Νέο «σοκ» για τους συγγενείς των νεαρών αστυνομικών της ομάδας ΔΙΑΣ , που δολοφονήθηκαν το 2011 σε συμπλοκή στου Ρέντη, έφερε δικαστική απόφαση του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών. Μετά τον Άρειο Πάγο, που αποφάνθηκε πως πρέπει να επιβληθούν επιεικέστερες ποινές στους δράστες βάσει του νέου Ποινικού Κώδικα (όπως έγραψε το dikastiko.gr αποκαλύπτεται και η δικαστική κρίση για το θέμα της αστικής ευθύνης του δημοσίου στην υπόθεση η οποία είναι σε βάρος των οικογενειών: Δηλαδή πως τα θύματα της συμπλοκής δεν δικαιούνται αποζημίωσης από το Δημόσιο.
Η υπόθεση έφτασε στο Διοικητικό Πρωτοδικείο Αθηνών 7 χρόνια αργότερα , μετά από αγωγή της μητέρας ενός από τους δύο δολοφονηθέντες αστυνομικούς της ομάδας ΔΙΑΣ και από τις δύο αδελφές του Γιάννη Ευαγγελινέλη, τις οποίες εκπροσωπούν οι πληρεξούσιοι δικηγόροι Δήμητρα Πλαστήρα και Θεώνη Παναγιωτοπούλου (ΔΕΙΤΕ ΕΔΩ ΤΙ ΔΗΛΩΝΟΥΝ ΣΤΟ dikastiko.gr ΟΙ ΔΥΟ ΔΙΚΗΓΟΡΟΙ).
Με αυτήν ζητούσαν χρηματική ικανοποίηση για την ψυχική οδύνη που υπέστησαν. Ωστόσο, το Δημόσιο ισχυρίστηκε και το δικαστήριο έκρινε πως ο θανάσιμος τραυματισμός του συγγενούς τους δεν οφείλεται σε παράνομες πράξεις ή παραλείψεις της ΕΛΑΣ και ως εκ τούτου δεν δικαιούται αποζημίωσης.
Όπως μάλιστα αναφέρει το σκεπτικό της δικαστικής απόφασης που εκδόθηκε το 2020 και παραθέτει αυτούσια το dikastiko.gr (ΔΕΙΤΕ ΕΔΩ ΟΛΟΚΛΗΡΗ ΤΗΝ ΔΙΚΑΣΤΙΚΗ ΑΠΟΦΑΣΗ) ο θάνατός του σχετίζεται με την «αιφνιδιαστική δράση και επίθεση των κακοποιών, δηλαδή σε αστάθμητο παράγοντα, άρρηκτα συνδεδεμένο με την επικινδυνότητα του αστυνομικού επαγγέλματος»:
«….τα αρμόδια για το συντονισμό της επιχείρησης όργανά του είχαν όχι μόνο τη δυνατότητα αλλά και την υποχρέωση, με σκοπό την προστασία της έννομης τάξης και την αντιμετώπιση εκτάκτων αναγκών, να χρησιμοποιήσουν, μέσα στα διαγραφόμενα από το νόμο πλαίσια, όλες τις υπηρεσίες και το προσωπικό της ΕΛ.ΑΣ., κατ’ ελεύθερη εκτίμηση, όπως και έπραξαν. Επομένως, εφόσον τα όργανα αυτά δεν υπερέβησαν τα άκρα όρια της διακριτικής τους ευχέρειας, ούτε οι ενάγουσες απέδειξαν το αντίθετο, ο θανάσιμος τραυματισμός του συγγενούς τους Ε.Φ. Ιωάννη Ευαγγελινέλη, εν ώρα διατεταγμένης υπηρεσίας, δεν οφείλεται σε παράνομες πράξεις ή παραλείψεις των ως άνω οργάνων τηςΕΛ.ΑΣ., αλλά στην αιφνιδιαστική δράση και επίθεση των κακοποιών, δηλαδή σε αστάθμητο παράγοντα, άρρηκτα συνδεδεμένο με την επικινδυνότητα του αστυνομικού επαγγέλματος.
Οι ισχυρισμοί των συγγενών του θύματος
Οι ενάγουσες ισχυρίζονται ότι ο θανάσιμος τραυματισμός του συγγενούς τους οφείλεται σε παράνομες πράξεις και παραλείψεις οργάνων των αρμοδίων αρχών, συνιστάμενες στην παντελή έλλειψη οργάνωσης της επιχείρησης καταδίωξης των δραστών της ένοπλης ληστείας, καθώς και στην ελλιπή εκπαίδευση και στον ακατάλληλο εξοπλισμό των ομάδων ΔΙ.ΑΣ. Κατ’ αρχάς, εκθέτουν ότι οι ομάδες ΔΙ.ΑΣ. έχουν συσταθεί και συγκροτηθεί με σκοπό την πρόληψη και αποτροπή βίαιων και εγκληματικών ενεργειών (ληστείες, συμπλοκές, ανθρωποκτονίες κλπ.), σκοπός ο οποίος επιτυγχάνεται μέσω των ελέγχων που διεξάγουν αυτές, αλλά και με μόνη την επίδραση της φυσικής τους παρουσίας και θέας, και ότι, για το λόγο αυτό, χρησιμοποιούν μοτοσικλέτες, οι οποίες είναι κατάλληλες για περιπολία. Ωστόσο, ενώ οι ομάδες αυτές διαθέτουν την αναγκαία ευελιξία να ανταποκρίνονται άμεσα και με ταχύτητα σε αποστολές εντοπισμού δραστών, αδυνατούν, όπως οι ενάγουσες υποστηρίζουν, να φέρουν σε πέρας επιχειρήσεις ακινητοποίησης οχημάτων και να αντιμετωπίσουν ένοπλες συμπλοκές από μόνες τους, χωρίς τη συνδρομή συναδέλφων τους, άλλων υπηρεσιών της ΕΛ.ΑΣ., που διαθέτουν τα κατάλληλα προς τούτο εξοπλισμό και μέσα.
Δεν υπήρξε σχέδιο
Ειδικότερα, στη συγκεκριμένη περίπτωση, οι ενάγουσες ισχυρίζονται ότι η επιχείρηση εντοπισμού και σύλληψης των δραστών δεν οργανώθηκε όπως έπρεπε, καθώς δεν υπήρχε πρόβλεψη, για το τι θα γινόταν όταν το όχημα των κακοποιών έφτανε στο τέλος της Λεωφόρου Κηφισού, όπου θα μπορούσε να ακολουθήσει διαφορετικές πορείες, ούτε υπήρχε πλάνο διακοπής της κυκλοφορίας μέσω της Τροχαίας ή άλλου, πρόσφορου για το σκοπό αυτό, μέσου της ΕΛ.ΑΣ., προκειμένου να στηθεί στους δράστες, στην πορεία της διαδρομής τους, ενέδρα από περιπολικά ή ακόμα και την Ε.Κ.Α.Μ. (Ειδική Κατασταλτική Αντιτρομοκρατική Ομάδα).
Περαιτέρω δε, κατά τα προβαλλόμενα, παρότι τα διοικητικά όργανα της ΕΛ.ΑΣ. γνώριζαν περί της επικινδυνότητας των καταδιωκόμενων ληστών, εντούτοις, δεν υπήρχε, πέραν των προαναφερθέντων, ούτε σχέδιο ταυτόχρονης καταδίωξης των δραστών και από ελικόπτερο, το οποίο θα συνέκλινε στην καταδίωξη, προπορευόμενο των ομάδων ΔΙ.ΑΣ., ώστε να λειτουργεί ως ασπίδα για αυτές. Ενόψει τούτων, οι ενάγουσες διατείνονται ότι τα ενδεχόμενα κατάληξης της εν λόγω επιχείρησης ήταν δύο: είτε η μη σύλληψη των δραστών, είτε ο θάνατος/τραυματισμός αστυνομικών, εξέλιξη η οποία τελικά επακολούθησε.
Οι διαφορετικές εντολές
Η παρακολούθηση έγινε αντιληπτή από τους δράστες, λόγω του μεγάλου αριθμού των ομάδων ΔΙ.ΑΣ. που συμμετείχαν σε αυτήν, τις οποίες οι ίδιες υπολογίζουν σε 30, αλλά και λόγω του ότι – βάσει και των δημοσιευμάτων του τύπου – ένα περιπολικό, που συνέδραμε στην καταδίωξη, λαμβάνοντας άλλες εντολές από το δικό του Κέντρο, άναψε το φάρο, με αποτέλεσμα να το αντιληφθούν οι δράστες, να αναπτύξουν ταχύτητα μετά το φανάρι της Ιεράς Οδού και Κηφισού και, εν τέλει, να τους αιφνιδιάσουν.
Επιπρόσθετα, οι ενάγουσες προβάλλουν ότι υπήρξε αναντιστοιχία μεταξύ των εντολών του Κέντρου Άμεσης Δράσης και του Κέντρου ΔΙ.ΑΣ. ως προς τον τρόπο προσέγγισης του καταδιωκόμενου οχήματος (διακριτικά ή με τη χρήση σειρήνας – φάρου), γεγονός που συνετέλεσε καταλυτικά στην επέλευση του θανάτου του Ιωάννη Ευαγγελινέλη.
Πέραν των ανωτέρω, όμως, οι ενάγουσες υποστηρίζουν ότι το αποτέλεσμα της επιχείρησης και, συνακόλουθα, ο θανάσιμος τραυματισμός του συγγενούς τους οφείλεται και στην ελλιπή εκπαίδευση των ομάδων ΔΙ.ΑΣ. Ειδικότερα, αναφέρουν ότι οι αστυνομικοί που επάνδρωναν τις ομάδες αυτές κατά το χρόνο της επίμαχης επιχείρησης ήταν στην πλειοψηφία τους νεαροί Ε.Φ., ηλικίας 21 – 24 ετών, πρώην «στατικοί» φρουροί για τη φύλαξη κτιρίων, οι οποίοι, προκειμένου να καταταχθούν στη νεοσυσταθείσα τότε Μονάδα ΔΙ.ΑΣ., ακολούθησαν εκπαίδευση διάρκειας μόλις δέκα ημερών, καθώς και κάποιων εμβόλιμων ημερών κάθε χρόνο και, για το λόγο αυτό, δεν εκπαιδεύτηκαν στην κατάλληλη ψυχολογία και διανοητική προετοιμασία που απαιτείται, όταν πρόκειται για σύλληψη κακοποιών.
Ο ελλιπής εξοπλισμός
Παράλληλα, οι ενάγουσες επισημαίνουν ότι, σε κάθε περίπτωση, στο θανάσιμο τραυματισμό του συγγενούς τους συνετέλεσε και το γεγονός ότι αυτός δεν έφερε τον απαιτούμενο εξοπλισμό προκειμένου να αντιμετωπίσει τους βαρύτατα οπλισμένους ληστές, καθώς το αλεξίσφαιρο γιλέκο που φορούσε – η 10ετής εγγύηση της χρήσης οποίου είχε, σημειωτέον, παρέλθει – αφενός δεν ήταν κατάλληλο για να εμποδίσει την είσοδο βλημάτων από πολεμικό όπλο στο σώμα του, αφετέρου ήταν τόσο βαρύ, που δεν του άφηνε ελευθερία κινήσεων ούτε του επέτρεπε να κάνει ελιγμούς, ούτως ώστε να αποφύγει τους πυροβολισμούς που δέχθηκε, ενώ, και το κράνος που έφερε δεν ήταν αλεξίσφαιρο, με αποτέλεσμα να το διαπεράσει σφαίρα και να καρφωθεί στο κεφάλι του, προκαλώντας το θάνατό του.
Η δραματική κατάθεση του συνοδηγού
Συγκλονιστικές είναι οι αναφορές του ατόμου, που επέβαινε στη μοτοσικλέτα της ομάδας ΔΙΑΣ ως συνοδηγός, όταν έλαβε χώρα ο θανάσιμος τραυματισμός του Γιάννη Ευαγγελινέλη και του έτερου συναδέλφου που επέβαινε σε άλλη μηχανή της ομάδας ΔΙΑΣ.
«Ήμουν συνοδηγός […]. Περί ώρα 18:30 λάβαμε σήμα ότι διεπράχθη ληστεία […] και μας ζητήθηκε να αναζητήσουμε το… (αυτοκίνητο), μάρκας VOLVO, χρώματος γκρι, ως αυτό που ενήργησε τη ληστεία. Εμείς κατευθυνθήκαμε προς Κηφισό από Λεωφόρο Καβάλας και ενσωματωθήκαμε με τις ομάδες τις λοιπές των συναδέλφων που είχαν θέσει υπό διακριτική παρακολούθηση το όχημα. Στην αμέσως επόμενη έξοδο το όχημα έστριψε και εισήλθε στον παράδρομο του Κηφισού και σταμάτησε στο φανάρι στη συμβολή των οδών Κηφισού και Ιεράς Οδού. Εν συνεχεία βγήκε πάλι στον Κηφισό και ανέπτυξε ταχύτητα και εξήλθε εκ νέου στην έξοδο Αγ. Ιωάννη Ρέντη, πάλι στον παράδρομο του Κηφισού, όπου λίγο αργότερα μετά το ύψος της Λαχαναγοράς, έστριψε όπως εκ των υστέρων αντιληφθήκαμε στην Περικλέους και όχι στη Μακρυγιάννη, όπως ανέφερε το Κέντρο» σημειώνει.
«Είδα συναδέλφους πεσμένους κάτω, ο Γιάννης είχε φύγει από τη ζωή»
«Όταν εισήλθαμε στην Περικλέους, όπου η μηχανή μας ήταν πρώτο δίκυκλο πίσω από το όχημα, εγώ δεν πρόλαβα να αντιληφθώ τίποτα, καθότι ο οδηγός μου αντιλαμβανόμενος ότι δεχόμαστε επίθεση, έριξε τη μηχανή μας στα δεξιά. […] Όταν σταμάτησαν οι πυροβολισμοί […] είδα συναδέλφους μου πεσμένους κάτω μαζί με μηχανές […] Μεταξύ αυτών διαπιστώσαμε ότι ο Γιάννης είχε ήδη φύγει από τη ζωή και τον χάσαμε για πάντα από σφαίρα στο κεφάλι […] Είμαι απόλυτα πεπεισμένη ότι ο θάνατος των συναδέλφων μου δεν ήταν ένα τυχαίο περιστατικό […] αλλά ένας κακός επιχειρησιακός σχεδιασμός των ανωτέρων μας, με λάθη και παραλείψεις […] Συγκεκριμένα: Οι ανώτεροί μας γνώριζαν ότι το εν λόγω όχημα των δραστών είχε απασχολήσει σε περιπτώσεις βίαιων ληστειών, είχε χαρακτηριστεί «επικίνδυνο» και υπήρχαν ρητές εντολές για άμεση ενημέρωση του Κέντρου σε περίπτωση εντοπισμού […] Παρ’ όλα αυτά ζητήθηκε από τις ομάδες ΔΙ.ΑΣ. να ακολουθήσουν αυτό το όχημα μόνες και παντελώς εκτεθειμένες χωρίς καμία κάλυψη από περιπολικά, ελικόπτερο ή ειδικά επανδρωμένες μονάδες. […] μας ζητήθηκε να μην κάνουμε χρήση σειρήνας και ηχητικών δήθεν για να μη γίνουμε αντιληπτοί ενώ έστειλαν όλες τις δίκυκλες μηχανές της βάρδιας 13:00 – 19:00 αλλά και τη βάρδια του Πειραιά να ακολουθήσει έμπειρους και βίαιους κακοποιούς που είχαν ήδη διαπράξει ληστεία και σαφέστατα θα μας καταλάβαιναν, όπως και πραγματικά έγινε, βλέποντας τόσες μηχανές πίσω τους» κατέθεσε.
Μας περίμεναν με τα καλάσνικοφ
Με εγκληματική αμέλεια έδωσαν σε εμάς άλλες οδηγίες και άλλες στην Άμεσο Δράση, ήτοι σ’ αυτούς ζήτησαν να ανάψουν φώτα και ηχητικά ενώ εμείς όχι. […] Ο κακός συντονισμός ανάμεσα στα Κέντρα διαβιβάσεων της αστυνομίας είχε ως αποτέλεσμα το φιάσκο αυτό. Οπότε και η παραμικρή αμφιβολία αν υποτεθεί ότι υπήρχε στους δράστες για το αν πράγματι παρακολουθούμε αυτούς, αυτό το συνειδητοποίησαν πλήρως όταν άκουσαν τη σειρήνα του περιπολικού από μακριά. […] Όμως εκτός από αυτά η παρακολούθησή μας […] είχε γίνει ήδη αντιληπτή πριν από νωρίς – όπως ήταν αναμενόμενο και λογικό με τόσες μηχανές – και από το φανάρι στην Ιερά Οδό και γι’ αυτό σταμάτησαν εκεί στο σηματοδότη, αν και θα μπορούσαν να περάσουν για να διαβάσουν τις αντιδράσεις μας και τις προθέσεις μας. […] Στην πιο κρίσιμη ώρα της παρακολούθησης ενημερωθήκαμε από το Κέντρο ότι οι δράστες κινούνται στη Λεωφόρο Μακρυγιάννη και καταλάβαμε ότι πρόκειται για δρόμο με κίνηση και φώτα και αντ’ αυτού εγκλωβιστήκαμε σε ένα στενό μονόδρομο όπου βαίναμε αντικανονικά και στον οποίο οι ληστές μας περίμεναν με τα καλάσνικοφ να εμφανιστούμε εμείς πάνω σε δίκυκλα μηχανάκια, χωρίς καμία κάλυψη.
Δεν είχαμε γνώση των δρόμων του Πειραιά
«Τα παιδιά της ΔΙ.ΑΣ. Δυτικής Αττικής δεν έχουμε γνώση των δρόμων του Πειραιά […] οπότε δεν είχαμε εικόνα ποιος δρόμος είναι κοντά σε τι, μόνο ακολουθούσαμε το όχημα. Έτσι εγκλωβίστηκαν και εκτελέστηκαν οι συνάδελφοί μου, μπαίνοντας στον μονόδρομο της Περικλέους, έχοντας κατά νου ότι θα έμπαιναν σε δρόμο ευρείας κυκλοφορίας, μεγάλο και ανοιχτό που σίγουρα θα τους παρείχε άλλες δυνατότητες προστασίας. Ήξεραν πολύ καλά πως τόσο τα κράνη όσο και τα αλεξίσφαιρά μας δεν μπορούσαν να σταματήσουν πυρά καλάσνικοφ παρ’ όλα αυτά μας ζήτησαν να συλλάβουμε εμείς αυτούς τους κακοποιούς με τα καλάσνικοφ. Γνώριζαν όλοι πως οι μηχανές που οδηγούσαμε, ήταν παντελώς ακατάλληλες για τέτοιου είδους επιχείρηση και οι περισσότερες παρουσίαζαν μηχανικές βλάβες. […] δεν υπήρχε κανένας απολύτως σχεδιασμός για τη σύλληψη αυτών των κακοποιών, ούτε σχέδιο για το τι θα κάναμε εμείς στην πορεία, απλά μας έστειλαν πομπή να παρακολουθούμε “διακριτικά” […] Ο εξοπλισμός μας […] απαρτίζεται από βαριά αλεξίσφαιρα που μας καθιστούν δυσκίνητους και δεν μας παρέχουν καμία προστασία, δεδομένου ότι δεν είναι κατάλληλα για όπλα καλάσνικοφ […] Τα κράνη μας επίσης δεν μας προστατεύουν από πυρά, καθώς είναι απλά κράνη για προστασία από ατύχημα στην οδήγηση. Ο Γιάννης και ο Γιώργος άλλωστε χτυπήθηκαν στο κεφάλι και έφυγαν από τη ζωή […] Δυστυχώς ο αδικοχαμένος μόλις είκοσι δύο ετών συνάδελφός μου, Ευαγγελινέλης Ιωάννης, δεν θα γυρίσει ποτέ στο σπίτι του».