελεύθερο επαγγελματία, στο παιδάκι, το όποιο παιδάκι κ.λπ.

Όμως, σταματώ τις συρρικνώσεις των αστυνομικών υπηρεσιών- μια που αυτές ανήκουν σε αλλουνού παπά Ευαγγέλιο- και περιορίζομαι στα τότε γενόμενα.

Καλοκαίρι λοιπόν του έτους 1967 και στην πόλη του Βόλου βρισκόταν ένα τσίρκο το οποίο είχε «ζωοπεδεύσει» στο Μαγνησιακό γήπεδο (τότε ήταν μια απέραντη αλάνα) δίδοντας απογευματινές και βραδινές παραστάσεις, η δε αστυνομική ευθύνη των μέτρων τάξεως ανήκε στη δικαιοδοσία του Δ΄ Αστυνομικού Τμήματος.

Ένα πρωινό ήρθαν στο τμήμα δυο υπάλληλοι του τσίρκου και  σχεδόν τρέμοντας μας είπαν ότι τους έφυγε ένα μεγαλόσωμο λιοντάρι και «τράβηξε» προς την πλευρά των Αγίων Αναργύρων.

Στο άκουσμα της «ευχάριστης» είδησης συγκεντρωθήκαμε όλοι στο γραφείο του Αστυνόμου με αλλοιωμένα χαρακτηριστικά του προσώπου μας και ίσως με κάποιες σταγόνες κίτρινης χροιάς στα εσώρουχά μας.

 Ο Αστυνόμος, ένας ήρεμος και καλοκάγαθος άνθρωπος στην καθημερινή του ζωή, μας κοίταζε και… τραύλιζε. Άλλα ήθελε να πει και άλλα έλεγε και εμείς ξυνόμαστε, κουνιόμαστε πέρα-δώθε και γελούσαμε σα χαζοί. Όμως κάποια στιγμή πήραμε  τα άπλα μας και βγήκαμε στο σεργιάνι προκειμένου να συλλάβουμε το «δραπέτη» και σε περίπτωση κινδύνου, να τον ξαπλώσουμε φαρδιά-πλατιά!!!

Την εντολή, ιδιαίτερα για το «φαρδιά -πλατιά», μας την είχε δώσει ο προϊστάμενος μας (Ε.Κ) ο οποίος, μόλις εμείς φύγαμε, κλειδαμπαρώθηκε στο γραφείο του  και μάλλον θα προσευχόταν στο να μη δει ξαφνικά μπροστά του την χαίτη του λιονταριού.

Εγώ ως επικεφαλής της δυνάμεως και πιο «ψύχραιμος» (το έχουμε το «χούι» αυτό στο σόι μας, όπως έχουμε και τη «μετριοφροσύνη») πήρα θυμάμαι τους άνδρες: (Ύπνε/ρχη Γεράσιμο Δημουλή και  χωροφύλακες: Σερέτη Κων/νο, Ζημειανίτη Σεραφείμ, Κώσταινα Κων/νο και Καραΐσκο Κων/νο, (ο τελευταίος ήταν πατέρας του σημερινού Αστυνομικού Υποδιευθυντή Μαγνησίας κ. Βασίλη Καραΐσκου), και ανεβήκαμε στο κοντινό εκεί «καραούλι» προκειμένου να «αγναντέψουμε» κατά το χώρο που βρισκόταν το Τσίρκο.

Στη διαδρομή μας εκείνη, όλων μας τα πόδια τρίκλιζαν, είμαστε σιωπηλοί, είχαμε το χρώμα του λεμονιού και οι χτύποι της καρδιάς μας ήταν ακαθόριστοι. Εγώ προσωπικά έτσι και τόσο γενναία (!) αισθανόμουνα!

Αγναντεύαμε κατά τσίρκο μεριά με λοξές όμως ματιές κοιτάζαμε γύρω μας μήπως από καμιά γωνιά ή και κανένα φράχτη πεταχτεί ο «δραπέτης» και αρπάξει το… σβέρκο μας.

Άγιοι Θεόδωροι, εμείς που σας σεβόμαστε και σαν πατριωτάκια που είμαστε/μια που μένουμε στην ίδια γειτονιά, σας ικετεύουμε, παρακαλέστε και σεις με τη σειρά σας τους «συναδέλφους σας» Αγίους Αναργύρους (προς την συνοικία των Αγίων Αναργύρων είχε τραβήξει το Λιοντάρι, γι’ αυτό και σκεπτόμαστε και τους Αγίους Αναργύρους) να βοηθήσουν και αυτοί προσευχόμενοι για να πιαστεί αυτός ο επικίνδυνος γίγαντας και να γλυτώσει ο κόσμος  από ξαφνικές δαγκωματιές του και αν έχει έστω δαγκώσει και μερικούς, δεν πειράζει, τουλάχιστον να γλυτώσουμε εμείς που είμαστε και όργανα τάξεως.

Άλλωστε-συνεχίζαμε νοερά να προσευχόμαστε και να παρακαλούμε λέγοντας-μας έχετε όλοι σας ανάγκη, ακόμη και εσείς οι Άγιοι επειδή και στην ετήσια ονομαστική σας γιορτή, μέτρα τάξεως λαμβάνουμε και στη σειρά τον κόσμο βάζουμε, προκειμένου με τάξη να έρθει κοντά σας και να ασπαστεί την εικόνα σας. Σειρά σας λοιπόν τώρα να μας βοηθήσετε και να βγάλετε την όποια υποχρέωσή σας.

Αυτή την προσευχή, προς τους Αγίους Θεοδώρους και Αναργύρους λέγαμε και το θαύμα έγινε!

Ακούσαμε κάποιες χαρούμενες φωνές που ερχόντουσαν από το τσίρκο και σε λίγο μάθαμε πως, οι θηριοδαμαστές, έπιασαν  το λιοντάρι, στους Αγίους Αναργύρους, και το μετάφεραν στο τσίρκο.

Για πότε βρήκαμε το χρώμα μας, για πότε σταμάτησαν κάποιες  σταλαγματιές που συχνά πυκνά «έπεφταν» στα εσώρουχά μας, για πότε επανήλθε το γέλιο στα χείλη όλων μας και για πότε επιστρέψαμε στο τμήμα , ούτε καν το καταλάβαμε.

Και όχι μόνο αυτό. Είδαμε έναν Αστυνόμο χαρούμενο, όσο ποτέ άλλοτε. Ξεκλείδωσε την πόρτα του γραφείου του και περιφερόταν ανάμεσά μας με ροδαλό χρώμα, όπως άλλωστε τέτοιο χρώμα, είχαμε αποκτήσει όλοι μας. Παραγγείλαμε και φάγαμε γλυκά και μπανάνες (τότε έφερναν μπανάνες μόνο από την Κρήτη και το Ισραήλ, από πουθενά αλλού) και ήταν τόσο νόστιμες!

Πέρασε στη συνέχεια ευχάριστα όλη η μέρα μας και την επομένη το πρωί που πήγαμε στο τμήμα διαβάζοντας τις εφημερίδες, πάντοτε γίνεται αυτό στις αστυνομικές υπηρεσίες για να παρακολουθούν τα θετικά ή αρνητικά σχόλια που γίνονται από τον τύπο για τις αστυνομικές αρχές, να και μια μεγάλη θετική είδηση που αφορούσε τους άνδρες του Δ΄ Τμήματος, δημοσιευμένη στον «Ταχυδρόμο» και στη «Θεσσαλία».

Ο υπεύθυνος του τσίρκου ευχαριστούσε ονομαστικά τον (Ε.Κ.) Διοικητή του Δ΄ Αστυνομικού Τμήματος Βόλου, καθώς και τους άνδρες αυτού διότι/όπως έλεγε το ευχαριστήριο, «με δική του (του Αστυνόμου) υπεύθυνη επίβλεψη και καθοδήγηση των ανδρών του, εντός ελαχίστου χρόνου εντόπισαν το εξαφανισθέν άγριο και επικίνδυνο ζώο, το καθήλωσαν σε κάποιο υπαίθριο χώρο για να συλληφθεί στη συνέχεια από τον θηριοδαμαστή του».

Έλεγε πολλά το ευχαριστήριο, όπως για παράδειγμα: «τέτοια θαρραλέα όργανα τάξεως, που αψηφούν κινδύνους, τιμούν το Σώμα που υπηρετούν και ότι αυτό το Σώμα πρέπει να αισθάνεται περήφανο για τους γενναίους  άνδρες του!».

Τρίβαμε τα μάτια μας! Δεν πιστεύαμε όσα διαβάζαμε! Δεν μπορεί-λέγαμε - μας κοροϊδεύουν δημοσίως οι άνθρωποι του τσίρκου μια που εμείς τίποτα δεν προσφέραμε και όχι μόνο δεν προσφέραμε αλλά τρέμαμε κιόλας από το φόβο μας, μήπως χάσουμε και κανένα ποδάρι.

Θέλαμε να διαμαρτυρηθούμε στους υπευθύνους του τσίρκου, περιμέναμε όμως να έρθει ο Αστυνόμος, για να χειριστεί εκείνος την υπόθεση .

Σε λίγο ήρθε. Εγώ είχα υπογραμμίσει το ευχαριστήριο και το έθεσα υπ όψη του. Το διάβασε και δεν είπε τίποτε! Τον ερώτησα αν πρέπει να διαμαρτυρηθούμε για την κοροϊδία που μας έκαναν και μου απάντησε “Όχι”. Αυτοί -μου είπε- ξεκίνησαν από ευγενικά αισθήματα προς το Αστυνομικό Σώμα και ως εκ τούτου δεν πρέπει να τους πούμε τίποτε.

Επέστρεψα στο γραφείο μου χωρίς σχόλια ενώ εκείνος βγήκε από το δικό του, για κάποια ίσως υπηρεσιακή υπόθεση. Δεν έκανα κανένα σχόλιο, είχα όμως καταλάβει πως για εκείνο το ευχαριστήριο «κάποιο λάκκο είχε η φάβα».

 Ντριν, ντρίν,ντριν, το τηλέφωνο του Αστυνόμου.

Λόγω απουσίας του, το σήκωσα εγώ και:

-Παρακαλώ το Δ΄ Τμήμα.

-Ποιος είναι στο τηλέφωνο;

- O Ανθυπασπιστής Αθανασίου.

-Έλα κ. Αθανασίου, ο Διοικητής εδώ.

-Τα σέβη μου κ. Διοικητά, διατάξτε.

-Τι να διατάξω βρε παιδάκι μου,να ρωτήσω θέλω και να μάθω. Έχω τέτοιους γενναίους άνδρες στη δύναμή μου και δεν το γνωρίζω;

Μακρά σιωπή από μένα.

-Έλα, δε μιλάς, που είναι ο Αστυνόμος;

-Δεν είναι εδώ κ. Διοικητά, κάπου πήγε, αλλά δεν θα αργήσει .

-Για να ρωτήσω και σένα κάτι: Τι Τσίρκα και μίρκα υπάρχουν εκεί; Τι λιοντάρια σας περιτριγύριζαν χθες; Γιατί μπήκατε σε τέτοιες περιπέτειες χωρίς να ζητήσετε βοήθεια; Eγώ θα σας έστελνα όχι μόνο όση δύναμη θέλατε, αλλά θα ερχόμουνα ο ίδιος κρατώντας στα χέρια μου και καμιά ματσούκα!

Απέραντη σιωπή από μένα. Κατάλαβα ότι με δούλευε ο Μπάρμπα Γιάννης. Έτσι λέγαμε μεταξύ μας τα αστυνομικά όργανα τον καλό μας Διοικητή. Ήταν ο Αντισυνταγματάρχης Χωροφυλακής Παναγιωτόπουλος Γιάννης, ένας υπέροχος, γλυκύτατος και καλοκάγαθος άνθρωπος, γεμάτος ανθρωπιά και  μέγιστο ενδιαφέρον για όλους τους υφισταμένους του και όχι μόνο γι’ αυτούς.

Είχα καταλάβει ότι το διασκέδαζε με τις ερωτήσεις του και προτιμούσα τη σιωπή παρά του ότι εκείνος, συνέχιζε το «δούλεμα».

Και δε μου λες παιδί μου τη γλιτώσατε όλοι σας; Χέρια-πόδια είναι στη θέση τους; Κάνατε προσκλητήριο μήπως λείπει κανένας σας;

Αισθανόμουνα άσχημα και στριφογύριζα στο κάθισμά μου.

Κατάλαβε τη δύσκολη θέση μου και θέλησε κάποια στιγμή να με απαλλάξει .

-Άντε σε αφήνω να ξεκουραστείς και πες στον Αστυνόμο να με πάρει αμέσως τηλέφωνο.

-Μάλιστα κ. Διοικητά.

-Γεια σου παιδί μου.

-Τα σέβη μου κ. Διοικητά.

Μου έκλεισε το τηλέφωνο και εγώ σκούπισα τον ιδρώτα μου.

Στον Αστυνόμο μόλις ήρθε του είπα να πάρει αμέσως τον κ. Διοικητή. Μου έδωσε εντολή να μη τον ενοχλήσει κανένας και κλείστηκε στο γραφείο του για λίγο όμως, επειδή τον είδαμε να φεύγει με κατακόκκινα αυτιά και μάλλον στην ανεπιθύμητη συνάντηση με τον Διοικητή, θα πήγαινε.

«Ντόρος πολύς» και πολλά πειράγματα μεταξύ συναδέλφων που μας αποκαλούσαν «Ήρωες» από τηλεφώνου και κατά πρόσωπο. Μας έλεγαν «θηριοδαμαστές», «γενναίους», «ταρζάν» και ότι θα εισηγηθούν να μας δοθεί υπηρεσιακό μετάλλιο εξαίρετων πράξεων και πολλά άλλα πειράγματα τα οποία «καρτερικά», δεχόμαστε γελώντας, μια που δεν μπορούσαμε να αντιδράσουμε και αλλιώς.

Έχουν περάσει πενήντα (50) χρόνια και, σαν να ήταν χθες, θυμάμαι εκείνα που έγιναν!

Θυμάμαι τον καλό μας Αστυνόμο (τον οποίο εγώ αργότερα αντικατέστησα) που μπορεί να έβαλε(κακώς) το «χεράκι» του σε  κάποιο «ευχαριστήριο » όμως εκείνο δεν αμαύρωσε την όποια θετική του προσφορά, στα 35 του χρόνια υπηρεσιακής ζωής!

Με συγκίνηση ακόμη θυμάμαι τον Διοικητή της Διοικήσεως Χωροφυλακής Βόλου Γιάννη Παναγιωτόπουλο, τον μπάρμπα Γιάννη, όπως τον λέγαμε, εκείνον τον καλό άνθρωπο που ήταν πρόθυμος να βοηθήσει και στην ανεύρεση του λιονταριού κρατώντας αντί για όπλο τη «ματσούκα» του, όπως μου έλεγε.

Και φυσικά δεν έχω ξεχάσει εκείνα τα καλά παιδιά με τα οποία συνυπηρέτησα στο Δ΄ Αστυνομικό Τμήμα. Δεν ξέχασα τον Υπεν/ρχη Γεράσιμο Δημουλή και τους Χωροφύλακες Σερέτη Κων/νο, Ζημειανίτη Σεραφείμ, Κώσταινα Κων/νο και Καραΐσκο Κων/νο.

Όλους, μα όλους με συγκίνηση τους θυμάμαι και προσεύχομαι να είναι αναπαυμένη η ψυχούλα τους. Και το λέω αυτό, επειδή κανένας τους δυστυχώς σήμερα, δεν υπάρχει ανάμεσά μας.

Ακολούθησαν και εκείνοι τον αιώνιο δρόμο της σιωπής και της γαλήνης. Ας είναι, Θεέ μου, ΑΙΩΝΙΑ Η ΜΝΗΜΗ ΤΟΥΣ.

www.rodiaki.gr

Policenet.gr © | 2024 Όροι Χρήσης.
developed by Pixelthis