Οι Aθανάσιος Δρακόπουλος, 47 ετών και Διονύσιος Aλεβιζόπουλος, 49 ετών υπέκυψαν άμεσα στα τραύματά τους, ενώ τραυματίστηκε σοβαρά και ένας ειδικός φρουρός του υπουργείου Δικαιοσύνης, ο Ανδρέας Φυσέκης, 33 ετών.
«Δεν έχω κάτι προσωπικό με τους ανθρώπους, αν δεν ήθελαν να με συλλάβουν δεν θα σκότωνα κανέναν από αυτούς. Απλά οι αστυνομικοί πρέπει να πεθαίνουν, όπως και οι ίδιοι σκοτώνουν πριν δώσουν την ευκαιρία της απολογίας. Σκοτώνουν γιατί έτσι τους αρέσει», είχε πει σε συνέντευξη του μέσα από τις φυλακές υψίστης ασφαλείας στη Ρουμανία.
Γεννήθηκε στις 9 Μαρτίου 1975, όταν ο πατέρας του ήταν μόλις 17 ετών, ενώ η μητέρα του, η Ρουμάνα Μαρία Αυγούστα, πέθανε έξι χρόνια αργότερα. Ο ίδιος ονειρευόταν να γίνει καπετάνιος.
Το 1990 φοιτούσε στη Ναυτική Σχολή στις Οινούσσες αλλά γρήγορα παρουσίασε παραβατική συμπεριφορά. Διέπραξε πολλές κλοπές, οι οποίες μετά από ένα διάστημα πύκνωναν με αποτέλεσμα η κοινωνία του νησιού να αντιδράσει.
Ο ανήλικος τότε μαθητής, κυκλοφορούσε με πολλά χρήματα τα οποία επιδείκνυε με αγορές και σπατάλες. Αυτό κίνησε τις πρώτες υποψίες. Λίγο αργότερα συνελήφθη και οδηγήθηκε στις φυλακές. Ο εισαγγελέας του είχε πει «καλύτερα επαίτης, παρά κλέφτης».
Ακολούθησε την προτροπή του δικαστικού και δεν δίστασε να ζητιανέψει, χωρίς να έχει ανάγκη από τα χρήματα. Η αστυνομία που πλέον τον είχε υπό στενή παρακολούθηση τον συνέλαβε ξανά και αυτή τη φορά καταδικάστηκε σε 5ετη φυλάκιση.
Ο «ληστής με το καλσόν»
Όταν βγήκε από την φυλακή, πήγε φαντάρος. Υπηρέτησε στο 29ο Σύνταγμα Πεζικού, στην Κομοτηνή, εκεί πέρα από τις κλοπές που έκανε εντός στρατοπέδου, κατέχοντας πλέον την «τέχνη» του ληστή, έμπαινε και άδειαζε σπίτια, παίρνοντας κυρίως μετρητά.
Ήταν ο «ληστής με το καλσόν», που έτρεμε ολόκληρη η Κομοτηνή. Τον έπιασαν, πέρασε στρατοδικείο, όμως κατάφερε να αποδράσει από την Αυλώνα και να έρθει στην Αθήνα. Το 1996, λήστεψε υπό την απειλή όπλου μία γυναίκα που πουλούσε φρούτα στον ηλεκτρικό σταθμό της Kαλλιθέας, ακολούθησε καταδίωξη από αστυνομικούς, εναντίον των οποίων δεν δίστασε να πυροβολήσει. Τελικά συνελήφθη επί τόπου.
Eκτίοντας την ποινή του στις φυλακές Kασσάνδρας, στη Xαλκιδική, γνωρίστηκε με τον Pουμάνο Nικολάε Γκόρεα.
Στις 4 Δεκεμβρίου του 1999 αποφυλακίσθηκε και ένωσε τις δυνάμεις του με τον Ρουμάνο και έναν άλλο ομοεθνή του, Iον Bασίλι. Σύμφωνα με την Ελληνική Αστυνομία, από τις 31 Iανουαρίου έως τις 17 Φεβρουαρίου του 2000 πραγματοποίησαν από κοινού ληστείες σε ξενοδοχεία, ανταλλακτήρια συναλλάγματος και ταξιδιωτικά γραφεία στο κέντρο της Aθήνας.
Η συμπλοκή με αστυνομικούς στην Πλατεία Βάθη
Σύμφωνα με το ρεπορτάζ της εφημερίδας «Τα Νέα», όλα άρχισαν στις 19 Φεβρουαρίου 2000.
Ένα τυχαίο μπλόκο, ένας έλεγχος ρουτίνας ανδρών της ομάδας «Σίγμα» της Άμεσης Δράσης, στην πλατεία Βάθη κατέληξε σε αιματηρή συμπλοκή. Οι τρεις νεαροί, δυο Ρουμάνοι και ένας Έλληνας δέχτηκαν χωρίς να προβάλλουν κάποια αντίσταση τον έλεγχο των αστυνομικών. Ήταν όμως αποφασισμένοι να μετατρέψουν την οδό Μαιζώνος, σε πεδίο μάχης.
Με αυτόματα όπλα γάζωσαν το πλήρωμα του περιπολικού, ρίχνοντας βολές κατά ριπάς.
Από την συμπλοκή τραυματίστηκαν στα χέρια και στα πόδια οι αστυνομικοί Παναγιώτης Πολύχρονος και Προκόπης Βλάσης. Τα αλεξίσφαιρα γιλέκα αποδείχτηκαν σωτήρια. Στην οδό Μαιζώνος έπεσε νεκρός ο Ρουμάνος Βασίλε Ίον, ενώ διέφυγαν την σύλληψη ο Κώστας Πάσσαρης και ο φίλος του Νικολάι Γκορέα.
Τα στοιχεία του κακοποιού έγιναν γνωστά από τον ίδιο την επόμενη μέρα. Μέσω ραδιοφώνου ανέλαβε την ευθύνη για την επίθεση στον αστυνομικό τμήμα Μάνδρας και απειλούσε ότι θα εκδικηθεί τον θάνατο του συνεργού του.
Στις 22 Φεβρουαρίου η αστυνομία τον συλλαμβάνει σε μπαρ της πλατείας Αμερικής, ύστερα από στενή παρακολούθηση.
Ο Πάσσαρης δεν πρόλαβε να χρησιμοποιήσει το όπλο του. Κατά τις ανακρίσεις, σύμφωνα με το ρεπορτάζ κατονόμασε τον δεύτερο συνεργό του Νικολάε Γκορέα, ο οποίος συμμετείχε στην αιματηρή συμπλοκή της πλατείας Βάθης.
Λίγες ώρες αργότερα ο Γκορέα έπεσε νεκρός από αστυνομικά πυρρά, στην παλτεία της Πετρούπολης. Ο Πάσσαρης υπέστη σοκ στο άκουσμα της είδησης του θανάτου του αδερφικού του φίλου, που γνώρισε στα 15 του στις φυλακές της Κασσαβέτειας, γεγονός που τον οδήγησε στο Γενικό Κρατικό Νοσοκομείο, ύστερα από επαναλαμβανόμενα αιτήματα για επιληπτικές κρίσεις.
Ένα χρόνο αργότερα, ο Πάσσαρης έστησε το δολοφονικό σκηνικό, για να εκδικηθεί, εις βάρος των αστυνομικών που τον συνόδευαν.
O Πάσσαρης την ημέρα της μεταγωγής του έχει συμπληρώσει περίπου ένα χρόνο συνεχόμενου εγκλεισμού. Αν και ανήκε στην κατηγορία των επικίνδυνων κρατουμένων, επιβιβάστηκε στο υπηρεσιακό όχημα που θα τον οδηγούσε στο νοσοκομείο, χωρίς κανένα σωματικό έλεγχο.
Ο ειδικός φρουρός Ανδρέας Φυσέκης, που τον συνόδευε περιγράφει τι συνέβη:
«Πήγαινα μπροστά για τις πληροφορίες. Πίσω μου ακολουθούσαν ο κρατούμενος και οι δύο αρχιφύλακες. Ξαφνικά ακούω μπαμ-μπαμ, γυρνάω· είδα τον κρατούμενο να στρέφει πάνω μου ένα όπλο φορώντας χειροπέδες. Μετά δέχτηκα τις σφαίρες και δεν θυμάμαι τίποτε άλλο».
Οι δύο αστυνομικοί έπεσαν νεκροί κι ο Πάσσαρης εξαφανιζόταν τρέχοντας προς άγνωστη κατεύθυνση. Για τον Φυσέκη, που επιβίωσε τελικά, ο Πάσσαρης είπε αργότερα σε τηλεοπτική συνέντευξη: «Χαίρομαι που επιβίωσε ο Φυσέκης, γιατί δεν γνώριζα ότι ήταν σωφρονιστικός υπάλληλος. Ήταν χειμώνας, φόραγαν τζάκετ κι είχα κάθε λόγο να υποθέσω ότι ήταν οπλισμένος. Θα πρέπει κάποια στιγμή να βγει και να πει την αλήθεια».
Η γκάφα των αστυνομικών στην κρυψώνα του Ν.Κόσμου
Στα τέλη Ιουνίου 2001 η ΕΛ.ΑΣ. έκανε έφοδο σε ένα διαμέρισμα στον Νέο Κόσμο, στην οδό Ιππάρχου 52-54, όπου σύμφωνα με πληροφορίες που αποδείχθηκαν αληθινές υπήρχαν όπλα, χειροβομβίδες, ασύρματοι, λίστες με τις συχνότητες της Αστυνομίας και ναρκωτικά. Εκεί συλλαμβάνουν επί τόπου τον 24χρονο Δημήτρη Πολυδωρόπουλο, πρώην κρατούμενο. Κατά τη διάρκεια της ανάκρισης προκύπτει ότι ο Πολυδωρόπουλος, όχι μόνο υπήρξε συγκρατούμενος του Πάσσαρη, αλλά ήταν και συγκάτοικοι.
Αμέσως οργανώθηκε γιγαντιαία επιχείρηση σύλληψης του δραπέτη και το απόγευμα της 31ης Ιουλίου 2001 επιστρατεύθηκαν περισσότεροι από εκατό αστυνομικοί.
Μετά από πολύωρη αναμονή, γύρω στις 23:00 δόθηκε το σήμα: «‘Αγνωστο και ύποπτο άτομο πλησιάζει την είσοδο της πολυκατοικίας». Δευτερόλεπτα μετά, αφού μπήκε κλειδί στην πόρτα, ακούστηκε η φράση: «Δημήτρη, τι έγινε;».
Οι αστυνομικοί φώναξαν από μέσα, πριν καν μπει στο διαμέρισμα: «Αστυνομία! ακίνητος».
Ο άγνωστος έκλεισε την πόρτα και την ίδια στιγμή ο ένας αστυνομικός πυροβόλησε διαδοχικά πίσω από την πόρτα. Μια σφαίρα τον πέτυχε το πόδι, αλλά τράπηκε σε φυγή. Κατέβηκε τους δύο ορόφους και εξαφανίστηκε προς την οδό Εκαταίου.
Η φυγή στη Ρουμανία
Ο Πάσσαρης, στα μέσα Σεπτεμβρη του 2001 διέφυγε με πλαστό διαβατήριο για τη Ρουμανία όπου συνέχισε τη δράση του στην παρανομία με το συνεργό του Πόπα. Τα ξημερώματα της 25ης Nοεμβρίου του 2001, κατά τη διάρκεια μιας ληστείας σε ανταλλακτήριο συναλλάγματος του Βουκουρεστίου, σκότωσε τον ιδιοκτήτη κι έναν υπάλληλο, αφαίρεσε 16.000 δολάρια, όμως έχασε το κινητό του τηλέφωνο. Οι Ρουμάνοι αστυνομικοί που έφτασαν επί τόπου βρήκαν εύκολα τους τελευταίους αριθμούς που είχε καλέσει ο Πάσσαρης και συνέλαβαν σχεδόν αμέσως έναν ύποπτο, που αποδείχθηκε ότι είχε σχέση με κυκλώματα μαστροπείας.
Εκείνος, γνωρίζοντας ότι είχε χάσει το κινητό του και υποπτευόμενος παρακολούθηση του δεύτερου τηλεφώνου του από την αστυνομία, προσπάθησε να παραπλανήσει τον γνωστό του λέγοντάς του ότι βρίσκεται εκτός Βουκουρεστίου.
Οι Ρουμάνοι όμως κατάφεραν να εντοπίσουν ότι βρισκόταν σε συγκεκριμένο διαμέρισμα και αποφάσισαν την επιτυχή – τελικά – έφοδο. Αφού συνελήφθη και παρέμεινε υπόδικος για αρκετούς μήνες, τελικά, στις 30/7/03 οδηγήθηκε σε δικαστήριο του Bουκουρεστίου και του επιβλήθηκε η ποινή της ισόβιας κάθειρξης (δις) για τη ληστεία και τη διπλή ανθρωποκτονία.
Σήμερα ο Κώστας Πάσσαρης μέσα την φυλακή της Ρουμανίας δηλώνει μετανιωμένος και αφοσιωμένος στο Θεό.
Υποστηρίζει ότι άλλαξε τρόπο σκέψης και θέλει να ζητήσει συγγνώμη από τις οικογένειες των θυμάτων. Σύμφωνα με τον πνευματικό του, πατέρα Γερβάσιο, ο Πάσσαρης είναι αυτό που είναι, όμως είναι δικαίωμα του κάθε ανθρώπου μέσα από την περισυλλογή και την πίστη του να μετανοεί. Ο ιερωμένος, είναι στο πλευρό του Πάσσαρη αρκετά χρόνια και δηλώνει ότι ο κακοποιός, δεν γνώρισε ποτέ την αγάπη της μάνας, μεγάλωσε μόνος και κατέληξε να είναι το «αγρίμι των Βαλκανίων».
Διαβάστε περισσότερα στο mixanitouxronou.gr