Παράκαμψη προς το κυρίως περιεχόμενο
Εικόνα
14:21 | 07/11/2021

 

Ο σκιτσογράφος που μισούσε τη βία κι έγινε κακοποιός

 

Οι αστυνομικοί δεν έκαναν λάθος όταν συνέδεσαν τις εκρήξεις στο Karstadt του Αμβούργου και στο Kaufhaus des Westens του Βερολίνου. Από πίσω πραγματικά βρισκόταν το ίδιο άτομο, ένας άτυχος 42χρονος γραφίστας από το Δυτικό Βερολίνο ονόματι Άρνο Φούνκε. Στα νιάτα του ονειρευόταν να γίνει σκιτσογράφος, κανείς όμως δεν ενδιαφερόταν για τα σκίτσα του. Για να ζήσει, έπρεπε να φτιάχνει πινακίδες ή να ζωγραφίζει αυτοκίνητα και μοτοσικλέτες.
 
Πότε όμως δεν είχε αρκετά χρήματα, έπασχε από κατάθλιψη και υποπτευόταν ότι αργά ή γρήγορα θα τον σκότωναν οι τοξικές εξατμίσεις που ήταν αναγκασμένος να αναπνέει στη δουλειά. Το 1988, η υπομονή του Φούνκε εξαντλήθηκε. Θεώρησε ότι άξιζε περισσότερα και ήθελε να ασχοληθεί με την τέχνη. Αυτό όμως απαιτούσε αρκετά χρήματα που δεν μπορούσε να βγάλει φτιάχνοντας πινακίδες. Τότε σκέφτηκε ότι μόνο κάποιο έγκλημα θα τον βοηθούσε να έχει μια πλούσια ζωή. Ποιο έγκλημα όμως;
Ο Φούνκε ήταν ένας φιλήσυχος άνθρωπος και μισούσε τη βία. Δεν ήθελε ούτε να σκοτώσει ούτε καν να χτυπήσει κάποιον. Εκτός από αυτό, το έγκλημα ήταν ένα μάλλον επικίνδυνο επάγγελμα ενώ ο ίδιος προτιμούσε να μη ρισκάρει. Έπειτα από πολλή σκέψη, ο Φούνκε κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η καλύτερη επιλογή ήταν ο εκβιασμός. Εάν υπήρχε σωστή προετοιμασία, τότε ο κίνδυνος μπορεί να ελαχιστοποιούνταν, ενώ δεν χρειάζονταν καν βίαιες πράξεις, αρκούσαν οι απειλές. Και το πιο σημαντικό, τα θύματά του δεν θα ήταν άνθρωποι, αλλά μεγάλες εταιρείες, για τις οποίες 100.000 μάρκα ή ακόμη κι ένα εκατομμύριο μάρκα δεν ήταν μεγάλα ποσά. Θεωρούσε ότι τέτοιες ληστείες μπορούσε να πραγματοποιήσει κάποιος χωρίς ιδιαίτερα προβλήματα.
«Κρίμα που επέλεξα τα πολυκαταστήματα ως στόχο μου. Οι τράπεζες το άξιζαν περισσότερο. Αλλά στην πραγματικότητα ήταν πιο εύκολο να απαιτεί κανείς χρήματα από καταστήματα» παραδέχτηκε ο Φούνκε χρόνια αργότερα σε συζήτηση με τον αρθρογράφο του περιοδικού «New Yorker» Τζεφ Μέις, ο οποίος έγραψε ένα άρθρο σχετικά με τις περιπέτειές του.

Τα 500.000 μάρκα που έλαβε ο Φούνκε από το Kaufhaus des Westens το 1988 δεν τα ξόδεψε στην τέχνη. Αρχικά πήγε στη Μεσόγειο Θάλασσα, στη συνέχεια στη Νότια Κορέα και κατέληξε στις Φιλιππίνες. Από εκεί επέστρεψε με μια πολύ μικρότερή του κοπέλα, την οποία παντρεύτηκε και απέκτησαν ένα παιδί.

Τρία χρόνια αργότερα, σχεδόν τίποτα δεν έμεινε από το τεράστιο ποσό και ο Φούνκε σκέφτηκε ένα νέο έγκλημα. Νοίκιασε μια καλύβα στα νοτιοανατολικά του Βερολίνου και έστησε ένα εργαστήριο. Κάθε μέρα πήγαινε εκεί δήθεν για να δουλέψει. Σχεδίασε την επιχείρηση στο Αμβούργο, ετοίμασε εκρηκτικά και συναρμολογούσε ηλεκτρονικά κομμάτια για να ελέγχει μαγνήτες.
Η πρώτη απόπειρα να πάρει χρήματα από την Karstadt του Αμβούργου ήταν αποτυχημένη. Παραλίγο να τον πιάσουν ενώ τα χρήματα που πήρε δεν ήταν καν αρκετά για να καλυφθούν τα έξοδά του. Επιπλέον, ο αστυνομικός που πήδηξε από το τρένο θα μπορούσε να είχε δει το πρόσωπό του. Μόνο η περούκα και τα γυαλιά ηλίου τον έσωσαν.
 
Ο Φούνκε όμως δεν το έβαλε κάτω. Συνέχισε να στέλνει επιστολές στην Karstadt και έκανε ακόμη μερικές προσπάθειες για να πάρει χρήματα. Σε κάθε συνάντηση αντί για υπάλληλοι του καταστήματος πήγαιναν αστυνομικοί, ο δράστης όμως κατάφερνε να ξεφεύγει, αν και, κατά κανόνα, με άδεια χέρια. Για τους αστυνομικούς κάθε συνάντηση με τον δράστη σήμαινε απογοήτευση και αποτυχία. Μάλιστα, σε μερικές από τις συναντήσεις συμμετείχαν δημοσιογράφοι τους οποίους προσκαλούσε το γραφείο Τύπου της αστυνομίας. Η αστυνομία ήθελε να τους δείξει τη σύλληψη ενός εγκληματία για να λάβει θετικές κριτικές από τον Τύπο. Αντίθετα, τα ΜΜΕ περιέγραφαν την αποτυχία της ξανά και ξανά.
Εν τω μεταξύ, τα σχέδια που ανέπτυσσε ο Φούνκε στο αχούρι του γίνονταν ολοένα και πιο περίπλοκα. Τον Απρίλιο του 1993, πρότεινε να βάλουν τις σακούλες με τα χρήματα σε ένα δοχείο με άμμο που χρησιμοποιούνταν για παγωμένους δρόμους και το οποίο βρισκόταν στην περιοχή Νόικελν του Βερολίνου. Η αστυνομία δεν ήξερε ότι το κουτί δεν είχε πάτο και κάτω από αυτό υπήρχε ένα στόμιο αποχέτευσης! Τη συγκεκριμένη ώρα, ο δράστης έφτασε στο κουτί μέσω του υπόγειου συστήματος αποχέτευσης και αφαίρεσε τις σακούλες. Οι αστυνομικοί που είχαν στήσει ενέδρα δεν είχαν ιδέα για το τι συνέβαινε μέχρι που ενεργοποιήθηκε ο αισθητήρας κίνησης που ήταν κρυμμένος στις σακούλες. Ώσπου να καταλάβουν τι είχε συμβεί, ο δράστης κατάφερε να διαφύγει με τον ίδιο τρόπο!
Κάτι παρόμοιο θα μπορούσαν να έχουν κάνει ήρωες των κινουμένων σχεδίων όπως ο Μπαγκς Μπάνι και ο Σκρουτζ. Φαινόταν απίστευτο ότι ένα τόσο απλό κόλπο θα λειτουργούσε στην πραγματικότητα. Λειτούργησε όμως! Κι ο δράστης πάλι κατάφερε να κοροϊδέψει την αστυνομία.

 

Ύποπτοι... οι φαν των κόμικ!

 

Ο αρχηγός της Αστυνομίας του Αμβούργου, Μικαέλ Νταλέκι, ήταν επικεφαλής της έρευνας για τον εντοπισμό του δράστη. Οι ντετέκτιβ του εργάζονταν ακούραστα, συγκέντρωσαν πάνω από 1.000 στοιχεία και ανέκριναν δεκάδες ανθρώπους, αλλά όλα ήταν μάταια. Οι προσπάθειές τους δεν έφεραν κανένα αποτέλεσμα και κανείς δεν γνώριζε καν εάν ο εκβιασμός ήταν η δουλειά ενός δράστη ή αν κυνηγούσαν μια ολόκληρη συμμορία.
Όλη η Γερμανία παρακολουθούσε τις φάρσες του δράστη, ο οποίος χάρη στους δημοσιογράφους πήρε το παρατσούκλι «Ντάγκομπερτ». Συζητούσαν για τις πράξεις του στα τηλεοπτικά κανάλια, κυκλοφορούσαν τραγούδια γι' αυτόν καθώς και μπλουζάκια με στάμπα «Εγώ είμαι ο Ντάγκομπερτ». Και προς απογοήτευση του Νταλέκι, οι πολίτες δεν ήταν με το μέρος της αστυνομίας. Σε πολλούς άρεσε η ηρεμία και η εφευρετικότητα του Ντάγκομπερτ και τον υποστήριζαν.
Ο Φούνκε γνώριζε την απροσδόκητη φήμη του, το παρατσούκλι όμως δεν του φαινόταν σωστό. Θεωρούσε ότι δεν έμοιαζε στον Ντάγκομπερτ-Σκρουτζ, αλλά σε έναν άλλον ήρωα των «Παπιοπεριπετειών», τον εκκεντρικό εφευρέτη Κύρο Γρανάζη.
Αρχικά, ο Νταλέκι σκέφτηκε ότι τα εγκλήματα είχαν πολιτικό υπόβαθρο και πως ριζοσπαστικοί αντίπαλοι του καταναλωτισμού στράφηκαν εναντίον της Karstadt. Στη συνέχεια, εμφανίστηκε μια νέα εκδοχή, όταν κάποιος ανακάλυψε ότι ο δράστης έπαιρνε ιδέες από τα κόμικς με τον Σκρουτζ. Σε έναν τεύχος όντως υπήρχε περιγραφή διαφυγής μέσω ενός κουτιού χωρίς πάτο, που ήταν τοποθετημένο πάνω από ένα φρεάτιο. Ως αποτέλεσμα αυτού άρχισαν... να υποψιάζονται τους φανατικούς θαυμαστές των «Παπιοπεριπετειών» στη Γερμανία!
Υπήρχαν φήμες ότι εκβιαστής ήταν ένας πρώην πράκτορας της Στάζι ή ένας αστυνομικός. Ακούγονταν αληθοφανείς. Για κάποιο χρονικό διάστημα, ο ίδιος ο Νταλέκι θεωρούσε ότι κάποιος από τους συναδέλφους του από το Βερολίνο θα μπορούσε να κρύβεται πίσω από το όνομα του Ντάγκομπερτ. Έτσι, μπορούσε να εξηγηθεί το γεγονός ότι κατάφερνε να ξεγελάει την αστυνομία τόσο εύκολα. Χρειαζόταν όμως αποδείξεις που δεν υπήρχαν.

Ωστόσο, ούτε ο Φούνκε τα πήγαινε καλά. Όσο κι αν προσπάθησε να αποφεύγει τον κίνδυνο και τη βία, στη ζωή δεν τα κατάφερνε πια. Τον Σεπτέμβριο του 1992, του φάνηκε ότι η αστυνομία δεν έπαιρνε πλέον στα σοβαρά τις απειλές του και δεν πίστευε ότι μπορούσε να κάνει κάποια σοβαρή πράξη. Για να δείξει ότι δεν αστειευόταν, ο Φούνκε έβαλε μια μικρή βόμβα σε υποκατάστημα της Karstadt στο Αννόβερο. Η έκρηξη έγινε το απόγευμα όταν υπήρχαν ακόμη πελάτες στο κατάστημα. Ο ίδιος είχε την ελπίδα ότι δεν θα υπήρχαν θύματα, δυστυχώς όμως δύο άνθρωποι τραυματίστηκαν ελαφρά.

 
Μερικές φορές από θαύμα κατάφερνε να αποφύγει την καταδίωξη. Μια μέρα ένας αστυνομικός σχεδόν τον έπιασε, την τελευταία στιγμή όμως γλίστρησε και ο Φούνκε κατάφερε να ξεφύγει με το ποδήλατό του. Άλλη μια φορά, οι αστυνομικοί έβαλαν μια εκρηκτική συσκευή μέσα στη σακούλα με τα χρήματα. Ο Φούνκε ένιωσε ότι κάτι δεν πήγαινε καλά και πάλι πρόλαβε να ξεφύγει, ήταν όμως καθαρά θέμα τύχης. Τελικά μια μέρα πήγε στο κατάστημα Conrad για να πάρει κάποια ανταλλακτικά για την επόμενη εφεύρεσή του και διαπίστωσε ότι μέσα υπήρχαν μεταμφιεσμένοι αστυνομικοί. Αποδείχθηκε ότι οι ειδικοί μελέτησαν τις κατασκευές του και ανακάλυψαν ότι πολλά από τα εξαρτήματα αγοράστηκαν από το Conrad. Όποτε η αστυνομία αποφάσισε να στήσει μια ενέδρα εκεί.
Τον Ιανουάριο του 1994 απέτυχε για άλλη μια φορά, και ίσως ήταν η πιο θεαματική προσπάθεια μεταφοράς χρημάτων. Σε μια επιστολή, ο εκβιαστής ζητούσε από την αστυνομία να φέρει 1,4 εκατομμύρια μάρκα σε μια εγκαταλελειμμένη σιδηροδρομική γραμμή του Βερολίνου. Στη συνέχεια, η οδηγία έλεγε να τοποθετήσουν τα χρήματα μέσα σε ένα τρενάκι που βρισκόταν στις ράγες και να πατήσουν ένα κουμπί. Μόλις το έκαναν αυτό, το τρενάκι ξεκίνησε με απροσδόκητη ταχύτητα. Οι πράκτορες προσπάθησαν να τον ακολουθήσουν, ο δράστης όμως το είχε προβλέψει. Τοποθέτησε πυροτεχνήματα κατά μήκος των σιδηροδρομικών γραμμών, τα οποία ενεργοποιούνταν όταν περνούσε το τρενάκι. Οι αστυνομικοί θεώρησαν ότι κάποιοι άνοιξαν πυρ εναντίον τους και έμειναν πίσω. Το τρενάκι όμως έπειτα από 800 μέτρα ανατράπηκε και τα χρήματα σκορπίστηκαν έξω.
Συσκευή-τρενάκι που σχεδίασε ο Άρνο Φούνκε για να πάρει τα χρήματα εκβιασμού - Sputnik Ελλάδα, 1920, 03.11.2021
Συσκευή-τρενάκι που σχεδίασε ο Άρνο Φούνκε για να πάρει τα χρήματα εκβιασμού
© AP Photo / MICHAEL PROBST
 
Ο Φούνκε απέτυχε και πάλι σε μια εποχή που δεν του έμειναν καθόλου χρήματα. Είχε ξοδέψει χιλιάδες μάρκα για να φτιάξει τις συσκευές του και πλέον ζούσε με κρατικά επιδόματα και δάνεια από τράπεζες. Η σύζυγός του δεν υποψιαζόταν ακόμη τίποτα. Ο Φούνκε ανέφερε κάποια στιγμή αργότερα μια συζήτηση μαζί της, μια μέρα που επέστρεψε στο σπίτι ύστερα από μια αποτυχημένη μεταφορά χρημάτων. «Όταν γύρισα σπίτι, η σύζυγός μου σιδέρωνε τα σεντόνια και μου ζήτησε να πάρω από το βιντεοκλάμπ ένα αστυνομικό θρίλερ. Πού να ήξερε ότι όλη μου η ζωή αποτελούσε πια ένα θρίλερ».

 

Το ψυχολογικό προφίλ του δράστη

 

Σχεδόν από την αρχή στην υπόθεση με τον εκβιαστή συμμετείχε η αστυνομική ψυχολόγος Κλάουντια Μπρόκμαν, η ειδίκευση της οποίας ήταν οι διαπραγματεύσεις με εγκληματίες που κρατούσαν ομήρους. Είχε φτιάξει το ψυχολογικό προφίλ του Ντάγκομπερτ και κατέληξε στο συμπέρασμα ότι δεν επρόκειτο ούτε για κάποιον ριζοσπάστη, ούτε κατάσκοπο, ούτε καν αστυνομικό. Ότι επρόκειτο για έναν συνηθισμένο άνθρωπο που ήταν δυσαρεστημένος με τη ζωή του και ήταν σίγουρος ότι άξιζε κάτι καλύτερο.
Η Μπρόκμαν θεωρούσε ότι η αστυνομία θα είχε ευκαιρία να τον συλλάβει κερδίζοντας την εμπιστοσύνη του. Και για να το πετύχει αυτό, θα έπρεπε να του φέρονται με σεβασμό βάζοντάς του χρήματα αντί για βόμβες και χαρτί. Εκτός αυτού, δεν έπρεπε να αμφιβάλλουν για τις ικανότητές του, επειδή αυτό θα ήταν επικίνδυνο, όπως έδειξε η έκρηξη που έγινε ένα απόγευμα στο κατάστημα του Ανόβερο. Αρχικά, ο Νταλέκι αγνόησε τις συμβουλές της ψυχολόγου, αλλά στη συνέχεια όταν έχασε την ελπίδα να λύσει την υπόθεση χρησιμοποιώντας παραδοσιακές μεθόδους, σκέφτηκε να τις ακολουθήσει.
Μέχρι εκείνη τη στιγμή, οι Αρχές είχαν ξοδέψει περίπου 20 εκατομμύρια δολάρια στην υπόθεση του εκβιαστή. Πιο εύκολο θα ήταν να του δώσουν το ένα εκατομμύριο μάρκα που ζητούσε.
Οι αστυνομικοί διαπίστωσαν ότι ο Ντάγκομπερτ συχνά έπαιρνε τηλέφωνο από κλειστούς τηλεφωνικούς θαλάμους, απ' όπου υπήρχε καλή ορατότητα προς όλες τις κατευθύνσεις και εντόπισαν περίπου 500 τέτοιους θαλάμους στο Βερολίνο. Στην περίμετρο κάθε θαλάμου τοποθετήθηκε ένας αστυνομικός ο οποίος είχε δυνατότητα να φτάσει στο σημείο σε τρία λεπτά. Το μόνο που έμεινε ήταν να κρατήσουν τον εκβιαστή στην τηλεφωνική γραμμή πάνω από τρία λεπτά.

 

Η σύλληψη

 

Η Μπρόκμαν προσέλαβε έναν έμπειρο διαπραγματευτή, τον Κλάους Σπρίνγκμπορν. Από εκείνη τη στιγμή, μόνο αυτός απαντούσε σε όλα τα τηλεφωνήματα του δράστη. Ο Σπρίνγκμπορν έπεισε τον Ντάγκομπερτ ότι εργαζόταν ως διαχειριστής στην Karstadt. Έπειτα από μερικά τηλεφωνήματα, επικοινωνούσαν σαν παλιοί φίλοι. Ο διαπραγματευτής αστειευόταν, ζητούσε χάρες, μιλούσε για τον γάμο της κόρης του και ο εκβιαστής τον άκουγε και απαντούσε πρόθυμα.
Τον Απρίλιο του 1994, η συζήτησή τους κράτησε αρκετή ώρα για την εντόπιση της κλήσης. Όταν η αστυνομία έφτασε στον θάλαμο, ο δράστης είχε ήδη φύγει, όμως βρέθηκαν δύο μάρτυρες που μπορούσαν να περιγράψουν την εμφάνισή του. Σύντομα, μια άλλη κλήση εντοπίστηκε. Δίπλα σε εκείνο τον θάλαμο οι αστυνομικοί παρατήρησαν έναν αγχωμένο άνδρα σε ένα νοικιασμένο αυτοκίνητο. Βρήκαν την εταιρεία που είχε στην ιδιοκτησία της το αυτοκίνητο και ανακάλυψαν ότι ήταν ενοικιασμένο από κάποιον ονόματι Άρνο Φούνκε.
Στις 22 Απριλίου εντοπίστηκε η τρίτη κλήση του δράστη. Αυτή τη φορά οι αστυνομικοί έφτασαν στον θάλαμο την ώρα που εκείνος μιλούσε με τον Σπρίνγκμπορν. «Μην κουνιέσαι! Αστυνομία!» φώναξαν. Ο Φούνκε δεν προσπάθησε να ξεφύγει. «Επιτέλους με πιάσατε. Και σίγουρα θα το γιορτάσετε σήμερα. Δυστυχώς, δεν θα μπορέσω να συμμετάσχω, αλλά τουλάχιστον να πιείτε στη υγεία μου» δήλωσε με χαμόγελο ο δράστης.
Όταν ο Φούνκε έφτασε στο κελί της φυλακής, οι κρατούμενοι τον υποδέχτηκαν με χειροκροτήματα! Κατά τη διάρκεια της δίκης, οι δημοσιογράφοι του έφερναν λουλούδια και οι θαυμαστές του τον περίμεναν με πλακάτ «Ελευθερία για τον Ντάγκομπερτ!» Η αγάπη του κόσμου όμως δεν βοήθησε στο να μειωθεί η ποινή της φυλάκισής του. Ο Φούνκε κατηγορήθηκε για έξι βομβιστικές επιθέσεις, 10 εκβιασμούς, μία απόπειρα εμπρησμού και φυλακίστηκε για εννέα χρόνια.
Παραδόξως, αυτή η ιστορία έχει αίσιο τέλος. Στη φυλακή, ο Φούνκε ξανάρχισε να ζωγραφίζει. Σύντομα επικοινώνησαν μαζί του οι εκπρόσωποι του περιοδικού όπου κάποτε προσπάθησε να πιάσει δουλειά με μια πρόταση την οποία ο σκιτσογράφος δεν μπόρεσε να αρνηθεί. Οπότε, ο Φούνκε συμφώνησε, με τα σκίτσα του να αρέσουν πολύ στους αναγνώστες του περιοδικού το οποίο τα δημοσίευε επί 20 χρόνια, ακόμη και μετά την πρόωρη αποφυλάκισή του το 2000. Παρόλο που ο δράστης δεν κατάφερε να πάρει τελικά ένα εκατομμύριο μάρκα, τα όνειρά του έγιναν πραγματικότητα.
 
 
 
Policenet.gr © | 2024 Όροι Χρήσης.
developed by Pixelthis