Επί 14 χρόνια ζούσε και παρίστανε τον ναρκομανή. Όμως ο σκοπός του ήταν να ανακαλύψει, να μάθει τα μυστικά, και εν τέλει να διαλύσει αυτόν τον σκοτεινό κόσμο. Δεκατέσσερα χρόνια μετά, όμως, ο αστυνομικός Νιλ Γουντς, λέει ένα πράγμα και μόνο: Χάσαμε τον πόλεμο κατά των ναρκωτικών.
Ο ίδιος μιλώντας στον βρετανικό Independent αποκαλύπτει ότι η ζωή του από το 1993 ήταν σαν ταινία του κινηματογράφου.
Όντας ένας από τους πρώτους του είδους του, βοήθησε να σχεδιαστεί και να εφαρμοστεί η στρατηγική και η εκπαίδευση για να μπορεί η αστυνομία να διεισδύει στα διαβόητα και βίαια κυκλώματα ναρκωτικών της Βρετανίας. Όμως με τον καιρό διαπίστωσε πως η δουλειά του έκανε την κατάσταση απλά χειρότερα. Οι εγκληματίες γίνονταν όλο και πιο βίαιοι όσο διαπίστωναν και κατανοούσαν τους τρόπους με τους οποίους δρούσε η αστυνομία. Τα ναρκωτικά γίνονταν πιο σκληρά και περισσότερο διαθέσιμα, ενώ παράλληλα οι θάνατοι που σχετίζονταν με αυτά πολλαπλασιάζονταν.
Η ζωή του, πέρασε από πολλές φάσεις. Η πρώτη του επιχείρηση ήταν εύκολη. Είχε τοποθετηθεί σε μια περιοχή όπου οι διακινητές θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν «ερασιτέχνες». Δεν περίμεναν στρατηγική αντιμετώπιση από τις Αρχές. Ακόμη και εάν ο ίδιος ήταν φοβισμένος στην αρχή, στο τέλος πετύχαινε το σκοπό του. Αυτό όμως δεν σήμαινε πως οι διακινητές δεν μάθαιναν από τα λάθη τους. Η εκμάθηση αυτή τον έφερε πρόσωπο με πρόσωπο με ένα σπαθί μέσα στη νύχτα. «Ο διακινητής από τον οποίο αγόραζα ηρωίνη με απείλησε με ένα σπαθί λέγοντας ότι είμαι μπάτσος», είπε στην βρετανική εφημερίδα ο Γούντς. «Πάγωσα. Νόμιζα ότι θα με σκότωνε. Δευτερόλεπτα μετά, άκουσα μια γυναικεία φωνή και μια τύπισσα βγήκε από τον κήπο και εμφανίστηκε λέγοντας του γελώντας: ‘προς στιγμή νόμισα ότι θα σου έλεγε ότι είναι μπάτσος’. Εκεί κατάλαβα ότι με ‘έκοβε’ εκείνος. Ή απλά ήθελε να δοκιμάσει το καινούριο του σπαθί…».
Όσο οι διακινητές γίνονταν πιο βίαιοι απένταντι στις δράσεις της Αστυνομίας, άρχισαν να στοχεύουν τις κοινότητες μέσα στις οποίες ζούσαν και κινούνταν οι κρυφοί αστυνομικοί. Δεν στόχευαν μόνο σε εκείνους όμως. Ήθελαν να τρομοκρατήσουν και τους πληροφοριοδότες τους.
Το μυστικό του ήταν πάντα στην παραπλάνηση. Έτσι θεωρούσε ότ μπορεί να ξεφύγει κανείς αποτελεσματικά από τον κίνδυνο. «Εάν κοιτάς τους λύκους στα μάτια με θράσσος, θα αιφνιδιαστούν και θα έχεις όσο χρόνο χρειάζεσαι για να ξεφύγεις. Εάν αρχίσεις να τρέχεις, τότε θα σε πιάσουν και θα σε φάνε», λέει καθώς θυμάται ένα περιστατικό το 2001 όταν οι διακινητές που του πουλούσαν ηρωίνη βρήκαν επάνω του μια κάμερα. «Ένας από αυτούς είχε υποψίες για μένα. Εγώ έφυγα με αργές κινήσεις και τον άκουγα να φωνάζει ‘είναι μπάτσος ρε’. Ο δικός μου άρχισε να τρέχει κοντά μου. Σκέφτηκα, πως εδώ την πάτησα. Όμως μου είπε, ‘μη του δίνεις σημασία, του είπα ότι είσαι εντάξει’. Και μου έδωσε την πρέζα. Ο άλλος φώναζε ακόμη. Λίγο μετά άκουσα λάστιχα να τσιρίζουν από πίσω μου. Μάλλον ο ‘άλλος’ τον είχε πείσει. Κατάφερα να ξεφύγω και πήγα σε ένα κρυσφύγετο. Εκεί ανέφερα στις ειδικές υπηρεσίες τι είχε συμβεί. Ένας από αυτούς μου είπε, ‘απορώ για δεν δεν σε πυροβόλησαν. Τυχερός θα ήσουν’. Ήμουν, όντως, τυχερός πολλές φορές».
Με την οικογένειά του είχε σχέσεις μόνο τα Σαββατοκύριακα. Πλέον, δεν μπορεί να κατοικήσει κοντά σε καμία από τις περιοχές που είχε δουλέψει, καθώς αυτό είναι εξαιρετικά επικίνδυνο. Όλοι γύρω του τον γνώριζαν με ψεύτικο όνομα. Και πάλι όμως είναι σίγουρος: Ό,τι έκανε, έφερε αντίθετο αποτέλεσμα.
Όταν ξεκίνησε να μπαίνει στον κόσμο των νακρωτικών θεωρούσε ότι οι τοξικομανείς έκαναν το λάθος να πέσουν στα ναρκωτικά και δεν είχαν την θέληση για να ξεκόψουν. Όμως, όπως λέει, περνώντας χρόνο μαζί τους διαπίστωσε πως ήταν μια πράξη αυτοΐασης από κάποιο παιδικό τραύμα. Ακόμη κατάλαβε πως οι άνθρωποι αυτοί δεν ήταν εγκληματίες όπως τους αντιμετώπιζε ο νόμος, αλλά είχαν βρεθεί στα διασταυρούμενα πυρά του κράτους και των εμπόρων.
«Εγώ (σημ: οι αρχές) φταίω που οι διακινητές γίνονταν βίαιοι», δηλώνει, λέγοντας πως έχει κλείσει στη φυλακή για περισσότερα από χίλια χρόνια εμπόρους ναρκωτικών και το μόνο εμφανές αποτέλεσμα ήταν να μείνει η ηρωίνη δυο ώρες απούλητη στο δρόμο. «Κατόπιν η διακίνηση γίνεται πιο επιθετική και ο λόγος για τον οποίο οι πολιτικές έχουν αποτύχει είναι γιατί δεν μπορούν να επηρρεάσουν την ζήτηση».
Ο Νιλ Γουντς ίδρυσε την Βρετανία την LEAP (Law Enforcement Against Prohibitions - μτφ.: Δυνάμεις Ασφαλείας Ενάντια στις Απαγορεύσεις), μια κίνηση που ξεκίνησε από τις ΗΠΑ. Μαζί του συντάχθηκαν αρκετά πρώην στελέχη των δυνάμεων ασφαλείας και δικαιοσύνης, όπως και πρώην πράκτορες της ΜΙ5, που είχαν διαπιστώσει τον τρόπο με τον οποίο τα καρτέλ των ναρκωτικών χρηματοδοτούν την τρομοκρατία.
Η απάντηση για αυτούς πλέον είναι να δημιουργηθεί νομικό πλαίσιο για τα ναρκωτικά και ώστε να φύγει ο έλεγχός τους από τη μαφία που κερδίζει από αυτά 7 δισεκατομμύρια λίρες το χρόνο. Χωρίς να επιδιώκουν απόλυτη απελευθέρωση των ναρκωτικών, βλέπουν την αποποινικοποίησή τους ως τη μόνη λύση για να αποφευχθούν οι θάνατοι και η εμπλοκή των νέων ανθρώπων με το έγκλημα.