Παράκαμψη προς το κυρίως περιεχόμενο
Εικόνα
15:44 | 18/04/2016

Δημοσίευση κειμένου του Αντιστράτηγου της ΕΛ. ΑΣ. ε.α. Νικόλαου Μπλάνη* που αναρτήθηκε στη σελίδα του policenet.gr στο facebook

 

"Agent provocateur: Η συγκεκαλυμμένη δράση αστυνομικών (under cover agents) και η αστυνομική παγίδευση (entrapment).

1. Αποτελεί συνηθισμένη αστυνομική πρακτική διεθνώς, αστυνομικοί ή άλλα αρμόδια όργανα να εμφανίζονται ως υποψήφιοι αγοραστές ή μεταφορείς ή εν γένει ενδιαφερόμενοι για τη διακίνηση, φύλαξη ή διάθεση ναρκωτικών, προκειμένου να αποκαλύψουν και να εξαρθρώσουν εγκληματική οργάνωση, Στην περίπτωση αυτή οι πράξεις των οργάνων δεν είναι άδικες και δεν τιμωρούνται σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 25Β του ν. 1987/1987.

2. Η ανακριτική διείσδυση αποτελεί ένα από τα επαχθέστερα ανακριτικά μέτρα για την αντιμετώπιση του οργανωμένου εγκλήματος . Η οριοθέτησή της είναι ασφαλώς ένα δύσκολο και επίπονο νομικό ζήτημα , όπως είναι ασφαλώς και η αντίστοιχη διάκριση της νόμιμης ανακριτικής διείσδυσης από την «παράνομη» παγίδευση του προσώπου κατά του οποίου διενεργείται. Οι κίνδυνοι που ελλοχεύουν για τα ατομικά δικαιώματα και ελευθερίες είναι πολλοί, για αυτό και το μέτρο αυτό πρέπει να διατάσσεται και να διενεργείται με φειδώ και περίσσεια σύνεση μόνο σε συγκεκριμένες εξατομικευμένες περιπτώσεις και υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις, με απόλυτο σεβασμό στην αρχή της αναγκαιότητας (ως ειδικότερη έκφανση της αρχής της αναλογικότητας), αφού το μέτρο αυτό πρέπει να είναι το «έσχατο καταφύγιό» μας για την κατάληψη του δράστη τη στιγμή που τελεί μια αξιόποινη πράξη ή τη συλλογή αποδεικτικού υλικού για την αντιμετώπιση του οργανωμένου εγκλήματος.

3. Θεωρία και νομολογία (απόφαση του ΕΔΔΑ στην υπόθεση Teixeira de Castro v. Portugal της 9-6-98) όμως ομοφωνούν ότι, η υπό συζήτηση συγκεκαλυμμένη δράση είναι ανεκτή μόνον εντός των ορίων που θέτουν οι αρχές του κράτους δικαίου και ότι, επομένως, το κράτος δεν επιτρέπεται να εξωθεί με αθέμιτα μέσα πολίτες στο έγκλημα, προκειμένου εν συνεχεία να τους καταδιώξει. Η δράση του agent provocateur θεωρείται γι΄ αυτό ως μη σύννομη .

4. Οι παρακάτω έξι βασικές και (κατά το μάλλον ή ήττον) κοινώς αποδεκτές αρχές πρέπει να διέπουν τη συγκεκαλυμμένη δράση αστυνομικών ή εμπίστων ιδιωτών που έχει ως στόχο την παράνομη διακίνηση ναρκωτικών :

α. Η συγκεκαλυμμένη δράση πρέπει να περιορίζεται στις σοβαρές επιπτώσεις διακίνησης ναρκωτικών και κυρίως σε αυτές που εντάσσονται στην οργανωμένη εγκληματικότητα.

β. Αφετηρία της συγκεκαλυμμένης δράσης πρέπει να είναι η εύλογη υπόνοια ότι έχει τελεστεί ή εύλογη εκτίμηση ότι πρόκειται να τελεστεί αξιόποινη πράξη του προαναφερόμενου είδους. Αντιθέτως, δεν είναι επιτρεπτή η τυχαία αναζήτηση υπόπτων με την υποβολή αγνώστου αριθμού πολιτών σε τεστ αρετής με σκοπό την δοκιμασία της αντοχής τους στην αστυνομική πρόκληση.

γ. Οι σχετικές επιχειρήσεις πρέπει να διεξάγονται από τον έλεγχο και την εποπτεία εισαγγελικών ή/και δικαστικών αρχών. Η έλλειψη συνεχούς και αποτελεσματικού ελέγχου της δράσης των αστυνομικών στον ευαίσθητο αυτόν τομέα εγκυμονεί μέγιστο κίνδυνο για την ελευθερία και το δικαίωμα αυτοκαθορισμού των πολιτών και θάλπει την αστυνομική αυθαιρεσία, υποσκάπτοντας την ηθική αυθεντία του Κράτος και το κύρος της έννομης τάξης.

δ. Αναγκαία είναι η αξιόπιστη και πλήρης καταγραφή των ενεργειών των συγκεκαλυμμένα δρώντων προσώπων. Διαφορετικά, η δράση των αστυνομικών γίνεται ουσιαστικά ανεξέλεγκτη, εντεύθεν δε αποβαίνει πρακτικώς αδύνατη η αξιολόγηση της ευθύνης του εμπλεκόμενου (κατηγορουμένου) πολίτη από το δικαστήριο στο πλαίσιο της ποινικής διαδικασίας, αφού παραμένει άγνωστο τι ακριβώς μεσολάβησε μέχρις ότου ο πολίτης πεισθεί να δράσει εγκληματικά.

ε. Η συγκεκαλυμμένη δράση δεν επιτρέπεται να λαμβάνει την μορφή επιθετικής-πιεστικής συμπεριφοράς που δημιουργεί – αυτή το πρώτον – την εγκληματική απόφαση και εξωθεί τον πολίτη στο έγκλημα. Οι συγκεκαλυμμένα δρώντες αστυνομικοί ή ιδιώτες οφείλουν να μην αναλαμβάνουν πρωταγωνιστικό ρόλο, αλλά να επιδεικνύουν παθητική κατά το δυνατόν στάση, ανταποκρινόμενοι στις εγκληματικές πρωτοβουλίες του υπόπτου. Σε καμία περίπτωση δεν πρέπει οι αστυνομικοί να εισάγουν οι ίδιοι ναρκωτικές ουσίες στην κυκλοφορία, εμφανιζόμενοι ως πωλητές κ.λ.π. ναρκωτικών που έχουν στην κατοχή τους.

στ. Η υπέρβαση των ορίων της επιτρεπτής σύμφωνα με τα παραπάνω συμπεριφοράς εκ μέρους των αστυνομικών ή ιδιωτών, η δράση τους δηλαδή ως προβοκατόρων, πρέπει να συνδέεται με συνέπειες ουσιαστικού ή/και δικονομικού δικαίου, να λαμβάνεται δηλαδή σοβαρά υπ΄ όψιν στο πλαίσιο της ποινικής διαδικασίας.

5. Στις παραπάνω αρχές πρέπει να προσανατολίζεται η ερμηνεία του άρθρου 25 Β του ν.1729/1987, καθώς και οι προτάσεις για την συμπλήρωση και τη βελτίωση του υφιστάμενου νομικού πλαισίου.

6. Το αντικείμενο ρυθμίζεται από τις διατάξεις του άρθρου 253Α του Κ.Π.Δ. (όπως προστέθηκε με άρθρο 6 του ν.2928/2001 και τροποποιήθηκε με άρθρο 42 παρ. 2 του ν.3251/2004) που περιλαμβάνει και την ανακριτική διείσδυση στις ανακριτικές πράξεις επί εγκληματικών οργανώσεων και ορίζει ότι «η έρευνα μπορεί να συμπεριλάβει και τη διενέργεια ανακριτικής διείσδυσης, με την τήρηση των εγγυήσεων και της διαδικασίας των επόμενων παραγράφων και όπως κατά τα λοιπά η διείσδυση προβλέπεται στην παρ. 1 του άρθρου 25Β του ν.1729/1987, όπως ισχύει, και στην παρ. 1 του άρθρου 5 του ν.2713/1999, εφόσον η ανακριτική διείσδυση περιορίζεται στις πράξεις που είναι απολύτως αναγκαίες για τη διακρίβωση εγκλημάτων, την τέλεση των οποίων τα μέλη της οργάνωσης είχαν προαποφασίσει».

Οι ανακριτικές πράξεις σύμφωνα με την παρ. 2 του ιδίου άρθρου διεξάγονται μόνο :

α. Αν προκύπτουν σοβαρές ενδείξεις ότι έχει τελεσθεί αξιόποινη πράξη των παρ. 1 και 2 του άρθρου 187 ή αξιόποινη πράξη του άρθρου 187Α Π.Κ.

β. Αν η εξακρίβωση της εγκληματικής οργάνωσης ή η εξιχνίαση των τρομοκρατικών πράξεων του άρθρου 187Α είναι διαφορετικά αδύνατη ή η ιδιαιτέρως δυσχερής.

Τέλος, σύμφωνα με την παρ. 3 του ιδίου άρθρου, για τη διενέργεια των εν λόγω πράξεων απαιτείται βούλευμα του αρμοδίου δικαστικού συμβουλίου μετά από πρόταση του Εισαγγελέα. Σε εξαιρετικά επείγουσες περιπτώσεις την έρευνα μπορεί να διατάξει ο Εισαγγελέας ή ο Ανακριτής και εισαγάγουν το ζήτημα στο συμβούλιο μέσα σε προθεσμία τριών ημερών, διαφορετικά παύει να ισχύει αυτοδικαίως η σχετική διάταξη με τη λήξη της τριήμερης προθεσμίας.

7. Ενόψει της θέσπισης ήδη από το 2001 του άρθρου 253Α ΚΠΔ , η αστυνομική δράση που λαμβάνει τα χαρακτηριστικά της συμπεριφοράς του agent provocateur κατ’ άρθρο 46 παρ. 2 ΠΚ είναι παράνομη και δεν αίρεται ο άδικος χαρακτήρας της με καμία ερμηνευτική κατασκευή. Η αστυνομία δηλαδή είναι υποχρεωμένη να ακολουθήσει την διαδικασία του άρθρου 253Α ΚΠΔ για την καταπολέμηση του οργανωμένου εγκλήματος, της τρομοκρατίας και των λοιπών εγκλημάτων που αναφέρονται στην ανωτέρω διάταξη. Δυστυχώς , στην πράξη δεν αιτιολογείται η αστυνομική διείσδυση, όπως πρέπει. Ακόμη δεν υπάρχει νομοθετική πρόβλεψη που να κατοχυρώνει την τήρηση πρωτοκόλλων τεκμηρίωσης με τα αποτελέσματα της μυστικής αστυνομικής δράσης ή να μαγνητοφωνείται ή να βιντεοσκοπείται η αστυνομική επιχείρηση με σκοπό την αποφυγή αυθαιρεσιών. Επιπλέον, απουσιάζει παντελώς μια ρύθμιση για μεταγενέστερη ειδική ενημέρωση των θιγόμενων από τη μυστική αστυνομική δράση προσώπων. Οι ελλείψεις αυτές καθιστούν ακόμη πιο έντονο το πρόβλημα στην πράξη, όπου με τη γνωστή πρακτική μιας άδηλης αξιοποίησης από τα δικαστήρια ανώνυμων πληροφοριών που προέρχονται από τους κόλπους της αστυνομίας , η κατάσταση επιδεινώνεται.

8. Δύο είναι οι «ελληνικές» υποθέσεις σχετικά με την αστυνομική διείσδυση που απασχόλησαν το ΕΔΔΑ. Στη μια υπόθεση, Βλάχος κατά Ελλάδας (αρ. προσφ. 20643/06), το ΕΔΔΑ δε δέχθηκε παραβίαση του δικαιώματος για δίκαιη ποινική δίκη, αφού δε διέγνωσε αστυνομική παγίδευση. Δέχθηκε ειδικότερα ότι ο αστυνομικός προσποιήθηκε, ότι ενδιαφέρεται να αγοράσει παραχαραγμένα (πλαστά) αμερικανικά δολάρια, ότι ο κατηγορούμενος και προσφεύγων του έδειξε αμέσως τα πλαστά χαρτονομίσματα και ότι δεν υπήρξε αστυνομική πρόκληση, επειδή το έγκλημα είχε τελεσθεί ήδη πριν από την επαφή του κατηγορουμένου με τον αστυνομικό. Στην άλλη υπόθεση, Πυργιωτάκης κατά Ελλάδας (αρ. προσφ.15100/06) , το ΕΔΔΑ δέχθηκε παραβίαση του δικαιώματος σε δίκαιη δίκη εξαιτίας αστυνομικής παγίδευσης. Είχε προηγηθεί καταδίκη του προσφεύγοντος για διαμεσολάβηση σε πώληση ναρκωτικών ουσιών, αν και προβλήθηκε ο ισχυρισμός περί αστυνομικής παγίδευσης. Ο προσφεύγων έφερε σε επαφή τους δύο αστυνομικούς που δήθεν ενδιαφέρονταν για αγορά ναρκωτικών με τον πωλητή. Το εφετείο, ως δευτεροβάθμιο δικαστήριο επέβαλε στον προσφεύγοντα κάθειρξη 7 ετών, ενώ ο Άρειος Πάγος απέρριψε την αίτηση αναίρεσης, αφού αποφάνθηκε, ότι δεν υφίστατο υπέρβαση της επιτρεπόμενης συγκεκαλυμμένης δράσης του αστυνομικού στη συγκεκριμένη περίπτωση. Στη συνέχεια , έλαβε χώρα διαπίστωση εκ μέρους του ΕΔΔΑ παραβίασης του δικαιώματος σε δίκαιη δίκη εξαιτίας αστυνομικής παγίδευσης, δεδομένου ότι ο προσφεύγων εμφανίστηκε στην υπόθεση μόνο τη μοιραία ημέρα, ο ρόλος του περιοριζόταν στο να υποδείξει στους αστυνομικούς το μέρος όπου βρισκόταν ο πωλητής ναρκωτικών ουσιών, κατόπιν σχετικού αιτήματος ενός γνωστού του, δεν είχε ποινικό παρελθόν και οι αρχές δε διέθεταν ικανούς λόγους να υποπτεύονται ότι ενέχεται σε διακίνηση ναρκωτικών. Η καταδίκη της Ελλάδος στην υπόθεση Πυργιωτάκης ήταν λογική συνέπεια της αδιαφορίας που επιδεικνύει ο ΑΠ σχετικά με τη νομολογία του ΕΔΔΑ (και) στο συγκεκριμένο θέμα. Στο συμπέρασμα αυτό καταλήγουμε όχι μόνο γιατί ο ΑΠ αγνοεί σε αφηρημένο επίπεδο την οριοθέτηση της έννοιας της αστυνομικής παγίδευσης από το ΕΔΔΑ, αλλά και γιατί στον έλεγχο των κριτηρίων που χρησιμοποιούνται από τα δικαστήρια σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση ως προς την τυχόν ύπαρξη αστυνομικής παγίδευσης καθώς και στον έλεγχο της διαδικαστικής τύχης του σχετικού ισχυρισμού δεν ακολουθεί τις κατευθύνσεις του ΕΔΔΑ. Έτσι, δεν ακολουθείται πρώτα απ’ όλα η βασική αρχή του ΕΔΔΑ ότι η μυστική δράση των αστυνομικών, για να είναι νομιμοποιημένη, πρέπει να στηρίζεται εκάστοτε σε πολύ συγκεκριμένους και πειστικούς λόγους θεμελίωσης υπονοιών για την τέλεση αξιόποινων πράξεων από συγκεκριμένα πρόσωπα. Ειδικότερα, τα δικαστήρια της ουσίας δεν προχωρούν σ’ έναν ουσιώδη έλεγχο των πηγών πληροφόρησης της αστυνομίας, αρκούμενα στη γενική αναφορά για περιέλευση πληροφοριών σ’ αυτήν, που δίνει αφορμή για χρήση μυστικών αστυνομικών, και τούτο δεν ελέγχεται από τον ΑΠ."

 

 

* Νικόλαος Μπλάνης Αντιστράτηγος της ΕΛ. ΑΣ. ε.α. Επίτιμος προϊστάμενος του Κλάδου Οργλανωσης και Ανθρώπινου Δυναμικού/Α.Ε.Α./Υ.Δ.Τ. και Πτυχιούχος Νομικής Σχολής

Policenet.gr © | 2024 Όροι Χρήσης.
developed by Pixelthis