Παράκαμψη προς το κυρίως περιεχόμενο
08:50 | 17/11/2014

 

«Το έθνος πρέπει να μάθει να θεωρεί εθνικό  ότι είναι αληθές» είχε αναφέρει χαρακτηριστικά ο εθνικός μας ποιητής Διονύσιος Σολωμός (1797- 1857). Αυτή είναι η καλύτερη φράση προκειμένου να ξεκινήσουμε μια σύντομη καταγραφή των κύριων γεγονότων που έλαβαν χώρα κατά τη διάρκεια της επταετίας. Για το χρονικό διάστημα 1967 έως 1974 πολλά έχουν ειπωθεί και από τις δύο πλευρές.

Δυστυχώς, εξαιτίας της ιδεολογικής κυριαρχίας της αριστεράς γύρω από τη δικτατορία έχουν καλλιεργηθεί ουκ ολίγοι μύθοι. Είναι αληθές πως λείπει μια ενημέρωση, μακριά από κομματικούς φανατισμούς, μισαλλοδοξίες και πάθη του παρελθόντος. Στις παρακάτω γραμμές θα προσπαθήσουμε να κάνουμε μια σύντομη καταγραφή των κυρίων γεγονότων που έλαβαν χώρα προσπαθώντας να αποδώσουμε την ιστορική αλήθεια με γνώμονα την αντικειμενικότητα μέσα από μια σειρά ερωτημάτων.

 

Πρώτο ερώτημα: Πως καταλήξαμε στην 21η Απριλίου; Με το τέλος του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, ξεκινάει ο λεγόμενος «Εμφύλιος Πόλεμος» που θα διαρκέσει τρία έτη μεταξύ (1946- 1949) και θα οδηγήσει σε κοινωνική και πολιτική πόλωση τη χώρα. Ο Δημοκρατικός Στρατός του Κομμουνιστικού Κόμματος λειτουργώντας ως το μακρύ χέρι του Στάλιν θέλοντας να μετατρέψει την Ελλάδα σε Σοβιετική επαρχία και αποτελούμενος από πλειάδα Σλάβων (το μεγαλύτερο μέρος των μελών του δεν μιλούσε ελληνικά) επιδίδεται σε μαζικές σφαγές, εκτοπίσεις πληθυσμών και λεηλασίες εναντίων του ελληνικών περιοχών. Για δεύτερη φορά μετά τους Οθωμανούς επανέρχεται το παιδομάζωμα. Η συντριβή των κομμουνιστών στο Βίτσι και τον Γράμμο γράφουν χρυσές σελίδες στην ένδοξη ιστορία του Εθνικού Στρατού που κράτησε την Ελλάδα στον ελεύθερο κόσμο. Προκειμένου να μην παρεξηγηθώ γράφω μετά παρρησίας για ελεύθερο κόσμο καθώς οι χώρες που βίωσαν την λαίλαπα του κομμουνισμού μπορούν να αντιληφθούν τι εστί ελεύθερος κόσμος. Άλλωστε ας μην λησμονούμε τα γεγονότα την νύχτα της κατάρρευσης του τείχους του Βερολίνου όπου το σύνολο των κατοίκων της Ανατολικής Γερμανίας ενταγμένο στην ΕΣΣΔ μετανάστευσε εν μια νύκτα στην Δυτική Γερμανία. Το συμπέρασμα είναι πως στην Ελληνική κοινωνία υπάρχουν δικαιολογημένα αντικομουνιστικά αισθήματα τα οποία αντανακλώνται και στον Ελληνικό Στρατό και κατ’ επέκταση αυτό επιδρά στη πολιτική ζωή του τόπου.

 

Οι εκλογές του 1950 και του 1951 έφεραν στην εξουσία τον συνασπισμό της Εθνικής Προοδευτικής Ένωσης Κέντρου (ΕΠΕΚ), με αρχηγό τον στρατηγό Νικόλαο Πλαστήρα και του Κόμματος των Φιλελευθέρων, με αρχηγό τον Σοφοκλή Βενιζέλο, γιο του Ελευθερίου Βενιζέλου. Στις εκλογές του Νοεμβρίου 1952 επικράτησε το κόμμα του Ελληνικού Συναγερμού, υπό τον στρατάρχη Αλέξανδρο Παπάγο. Κατόπιν, ο βασιλιάς Παύλος κάλεσε τον υπουργό Δημοσίων Έργων Κωνσταντίνο Καραμανλή να σχηματίσει κυβέρνηση. Ο Καραμανλής ίδρυσε ένα νέο κόμμα, την Εθνική Ριζοσπαστική Ένωση (ΕΡΕ), και παρέμεινε στην εξουσία για οκτώ χρόνια, έως το 1963. Κατά την περίοδο αυτή σημειώθηκε ραγδαία οικονομική ανάπτυξη. Το 1955-63 η Ελλάδα είχε τους ταχύτερους ρυθμούς ανάπτυξης από όλες τις ευρωπαϊκές χώρες. Στις εκλογές του Νοεμβρίου 1963 και του Φεβρουαρίου 1964 επικράτησε το κόμμα της Ένωσης Κέντρου, που σχημάτισε κυβέρνηση με πρωθυπουργό τον Γεώργιο Παπανδρέου. Στις εκλογές του Νοεμβρίου 1963 και του Φεβρουαρίου 1964 επικράτησε το κόμμα της Ένωσης Κέντρου, που σχημάτισε κυβέρνηση με πρωθυπουργό τον Γεώργιο Παπανδρέου. Η κυβέρνηση του Γεωργίου Παπανδρέου ανατράπηκε μετά από αντισυνταγματική παρέμβαση του νέου βασιλιά Κωνσταντίνου Β', τον Ιούλιο του 1965' κυβέρνηση σχημάτισαν πρώην βουλευτές της Ένωσης Κέντρου, που έμειναν γνωστοί ως «αποστάτες». Η πολιτική κρίση συνεχίστηκε με αμείωτη ένταση, έως ότου την 21η Απριλίου 1967 αξιωματικοί κατέλυσαν το δημοκρατικό πολίτευμα. Η δικτατορία βρισκόταν υπό την ηγεσία των συνταγματαρχών Γεωργίου Παπαδόπουλου και Νικολάου Μακαρέζου και του ταξίαρχου Στυλιανού Παττακού. Η χώρα την εποχή εκείνη βρισκόταν ουσιαστικά σε προεκλογική περίοδο. Οι εκλογές είχαν προκηρυχθεί για τις 28 Μαΐου και την εξουσία ασκούσε από τις 3 Απριλίου η ΕΡΕ, με πρωθυπουργό τον αρχηγό της Παναγιώτη Κανελλόπουλο, έχοντας τη συναίνεση του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης Γεωργίου Παπανδρέου και του Βασιλιά Κωνσταντίνου. Παραταύτα κανείς δεν μπορούσε να ελπίζει σε κυβερνητική σταθερότητα.

Τα παραπάνω γεγονότα συντελούν στην άποψη πως το καθεστώς της 21ης Απριλίου προέκυψε μέσα από μια γενικευμένη πολιτική αστάθεια που απειλούσε την χώρα. Η Ελλάδα τα προηγούμενα χρόνια είχε βυθιστεί στο πολιτικό χάος μη έχοντας μια σταθερή κυβέρνηση.

 

Δεύτερο ερώτημα: Ήταν αμερικανοκίνητη η επιβολή της δικτατορίας;

Οι Η.Π.Α. εφάρμοσαν την τακτική της realpolitik ως προς τις σχέσεις τους με το νέο καθεστώς. Έτειναν να αποδέχονται ως τετελεσμένο γεγονός τη δικτατορία επικαλούμενοι διάφορα επιχειρήματα με βασικό πως ο απλός κόσμος της ελληνικής υπαίθρου και των αστικών κέντρων δεν ερχόταν σε ευθεία ρήξη με το καθεστώς. Οι Αμερικανοί καλόβλεπαν μία μικρής διάρκειας συνταγματική εκτροπή, που θα επανέφερε την πολιτική κατάσταση στη σωστή ρότα, δηλαδή στην εναλλαγή στην εξουσία της Δεξιάς και ενός μετριοπαθούς Κέντρου. «Η Χούντα των Στρατηγών» έμεινε στα σχέδια, καθώς τους πρόλαβαν με το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου οι μικροί αξιωματικοί. Παρόλα αυτά όμως αιφνιδιασμένοι φαίνεται να είναι από τις εξελίξεις οι Αμερικανοί, που δεν περίμεναν την κίνηση του Παπαδόπουλου. Τον πρεσβευτή των ΗΠΑ στην Αθήνα Φίλιπ Τάλμποτ ξύπνησε ο ανιψιός του πρωθυπουργού Κανελλόπουλου, Διονύσης Λιβανός, και του ανακοίνωσε την είδηση. Όταν μετά από λίγες μέρες ο Τάλμποτ είπε στο σταθμάρχη της CIA στην Αθήνα, Τζακ Μέρι, ότι το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου ήταν ο βιασμός της Ελληνικής Δημοκρατίας, αυτός του απάντησε κυνικά: «Μα, πως είναι δυνατόν να βιάσεις μία πόρνη;..»

 

Το άνοιγμα των αρχείων του Wikileaks αποκαλύπτουν τις σχέσεις των ΗΠΑ με τη Χούντα. Στην αρχή οι σχέσεις ΗΠΑ και κυβέρνησης Κόλλια αντιμετωπίζονταν με επιφυλακτικότητα. Η εφημερίδα «ΤΑ ΝΕΑ», εντόπισε τους τίτλους σε μη διαθέσιμα τηλεγραφήματα που έστειλε ο Αμερικανός πρεσβευτής, με τους ακόλουθους τίτλους: «Το προφορικό μήνυμα του πρεσβευτή στον Ιωαννίδη» τον Μάρτιο του 1974 (1974ATHENS048076) και «Πιθανός νέος ηγέτης ο Δημήτριος Ιωαννίδης - Μερικοί φόβοι» με ημερομηνία 26 Νοεμβρίου 1973 (1973ATHENS08297). Μολονότι θα προτιμούσαν την επικράτηση του βασιλιά, οι αμερικανοί δεν παρενέβησαν ώστε να διασφαλίσουν την επικράτησή τους. Από την άλλη πλευρά, το δικτατορικό καθεστώς είχε συνεργαστεί με τις ΗΠΑ στον Πόλεμο των Έξι Ημερών, επιτρέποντας τη χρήση των αμερικανικών βάσεων στην Ελλάδα, ενώ τελικά και ο Κωνσταντίνος εγκατέλειψε τη χώρα. Το Γενάρη του 1968, λοιπόν, μετά και την επιστολή του προέδρου Τζόνσον προς το καθεστώς της Αθήνας, οι σχέσεις Χούντας-ΗΠΑ είχαν αποκατασταθεί πλήρως. Ενδιαφέρον παρουσιάζει η παράθεση των εγγράφων, κυρίως από τα μέσα του 1966, όπου αποκαλύπτεται η δράση της αμερικανικής πρεσβείας στην Αθήνα, της CIA ώστε να αλλοιωθεί το πολιτικό σκηνικό με την «μυστική επιχείρηση χρηματοδότησης μετριοπαθών υποψηφίων». Η επιχείρηση είναι ήδη γνωστή όχι όμως και το γεγονός ότι αποτελούσε κύριο ζήτημα της επιτροπής του Λευκού Οίκου, «Επιτροπή 303», με κύρια ενασχόλησή της, τη «μυστική επιχείρηση επηρεασμού των ελληνικών εκλογών», όπου προβλέφτηκε και η παροχή 200.000 έως και 300.000 δολαρίων προς διάφορους πολιτικούς... Ο τότε σταθμάρχης της CIA, Τζακ Μόρι, εκτιμούσε και υποστήριζε ότι «η αμερικανική ανάμειξη μπορεί να μην εξασφάλιζε τη νίκη σε κάποιον συγκεκριμένα, οπωσδήποτε όμως θα επηρέαζε το αποτέλεσμα».

 

Συνεπώς, η άποψη που θέλει τη «χούντα» να επιβάλλεται εκ των ΗΠΑ είναι ανεδαφική και στερείται σοβαρής τεκμηρίωσης εκ των ιστορικών ντοκουμέντων. Οι ΗΠΑ ενδιαφέρονταν για την εξασφάλιση των στρατηγικών τους συμφερόντων που ήθελαν την Ελλάδα μακριά από το Σοβιετικό μπλοκ. Αν αυτό επιτυγχάνονταν μέσω της δικτατορίας τότε ήταν business as usual για την εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ που εκείνη την περίοδο είχαν να ασχοληθούν με σοβαρότερα ζητήματα όπως ο πόλεμος του Βιετνάμ.

 

Τρίτο ερώτημα: Ποια η εξωτερική πολιτική της επταετίας;

 

Στη διάρκεια της επταετίας σχηματίστηκαν τέσσερις κυβερνήσεις: η Κυβέρνηση Κωνσταντίνου Κόλλια 1967, η Κυβέρνηση Γεωργίου Παπαδόπουλου 1967, η Κυβέρνηση Σπύρου Μαρκεζίνη 1973, η Κυβέρνηση Αδαμαντίου Ανδρουτσόπουλου 1973. Η άποψη που θέλει τις παραπάνω κυβερνήσεις προσκολλημένες στο αμερικανικό άρμα είναι λανθασμένη. Η εξωτερική πολιτική των παραπάνω κυβερνήσεων καρκινοβατούσε ανάμεσα στις ΗΠΑ και το Σοβιετικό μπλοκ. Η στάση του ελληνικού στρατιωτικού καθεστώτος απέναντι στις ανατολικές χώρες δεν διαφέρει βασικά από αυτή των προκατόχων του κοινοβουλευτικών κυβερνήσεων, διαπιστώνονται όμως ορισμένες αποχρώσεις. Η δικτατορία συνεχίζει την πολιτική διατήρησης ενός σχετικά υψηλού επιπέδου εμπορικών ανταλλαγών με τον ανατολικό συνασπισμό, ως αναγκαία διέξοδο για την τοποθέτηση των λεγόμενων «ευπαθών» ελληνικών αγροτικών προϊόντων που δεν βρίσκουν αγορές αλλού. Η πολιτική αυτή είναι σε γενικές γραμμές ανεκτή από τη Δύση. Κατά την υπό εξέταση περίοδο συνεχίζεται και η δυτική πολιτική «χτισίματος γεφυρών» προς τη Ρουμανία, αλλά και προς τις υπόλοιπες βαλκανικές χώρες, έναντι του οποίου η επίσημη Ελλάδα παραμένει αμφίθυμη. Ιδιαίτερα φιλική στάση προς τη χούντα τηρεί και η Κίνα, μετά την αναγνώρισή της από την Αθήνα το 1972. Το κριτήριο εδώ είναι ο αντισοβιετισμός του Πεκίνου που επιδιώκει ενεργά τη συγκρότηση μετώπου κατά της Μόσχας στα Βαλκάνια. Να σημειωθεί πως στις  23 Ιανουαρίου οι ΗΠΑ δια του πρέσβη τους στην Αθήνα Φίλιπ Τάλμποτ, με δημόσια δήλωση αναφέρουν "...νόμιμο το στρατιωτικό καθεστώς στην Ελλάδα", ουσιαστικά είναι η πρώτη χώρα που αναγνωρίζει το καθεστώς. Τέσσερις ημέρες μετά τη δήλωση του Τάλμποτ, ο Άγγλος πρέσβης στην Αθήνα Μάικλ Στιούαρτ δήλωσε: "...Ναι, είναι αναγνώρισις, δεδομένου ότι η παρούσα ελληνική κυβέρνησις πληροί όλες τις προϋποθέσεις τις οποίες απαιτεί η κυβέρνησίς μου προκειμένου να αναγνωρίσει ξένες κυβερνήσεις. Δηλαδή ασκεί αποτελεσματικό έλεγχο στην χώρα.". Καθιστάμενη έτσι η Αγγλία η 2η χώρα που αναγνώρισε το καθεστώς της Αθήνας όπως αυτό είχε διαμορφωθεί. Των δηλώσεων αυτών ακολούθησαν στη συνέχεια παρόμοιες αναγνωρίσεις και από άλλες χώρες όπως από Αυστραλία, Νότια Αφρική, Πορτογαλία, Εθνικιστική Κίνα, Ιταλία και Καναδά μέχρι και τη "λαϊκή δημοκρατία της Σοβιετικής Ένωσης".

 

Το μεγαλύτερο λάθος του στρατιωτικού καθεστώτος ήταν η απόσυρση της μεραρχίας από την Κύπρο. Με την εγκαθίδρυση της δικτατορίας στην Ελλάδα τον Απρίλιο του 1967, το Κυπριακό μπαίνει σε μια νέα φάση. Στις 14 Ιουνίου 1967, με πρωτοβουλία του ΝΑΤΟ, ανακοινώνεται η έναρξη των ελληνοτουρκικών διαπραγματεύσεων για το Κυπριακό. Ο διάλογος δεν καταλήγει σε ουσιαστικό αποτέλεσμα και το Νοέμβριο του ίδιου έτους, με τα γεγονότα της Κοφίνου και την αποχώρηση της ελληνικής μεραρχίας από το νησί, αρχίζουν να ωριμάζουν οι συνθήκες για την επερχόμενη εισβολή.  Στις 17 Νοεμβρίου 1967 ο Τούρκος Υπουργός Εξωτερικών Ι. Τσαγλαγιαγκίλ επέδωσε στον Ελληνα πρέσβη στην Αγκυρα Δελιβάνη διακοίνωση με βασικά αιτήματα την άμεση απομάκρυνση από την Κύπρο της Ελληνικής Μεραρχίας και του στρατηγού Γρίβα. Η χούντα στις 18 Νοεμβρίου 1967 ανακάλεσε τον Γρίβα στην Αθήνα με πρόσχημα τη διεξαγωγή συνομιλιών και τον έθεσε υπό περιορισμό. Η Ελληνική Μεραρχία, ανεξάρτητα από τους λόγους οι οποίοι οδήγησαν στην αποστολή και την εγκατάστασή της στην Κύπρο, εφόσον θα αξιοποιείτο για την προστασία της Κύπρου από ξένες επιβουλές, αναμφισβήτητα αποτελούσε ισχυρό παράγοντα για την άμυνα της Κύπρου και δύναμη αποτροπής οποιασδήποτε εχθρικής ενέργειας για εισβολή στο νησί. Η κυβέρνηση της χούντας έκανε αποδεκτό το τουρκικό αίτημα για ανάκληση της Μεραρχίας και στις 29 Νοεμβρίου 1967 ανακοίνωσε την απόφασή της. Φυσικά για την τραγωδία της Κύπρου οι ευθύνες δεν ανήκουν αποκλειστικά και μόνον στο στρατιωτικό καθεστώς αλλά τόσο στις προηγούμενες κυβερνήσεις (ενδεικτικά αναφέρουμε η μη αποδοχή του Σχεδίου «ΑΤΣΕΣΟΝ») αλλά και στις μεταπολιτευτικές και ειδικότερα στη κυβέρνηση Κωνσταντίνου Καραμανλή.

 

6 Οκτωβρίου 1973: ημέρα Σάββατο. Ξεσπά ο Πόλεμος του Γιομ Κιπούρ που θα κρατήσει περίπου 20 ημέρες. Στις 10 Οκτωβρίου σε "μυστική σύσκεψη" Προέδρου Παπαδόπουλου, Πρωθυπουργού Μαρκεζίνη και υπουργού Εξωτερικών Χ. Ξανθόπουλου Παλαμά, ανταποκρινόμενοι σε σχετικό αίτημα του Προέδρου της Αιγύπτου Ανουάρ Σαντάτ, αποφασίζεται η απαγόρευση ελεύθερης διέλευσης αμερικανικών πολεμικών αεροσκαφών υπέρ Ισραήλ από FIR Αθηνών. Ενδοιασμούς στην απόφαση αυτή εξέφρασε ο τότε Α/ΓΕΕΘΑ αντιστράτηγος Δ. Ζαγοριανάκος. Αυτό ήταν το δεύτερο τραγικό λάθος της επταετίας με σκοπό την εκδήλωση έντονων αντι- ελληνικών αισθημάτων τόσο από το Εβραϊκό λόμπυ όσο και από το Αμερικανικό ΥΠ.ΕΞ.

 

Στις 6 Νοεμβρίου αρχίζει η διήμερη σύνοδος υπουργών του ΝΑΤΟ στη Χάγη με κύριο θέμα τον πυρηνικό σχεδιασμό και θέματα κρίσης Μέσης Ανατολής. Την Ελλάδα εκπροσωπεί ο τότε υπουργός Εθνικής Αμύνης Νικόλαος Εφέσιος, ενώ παρευρίσκεται και ο υπουργός Εξωτερικών Χ. Ξανθόπουλος Παλαμάς. Στις 7 Νοεμβρίου με τη λήξη της παραπάνω Συνόδου οι Έλληνες εκπρόσωποι δέχονται φραστική απειλή από τον Χένρυ Κίσινγκερ για την αρνητική στάση της Ελλάδας σε αίτημα των ΗΠΑ. Την αυτή ημέρα στην Αθήνα, ο τότε διευθυντής του Εθνικού Ιδρύματος "Βασιλεύς Παύλος", απόστρατος υποστράτηγος Μιχαήλ Ξένος, παλαιότερα καθηγητής πυροβολικής του Γ. Παπαδόπουλου, επικαλούμενος διασυνδέσεις του με το εξωτερικό δηλώνει ευρύτατα σε στρατιωτικούς κύκλους και χωρίς καμία προφύλαξη ότι "επίκειται η πτώση του Γ. Παπαδόπουλου". Πλέον, η δυτική απομόνωση του καθεστώτος είναι πασιφανής. Θα φανεί καλύτερα το καλοκαίρι του 1974.

 

Τέταρτο ερώτημα: Ποια η εσωτερική πολιτική της επταετίας;

 

Η εσωτερική πολιτική του καθεστώτος ήταν αυτή που διασφάλιση οικονομική και αναπτυξιακή ευημερία. Η Ελλάδα συνέχισε την πορεία των αναπτυξιακών ρυθμών των προηγουμένων ετών. Αυτό τουλάχιστον προκύπτει από αδιάσειστα στοιχεία. Η αριστερή προπαγάνδα φρόντισε στο πέρασμα της να ισοπεδώσει οτιδήποτε θετικό. Όμως, οφείλουμε να παραδεχόμαστε τα θετικά και να αποδίδουμε τα του Καίσαρος τω Καίσαρι και τα του Θεού τω Θεώ και όχι να βλέπουμε μονομερώς τα γεγονότα.

 

Το διεθνούς προβολής Οικονομικό Δελτίο (τεύχος Αυγούστου 1968) της First National City Bank, η δραχμή αναφέρεται ως το σταθερότερο ευρωπαϊκό νόμισμα και  μεταξύ των εννέα σταθερότερων τού κόσμου. Έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής της ΕΟΚ που αναφέρεται στην ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας και προτείνει τρόπους ενισχύσεώς της. Στην έκθεση αυτή διαβάζουμε: «ο μέσος ετήσιος ρυθμός του ΑΕΠ της Ελλάδος την περίοδο 69-73 ήταν 7.8% έναντι αντιστοίχου ρυθμού της κοινότητας 4.6%. Την περίοδο μετά την πρώτη πετρελαϊκή κρίση (73-80) η αύξηση ήταν 3.5% έναντι 2.3% της Κοινότητας». Κατά το 1968,τό ισοζύγιον πληρωμών έκλεισε με  βελτίωση της συναλλαγματικής θέσεως της Ελλάδος κατά 36 εκατ. Δολλάρια. Τα έργα υποδομής και κοινής ωφέλειας που υλοποιήθηκαν ήσαν εκατοντάδες. Το 1968, ολοκληρώθηκε πρόγραμμα κατασκευής νέων οδών εθνικής κλίμακας μήκους 1.000 χιλιομέτρων και πραγματοποιήθηκαν συντηρήσεις και βελτιώσεις επί μήκους οδών 8.000 χιλιομέτρων. Απεδόθησαν στην κυκλοφορία επαρχιακοί οδοί μήκους 1.200 χιλιομέτρων και έλαβαν χώρα συντηρήσεις και βελτιώσεις επί ετέρων 26.000 χιλιομέτρων. Απεπερατώθησαν 340 νέοι οδοί. Ανακατασκευάστηκαν τα λιμάνια τής χώρας, της Ηγουμενίτσης, Πατρών, Βόλου, Μυτιλήνης, Καβάλας, Αλεξανδρουπόλεως, Ηρακλείου, Πρεβέζης, Μεσολογγίου, Κατακώλου, Ραφήνας, Χαλκίδος, Κυλλήνης, Σητείας, Αγίου Νικολάου, Κώ, Κιάτου, Καλύμνου, Ν. Μουδανιών, Αγίου Κηρύκου, Ικαρίας, Μυρίνης, Λήμνου, Καλαμάτας, Σπετσών, Νάξου, Θεσσαλονίκης, τού διαύλου Σκαραμαγκά. Για την ανάπτυξη των αεροπορικών συγκοινωνιών και της εξυπηρετήσεως εμπορευματικών μεταφορών καθώς και επεκτάσεως των επιβατικών μεταφορών, εξετελέσθησαν διάφορα σημαντικά έργα εις τά αεροδρόμια τής χώρας. Ενδεικτικώς αναφέρονται τά αεροδρόμια Λήμνου και Ηρακλείου.

 

Ο μέσος γενικός δείκτης βιομηχανικής παραγωγής εσημείωσε κατά 5% άνοδον κατά το 1967 και κατά 8% περίπου εντός του 1968. Η σημειωθείσα αυτή άνοδος κατά 13% περίπου της τελευταίας διετίας κατατάσσει την Ελλάδα εις την τετάρτην θέσιν, εξ επόψεως ρυθμού αυξήσεως της βιομηχανικής παραγωγής, μεταξύ όλων των χωρών-μελών του Ο.Ο.Σ.Α. Οι εξαγωγές βιομηχανικών και βιοτεχνικών προϊόντων, κατά το 1968, ήσαν διπλάσιαι τού 1966 και κατά 33% υψηλότεραι τού 1967. Επίσης, να αναφέρουμε εν τάχει: την Κατασκευή Φραγμάτων Ηλεκτροπαραγωγής, την επέκταση Θερμοηλεκτρικών Μονάδων, την Κατασκευή Αεροδρομίων, τα Αρδευτικά Έργα τα νέα Δικαστικά Μέγαρα, τις Επεκτάσεις Νοσοκομείων, την έναρξη κατασκευής Πανεπιστημιουπόλεων και φυσικά την ευρεία επέκταση του Ηλεκτροφωτισμού.

 

Τα παραπάνω δεν αγιοποιούν το στρατιωτικό καθεστώς αλλά επιδιώκουν να προσφέρουν μια σφαιρική γνώση και να τονίσουν τη σημασία των έργων υποδομών και κοινής ωφέλειας απλά αναφέρονται στη γενικότερη πολιτική του καθεστώτος. Δεν αναιρούν τις εξορίσεις ή τον περιορισμό των ατομικών ελευθεριών.

 

Πέμπτο ερώτημα: Ποια τα γεγονότα του Πολυτεχνείου;

 

Γύρω από το Πολυτεχνείο έχουν καλλιεργηθεί εκατοντάδες σύγχρονοι αστικοί μύθοι και φυσικά δεν αναφερόμαστε στους νεκρούς που πράγματι υπήρξαν. Το 1973 βρίσκει τον ηγέτη της δικτατορίας, Γεώργιο Παπαδόπουλο να έχει ξεκινήσει μια διαδικασία φιλελευθεροποίησης του καθεστώτος, η οποία συμπεριλάμβανε την αποφυλάκιση των πολιτικών κρατουμένων και την μερική άρση της λογοκρισίας, καθώς και υποσχέσεις για νέο σύνταγμα και εκλογές στις 10 Φεβρουαρίου 1974 για επιστροφή σε πολιτική διακυβέρνηση. Στελέχη της αντιπολίτευσης, μπόρεσαν έτσι να ξεκινήσουν πολιτική δράση ενάντια της χούντας. Η πρώτη μαζική δημόσια εκδήλωση διαμαρτυρίας ενάντια στη χούντα ήρθε από τους φοιτητές στις 21 Φεβρουαρίου 1973.

 

Οι αναταραχές ξεκίνησαν λίγο νωρίτερα, στις 5 Φεβρουαρίου, όταν οι φοιτητές του Πολυτεχνείου αποφάσισαν αποχή από τα μαθήματά τους. Στις 13 Φεβρουαρίου γίνεται διαδήλωση μέσα στο Πολυτεχνείο. Στις 14 Νοεμβρίου 1973 φοιτητές του Πολυτεχνείου αποφάσισαν αποχή από τα μαθήματα και άρχισαν διαδηλώσεις εναντίον του βάναυσου στρατιωτικού καθεστώτος.  Από τις 14 Νοεμβρίου μέχρι και τις 17 Νοεμβρίου (και πιο περιορισμένα μέχρι τις 18 Νοεμβρίου) στήνονται οδοφράγματα και διεξάγονται οδομαχίες μεταξύ εξεγερμένων και αστυνομίας. Στις 3 π.μ. της 17ης Νοεμβρίου, και ενώ οι διαπραγματεύσεις για ασφαλή αποχώρηση των φοιτητών είναι σε εξέλιξη, αποφασίζεται από την μεταβατική κυβέρνηση η επέμβαση του στρατού και ένα από τα τρία άρματα που είχαν παραταχθεί έξω από τη σχολή, γκρεμίζει την κεντρική πύλη. Στο σημείο αυτό να σημειώσουμε το σχέδιο φιλελευθεροποίησης.Το σχέδιο φιλελευθεροποίησης ήταν μια πρωτοβουλία του Γεωργίου Παπαδόπουλου από το 1970 έως το 1973 σύμφωνα με το οποίο θα διεξάγονταν εκλογές με την συμμετοχή των προδικτατορικών κομμάτων αλλά και νέων, ώστε ο ίδιος να παραδώσει την εξουσία εξασφαλίζοντας το πολιτικό του μέλλον ως πρόεδρος της «Δημοκρατίας». Το σχέδιο ανέλαβε να υλοποιήσει η κυβέρνηση Μαρκεζίνη. Τα πρώτα σημάδια φιλελευθεροποίησης εμφανίστηκαν το 1970 με την συγκρότηση της Συμβουλευτικής Επιτροπής, ενός μικτού νομοθετικού οργάνου που είχε προκύψει αφενός από μέλη διορισμένα κατευθείαν από τον Παπαδόπουλο, αφετέρου από εκλεγμένους αντιπροσώπους επαγγελματικών οργανώσεων (ελεγχόμενων από την κυβέρνηση), μετά από επιλογή της κυβέρνησης.

 

Στις 8 Οκτωβρίου 1973 διορίζει πολιτική κυβέρνηση υπό τον Σπύρο Μαρκεζίνη με σκοπό να προπαρασκευάσει βουλευτικές εκλογές για τις 10 Φεβρουαρίου 1974. Ο Μαρκεζίνης θα έδινε συνέντευξη τύπου για τις προγραμματισμένες εκλογές στις 26 Νοεμβρίου 1973. Ο πολιτικός κόσμος αντέδρασε έντονα στο σχέδιο φιλελευθεροποίησης, το οποίο χαρακτηρίστηκε από αρκετούς ως «φιάσκο». Το ΚΚΕ αρνήθηκε να συμμετάσχει ενώ το ΚΚΕ Εσωτερικού δέχτηκε. Το πραξικόπημα Ιωαννίδη ανέτρεψε την Κυβέρνηση Σπύρου Μαρκεζίνη 1973 ενάμιση μήνα μετά την άνοδό της στην εξουσία και σταμάτησε την υλοποίηση του σχεδίου. Στις 17 Νοεμβρίου 1973 και εξ αιτίας της γενίκευσης και επέκτασης των γεγονότων του Πολυτεχνείου, κηρύχθηκε στρατιωτικός νόμος σε ολόκληρη τη χώρα. Οκτώ μέρες αργότερα (25 Νοεμβρίου 1973) ανατράπηκε ο Γεώργιος Παπαδόπουλος μετά από πραξικόπημα του Ιωαννίδη και συμπαρέσυρε ολόκληρη την κυβέρνηση Μαρκεζίνη. Την διαδέχθηκε στις 25 Νοεμβρίου 1973 η Κυβέρνηση Αδαμαντίου Ανδρουτσόπουλου 1973.

 

Τέλος, δεν μπορεί να αποκλειστεί το γεγονός της αναφοράς μας στους νεκρούς του Πολυτεχνείου. Δύο είναι τα πλέον αξιόπιστα στοιχεία: το πόρισμα Τσεβά και το πόρισμα Σαμπάνη. Το πρώτο επιστημονικό πόρισμα το οποίο εν συνεχεία αποδέχθηκαν όλοι οι ιστορικοί ερευνητές και που αναφέρει με σαφήνεια ότι μέσα στο Πολυτεχνείο κατά την διάρκεια της επιχείρησης εκκένωσής του δεν σκοτώθηκε ούτε ένας άνθρωπος. Αντίθετα περιγράφει με εξαιρετική ακρίβεια τους φόνους που έγιναν σε απόσταση περίπου 500 μέτρων από το Πολυτεχνείο, κυρίως από τους φρουρούς του υπουργείου Δημόσιας Τάξης και από τις στρατιωτικές περιπόλους, με αποτέλεσμα συνολικά 12 νεκρούς. Μετά το 1981, η κυβέρνηση του Α. Παπανδρέου, κατόπιν εντολής του τότε υπουργού Δημόσιας τάξεως Γ. Σκουλαρίκη, επαναφέρει στην ενεργό υπηρεσία και το βαθμό του αστυνομικού διευθυντή τον Γεώργιο Σαμπάνη (είχε αποταχθεί από το καθεστώς Παπαδόπουλου), ο οποίος αναλαμβάνει να κάνει έρευνα και να συντάξει πόρισμα για τους νεκρούς του Πολυτεχνείου. Το πόρισμα (όπως και το πόρισμα Τσεβά) διαπιστώνει δώδεκα θύματα είτε με απευθείας βολές, είτε από αδέσποτες σφαίρες. Το «Πολυτεχνείο» ασφαλώς και δεν έριξε το στρατιωτικό καθεστώς. Η δικτατορία κατέρρευσε στις 23 Ιουλίου του 1974, αφού είχε ήδη προηγηθεί η τουρκική εισβολή στην Κύπρο. Ο Γκιζίκης και ο αντιστράτηγος Ντάβος, διοικητής του Γ' Σώματος Στρατού, κάλεσαν τον Κωνσταντίνο Καραμανλή να επιστρέψει στην Ελλάδα για να επαναφέρει τη δημοκρατική διακυβέρνηση.

 

Αυτά τα ολίγα εν κατακλείδι. Η περίοδος 1967- 1973 είναι μια σκοτεινή περίοδος. Τους καταπατητές του δημοκρατικού πολιτεύματος δεν μπορούμε να τους τιμούμε όμως οφείλουμε να βλέπουμε δίκαια και με ορθή κρίση τα γεγονότα και να τα εξετάζουμε μακριά από φανατισμούς παραδεχόμενοι τα όποια θετικά για τον τόπο έγιναν. Από την άλλη μεριά, δεν μπορούμε να αγνοούμε τις πολιτικές καριέρες που στήθηκαν μέσα σε μια νύχτα και που εκμεταλλεύτηκαν καταστάσεις προκειμένου να αποκομίσουν ατομικά οφέλη τα οποία ήταν εις βάρος του συλλογικού συμφέροντος. Το χειρότερο όλων είναι πως η μεταπολίτευση σημαδεύτηκε από το έντονο μίσος προς οτιδήποτε εθνικό, οτιδήποτε πατριωτικό. Οι Ένοπλες Δυνάμεις και τα Σώματα Ασφαλείας βρέθηκαν στο στόχαστρο της πολιτικής αντιπαράθεσης με την αριστερά να τις στοχοποιεί κατ' επανάληψη. Στις Ένοπλες Δυνάμεις επιβλήθηκε η κομματοκρατία χάριν της Δημοκρατίας, οι αξιωματικοί απομονώθηκαν από τα κέντρα λήψης αποφάσεων. Το Υπουργείο Εθνικής Άμυνας δεν αντιμετωπίστηκε από τις προηγούμενες κυβερνήσεις με τη δέουσα σοβαρότητα και υπευθυνότητα που του αρμόζει. Οι πολιτικοί της μεταπολίτευσης ευνούχησαν τους στρατιωτικούς με το πρόσχημα της δημοκρατικής σταθερότητας αντιμετωπίζοντας τους όχι ως τον σκληρό πυρήνα του κράτους αλλά σε μια ακόμα ομάδα δημοσίων υπαλλήλων. Το χείριστο όλων ήταν πως ποινικοποιήθηκαν από την αριστερά ιδέες, αντιλήψεις, απόψεις, πολιτικές τοποθετήσεις για την Άμυνα και την Ασφάλεια, τους πυλώνες ύπαρξης δηλαδή ενός κράτους.

Γιάννης Νικήτας 17/11/14

ΠΗΓΗ: defencenews.gr

Policenet.gr © | 2024 Όροι Χρήσης.
developed by Pixelthis