Παράκαμψη προς το κυρίως περιεχόμενο
Εικόνα
22:34 | 14/07/2016

«Ένα από τα πιο λυπηρά παράδοξα ενός ενδεχόμενου Brexit είναι ότι το Λονδίνο κατάφερε με τόσο μεγάλη επιτυχία να δημιουργήσει κατ’εικόνα του μια Ευρωπαϊκή Ένωση ελεύθερου εμπορίου». Με αυτόν τον τρόπο σχολίαζε  ο πρώτος γενικός διευθυντής του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου αυτό που χωρίς μεγάλο δισταγμό θα αποκαλούσε κανείς «ειρωνεία της ιστορίας».

Η Μεγάλη Βρετανία, η χώρα που διατηρούσε την πιο επαμφοτερίζουσα στάση απέναντι στο ευρωπαϊκό εγχείρημα, κατάφερε να επιβάλει, και μάλιστα σε τέτοιο βαθμό και σε τέτοιο βάθος χρόνου, την ατζέντα που θα διαμόρφωνε τη φυσιογνωμία και τα βασικά χαρακτηριστικά της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Το βρετανικό δόγμα «τίποτα περισσότερο αλλά και τίποτα λιγότερο από την ενιαία αγορά» αποτέλεσε το υπόβαθρο πάνω στο οποίο η Ένωση, ενώ ανοιγόταν ασμένως σε κάθε είδους διεύρυνση ή επέκταση των αρχών της ελεύθερης αγοράς, του ελεύθερου εμπορίου και του ελεύθερου ανταγωνισμού, αποτραβιόταν και αναδιπλωνόταν βιαίως μπροστά σε κάθε συζήτηση για πολιτική ενοποίηση ή εμβάθυνση.  

Αποτελεί όμως επίσης μια περίεργη «ειρωνεία της ιστορίας» ότι η επικείμενη αποχώρηση μιας χώρας που πάντοτε έβλεπε τον εαυτό της με το ένα πόδι εντός και με το άλλο εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης, ανοίγει με τέτοια ένταση και σε τέτοια έκταση τη συζήτηση για το μέλλον του κοινού εγχειρήματος.

Τρεις εβδομάδες μετά το σοκ του βρετανικού δημοψηφίσματος, η Ευρώπη βρίσκεται και πάλι αντιμέτωπη με ένα ερώτημα που μοιάζει να τη στοιχειώνει σαν φάντασμα από την απαρχή της κρίσης. Το ερώτημα των κανόνων και της σκοπιμότητας της άτεγκτης εφαρμογής τους σε έκτακτες συνθήκες. Αυτή τη φορά, την αφορμή δεν την έδωσε η Ελλάδα αλλά τρεις άλλες, επίσης ταλαιπωρημένες, χώρες του Νότου. 

 

 

Τρεις εβδομάδες μετά το σοκ του βρετανικού δημοψηφίσματος, η Ευρώπη βρίσκεται και πάλι αντιμέτωπη με ένα ερώτημα που μοιάζει να τη στοιχειώνει σαν φάντασμα από την απαρχή της κρίσης

Τρεις εβδομάδες μετά το σοκ του βρετανικού δημοψηφίσματος, η Ευρώπη βρίσκεται και πάλι αντιμέτωπη με ένα ερώτημα που μοιάζει να τη στοιχειώνει σαν φάντασμα από την απαρχή της κρίσης

 

 

Ιταλικές τράπεζες, ιβηρικά ελλείμματα και ευρωπαϊκοί κανόνες 

Στο μάτι του κυκλώνα βρίσκονται οι ιταλικές τράπεζες καθώς το Brexit προκάλεσε άλλο έναν σοβαρό κλυδωνισμό στις ήδη πτωτικά κινούμενες μετοχές τους, οι οποίες το 2016 καταγράφουν συνολικές απώλειες της τάξης του 57%. Με τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια της χώρας ύψους 360 δισεκατομμυρίων ευρώ να ξεπερνούν το 20% του ΑΕΠ και τους ειδικούς να προειδοποιούν για σοβαρό κίνδυνο μετάδοσης μιας ενδεχόμενης κρίσης, ο ιταλός πρωθυπουργός Ματέο Ρέντσι επιδιώκει να θέσει σε εφαρμογή ένα φιλόδοξο σχέδιο εξυγίανσης των τραπεζικών ιδρυμάτων ρίχοντας κρατικό χρήμα. 

Το σχέδιο συναντά την έντονη αντίδραση του Βερολίνου που προτάσσει για ακόμη μία φορά την αναγκαιότητα τήρησης των κανόνων. Εν προκειμένω, εκείνων που αφορούν το bail-in. Ενόψει μάλιστα των επικείμενων εκλογών του 2017, η γερμανίδα καγκελάριος θα ήθελε να αποφύγει ένα σενάριο στο οποίο θα έπρεπε να εξηγήσει στο εκλογικό σώμα γιατί μια ακόμη χώρα του Νότου δεν θέλει να εφαρμόσει κανόνες που συντάχθηκαν και συνομολογήθηκαν λίαν προσφάτως. 

Από τη μεριά του, ο ιταλός πρωθυπουργός επικαλείται, και δικαίως, την ιδιαιτερότητα της ιταλικής περίπτωσης. Το ένα τρίτο των ομολογιούχων στις ιταλικές τράπεζες -οι οποίοι θα υποστούν τις ζημιές σε περίπτωση εφαρμογής των κανόνων για το bail-in- είναι μικροεπενδυτές με τοποθετήσεις 200 δισεκατομμυρίων ευρώ. Εκτός όμως από το πλήγμα στο «σοσιαλιστικό» προφίλ του κ. Ρέντσι που θα επεφέρε μια τέτοια εξέλιξη, μια 
απώλεια της εμπιστοσύνης των καταθετών στις ιταλικές τράπεζες θα μπορούσε να μεταδοθεί και σε άλλες χώρες της ευρωζώνης. 

Την ίδια στιγμή, λίγο δυτικότερα, Ισπανία και Πορτογαλία αναμένουν πλέον την ανακοίνωση του είδους και του ύψους των κυρώσεων που θα τους επιβληθούν για το μέγεθος των δημόσιων ελλειμμάτων που διατηρούσαν τα περασμένη έτη, μετά τη έγκριση της σχετικής πρότασης της Κομισιόν από το Ecofin. Η επιχειρηματολογία των αξιωματούχων των πάλαι ποτέ «success stories» του ευρωπαϊκού Νότου συναντούν σήμερα τη μήνι του Β. Σόιμπλε. Για τον γερμανό υπουργό Οικονομικών, η συμμόρφωση στους κανόνες αποτελεί προϋπόθεση για την αποκατάσταση της αξιοπιστίας του Συμφώνου Σταθερότητας σε μια εποχή που το Brexit αποτελεί έναν παράγοντα αβεβαιότητας.    

Σε ένα εξαιρετικά εύστοχο και διορατικό σχόλιο, ο ισπανός δημοσιογράφος Jacobo de Regoyos τόνιζε πριν από μερικές εβδομάδες ότι όταν ο ευρωπαϊκός Βορράς κατηγορεί το Νότο για τα ελλείμματα, στο βάθος βρίσκεται πάντοτε η Γαλλία. Το Παρίσι έχει λάβει από την Κομισιόν προθεσμία για να επαναφέρει το έλλειμμα κάτω από το 3% μέχρι το 2017. Εάν τελικώς επιβληθούν κυρώσεις στην Ιβηρική, αυτές θα αποτελέσουν και μια προειδοποίηση προς το Ελιζέ, το οποίο θα πρέπει να είναι εφεξής ιδιαίτερα προσεκτικό. Ιδίως όταν οι φωνές που μιλούν δηκτικά για «δύο μέτρα και δύο σταθμά» στην εφαρμογή των κανόνων πληθαίνουν. 

 

 

Ισπανία και Πορτογαλία αναμένουν πλέον την ανακοίνωση του είδους και του ύψους των κυρώσεων που θα τους επιβληθούν για το μέγεθος των δημόσιων ελλειμμάτων που διατηρούσαν τα περασμένη έτη

Ισπανία και Πορτογαλία αναμένουν πλέον την ανακοίνωση του είδους και του ύψους των κυρώσεων που θα τους επιβληθούν για το μέγεθος των δημόσιων ελλειμμάτων που διατηρούσαν τα περασμένη έτη

 

 

Η Ευρώπη στη μετά-Brexit εποχή

Οι αντιπαραθέσεις για τις χώρες του Νότου αποτελούν όμως μόνο την κορυφή του παγόβουνου, καθώς συμπυκνώνουν δύο ευρύτερα ερωτήματα που αφορούν το μέλλον της Ευρώπης στη μετά-Brexit εποχή

Το πρώτο αφορά το δίπολο «περισσότερη ή λιγότερη Ευρώπη». Η απάντηση στην τάση αποσύνθεσης και κατακερματισμού της Ένωσης, σύμπτωμα των οποίων υπήρξε το Brexit, θα πρέπει να δοεθί με ένα βήμα προς εμπρός ή με ένα βήμα προς τα πίσω; Με ένα βήμα προς την περίφημη «ομοσπονδιοποίηση», μέσω της περαιτέρω ενδυνάμωσης των υπερεθνικών θεσμών της Ένωσης όπως η Κομισιόν ή με μια αναδίπλωση και μια επάνοδο σε παραδοσιακές μορφές διακυβερνητικής συνεργασίας, μέσω της ενίσχυσης του ρόλου των κεντρικών κυβερνήσεων και εκείνων των διαύλων που βασίζονται στη διακρατική συνέργια. 

Το δεύτερο αφορά το δίπολο «διατήρηση ή χαλάρωση της δημοσιονομικής πειθαρχίας». Η απάντηση στην απογοήτευση των πολιτών και την άνοδο του υπεσυντηρητισμού και του εθνικιστικού λαϊκισμού στην Ευρώπη, σύμπτωμα των οποίων υπήρξε το Brexit, θα πρέπει να δοθεί μέσω της διατήρησης ή της χαλάρωσης των πολιτικών που οδηγούν στη λιτότητα;

Και στα δύο ερωτήματα η απάντηση του Βερολίνου προδιαγράφει την αναδυόμενη πορεία την επόμενη περίοδο. Στον μεν πρώτο ερώτημα, ο Β. Σόιμπλε άφησε να εννοηθεί πως η Γερμανία επιθυμεί οι εθνικές κυβερνήσεις να θέσουν τον ρυθμό της μελλοντικής συνεργασίας εντός της ΕΕ, ακόμη και αν χρειαστεί να παρακαμφθούν θεσμοί όπως η Κομισιόν. Στο δε δεύτερο ζήτημα, η ίδια γερμανίδα καγκελάριος έβαλε γρήγορα τέλος στη συζήτηση, σημειώνοντας ότι «οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις αποτελούν προϋπόθεση ώστε η Ευρώπη να συνεχίσει να έχει θέσεις εργασίας». 

 

 

Γερούν Ντάισελμπλουμ και Βόλφγκανγκ Σόιμπλε κατά τη διάρκεια συνεδρίασης του Eurogroup

Γερούν Ντάισελμπλουμ και Βόλφγκανγκ Σόιμπλε κατά τη διάρκεια συνεδρίασης του Eurogroup

 

 

Εκείνο βεβαίως το ερώτημα που θα μείνει αναπάντητο, τουλάχιστον για την ώρα, δεν αφορά την αξιοπιστία των κανόνων αλλά την αξιοπιστία της ίδιας της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Μπορεί αυτή να εξαντλείται στην πιστή και άτεγκτη εφαρμογή των κανόνων, ανεξάρτητα μάλιστα από το αν οι περιστάσεις υπό τις οποίες δημιουργήθηκαν αυτοί οι κανόνες έχουν αλλάξει σημαντικά; Ή μήπως η αξιοπιστία σχετίζεται και με άλλα στοιχεία, όπως η προσαρμοστικότητα σε ένα μεταβαλλόμενο περιβάλλον, η ταχύτητα ή η αποτελεσμάτικότητα στην αντιμετώπιση των νέων προκλήσεων και η αμοιβαία κατανόηση ανάμεσα στους συμμετέχοντες σε ένα κοινό εγχείρημα; 

Σε αυτή τη δεύτερη έννοια της αξιοπιστίας, είναι γνωστό πως η Ευρώπη δεν τα πάει και τόσο καλά.

Διαβάστε περισσότερα στο thetoc.gr

Policenet.gr © | 2024 Όροι Χρήσης.
developed by Pixelthis