Παράκαμψη προς το κυρίως περιεχόμενο
Εικόνα
19:29 | 11/03/2015

Γράφει ο Νεόφυτος Ασπριάδης*

 

Την εβδομάδα που πέρασε η Ελλάδα θα μπορούσε να είχε εμπλακεί σε μια μεγάλης κλίμακας διακρατική κρίση με την Τουρκία, που εν δυνάμει θα οδηγούσε σε ανεξέλεγκτες καταστάσεις. Η έκδοση της ΝΟΤΑΜ (Αγγελία προς Αεροναυτιλομένους) από πλευράς Τουρκίας που δέσμευε ένα μεγάλο μέρος του Αιγαίου και που περιλαμβάνονταν περιοχές εντός των έξι μιλίων των ελληνικών χωρικών υδάτων καθώς και το νότιο χερσαίο τμήμα της Λήμνου για ασκήσεις με πραγματικά πυρά, αποτέλεσε μία άνευ προηγουμένου, σε επίπεδο έντασης, πρόκληση της γειτονικής χώρας, που θα μπορούσε να κλιμακωθεί επικίνδυνα και να οδηγήσει σε ευθεία σύγκρουση.  

Η πρόκληση αυτή της Τουρκίας σε συνάρτηση με τις προθέσεις, οι οποίες μπορεί να κρυβόταν από πίσω, έχει πολλές αναγνώσεις και διάφορους σκοπούς. Η κλιμάκωση δε της κατάστασης και ίσως ένα ενδεχόμενο λάθος στους χειρισμούς, είτε της μίας είτε της άλλης πλευράς, να οδηγούσε σε μία κρίση αντίστοιχη με εκείνη των Ιμίων το 1996.

Οι κρίσεις αποτελούν ένα εγγενές χαρακτηριστικό των διεθνών σχέσεων και της εξωτερικής πολιτικής ενός κράτους. Μπορούν να χρησιμοποιηθούν ποικιλοτρόπως, όπως για παράδειγμα να είναι ελεγχόμενες, με στόχο την αποσταθεροποίηση ενός κράτους, όπως είναι η κρίση της Ουκρανίας, για λόγους επίδειξης ισχύος έναντι ενός άλλου κράτους, όπως κατά μία έννοια η κρίση της Κούβας αλλά μπορεί και να δημιουργηθούν τυχαία από σειρά ατυχών γεγονότων, τα οποία να οδηγήσουν ακόμη και σε σύγκρουση, όπως για παράδειγμα η κρίση των Ιμίων.

Δεν υπάρχει κάποιος καθολικά αποδεκτός ορισμός, μέχρι στιγμής, για την έννοια της κρίσης. Κατά καιρούς έχουν διατυπωθεί διάφοροι ορισμοί από ερευνητές των διεθνών σχέσεων. Ο Richardsonορίζει πως η κρίση είναι μία κατάσταση στην οποία παρατηρούνται γρήγορα εκτυλισσόμενα γεγονότα που ταυτόχρονα εμπεριέχουν και δημιουργούν το στοιχείο της έκπληξης. Επίσης η κρίση ορίζεται ως μία φάση διαταραχών σε μια φαινομενικά κανονική εξέλιξη ενός συστήματος.

Σύμφωνα με τη διεθνή βιβλιογραφία, κρίση ανάμεσα σε δύο κράτη ορίζεται μία κατάσταση που προκλήθηκε από ένα γεγονός ή σειρά γεγονότων και κατά την διάρκεια της οποίας η κάθε πλευρά πιστεύει σε υπερβολικό βαθμό πως η άλλη πλευρά θα αποφασίσει να επιτεθεί. Μία διακρατική κρίση πληροί τρία κριτήρια: οι διαμορφωτές πολιτικής του έθνους εκλαμβάνουν μια απειλή σε βασικές αξίες, γνωρίζουν ότι υπάρχει έλλειψη χρόνου αντίδρασης και πιστεύουν ότι υπάρχει αυξημένη πιθανότητα εμπλοκής σε στρατιωτικές εχθροπραξίες.  

Οι διακρατικές κρίσεις, επομένως, αποτελούν μια διαταραχή στις καλές σχέσεις δύο κρατών και αυξάνουν την απειλή για στρατιωτική σύγκρουση. Οι κρίσεις επιβαρύνουν τις κυβερνήσεις και τις υπηρεσίες τους με πιεστικά ζητήματα που πρέπει να αντιμετωπιστούν, συνήθως μάλιστα κάτω από ασφυκτική πίεση χρόνου.

Μια κρίση σχεδόν ποτέ δεν προκύπτει ξαφνικά. Συνήθως, προϋπάρχουν προβλήματα τα οποία η αδράνεια ή η αδιαφορία μπορεί να τα μεγεθύνει. Επίσης, κρίση μπορεί να προκληθεί από τον οποιονδήποτε ή από μια σειρά απειλών.

Όπως αναφέρουν και οι Dougherty και Pflatzgraff  η διαχείριση της κρίσης δε σημαίνει απαραίτητα αποτροπή της κλιμάκωσης ή αποκλιμάκωση. Στόχος της διαχείρισης μιας κρίσης μπορεί να είναι η κλιμάκωση, η αποτροπή ή η αποκλιμάκωση ανάλογα πάντα με τις επιδιώξεις των διαχειριστών. Σε κάθε περίπτωση, βασικό μέσο διαχείρισης μιας κρίσης αποτελεί η αξιοπιστία του κράτους και η αξιοπιστία των απειλών.

Δεν υπάρχει κάποιου είδους «πεπατημένη» ή κάποιο εγχειρίδιο διαχείρισης κρίσεων, ούτως ώστε να μπορεί να βασιστεί κάποιος σε αυτό, όταν ξεσπάσει μία κρίση. Αυτό πολλές φορές μπορεί να είναι και σωτήριο, καθώς βάζει τον παράγοντα της έκπληξης στο παιχνίδι, μην επιτρέποντας πάντοτε την πρόβλεψη των κινήσεων.

Ένα άλλο σημαντικό στοιχείο στη διαχείριση κρίσεων αποτελεί η διαχείριση του εσωτερικού μετώπου. Τα Μέσα Μαζικής Επικοινωνίας συνήθως αποτελούν έναν εσωτερικό «εχθρό» στην αποτελεσματική διαχείριση. Η τάση τους για μεγέθυνση των προβλημάτων και η πρόκληση πανικού μέσα από τη δραματοποίηση, στοιχεία απαραίτητα για την κατασκευή της είδησης, δημιουργούν συνήθως περισσότερα προβλήματα από όσα επιλύουν. Γι’ αυτό το λόγο, η στοχευμένη επικοινωνία ή κοινώς η στρατηγική επικοινωνία εκ μέρους της κυβέρνησης είναι απαραίτητη, ώστε να μπορέσει να ελεγχθεί η πληροφορία, για να μην παραχθούν αντίθετες προβολές από τις επιθυμητές.

Στην προκειμένη περίπτωση η προκλητική έκδοση της τουρκικής NOTAMμπορούσε να οδηγήσει σε κλιμάκωση και σε επικίνδυνες αναμετρήσεις. Το ελληνικό Υπουργείο Εξωτερικών, ωστόσο, κατάφερε με ψυχραιμία και μία σειρά από σωστά βήματα να αποτρέψει την Τουρκία από περαιτέρω ενέργειες.

Συγκεκριμένα, το Υπουργείο Εξωτερικών ενήργησε δυναμικά, προχωρώντας σε όλες τις αναγκαίες ενέργειες, ώστε να είναι κατοχυρωμένο από όλες τις πλευρές. Η πρόκληση της Τουρκίας στόχευε σε δύο κύρια σημεία: Το πρώτο ήταν να διερευνήσει τα αντανακλαστικά της νέας κυβέρνησης. Να ελέγξει με άλλα λόγια την αντίδραση και τη στάση που θα έχει η νέα κυβέρνηση στα ελληνοτουρκικά ζητήματα. Αυτό αποτελεί μία πάγια τακτική της Τουρκίας, η οποία δοκιμάζει κυβερνήσεις οι οποίες είναι «άγνωστες». Μία παρόμοια περίπτωση ήταν και εκείνη των Ιμίων.

Ο δεύτερος στόχος ήταν πιθανότατα η δημιουργία προηγούμενου σε περίπτωση που η ελληνική κυβέρνηση έκανε πίσω ή προσπαθούσε να διαπραγματευτεί για τον χρόνο της άσκησης ή κάτι άλλο. Με άλλα λόγια, σε περίπτωση που η κυβέρνηση έδειχνε διστακτικότητα, τότε η Τουρκία θα μπορούσε να το χρησιμοποιήσει ως επιβεβαίωση της ρητορικής της περί γκρίζων ζωνών στη περιοχή του Αιγαίου και αβεβαιότητας της ίδιας της Ελλάδας ως προς το ζήτημα αυτό.

Η ελληνική Κυβέρνηση όμως, όχι μόνο δεν έδειξε διστακτικότητα αλλά προχώρησε σε μία σειρά από κινήσεις που έδειχναν αποφασιστικότητα και αξιοπιστία. Κατήγγειλε την κίνηση της Τουρκίας στους διεθνείς οργανισμούς (ΟΗΕ, ΝΑΤΟ, ΕΕ και ICAO) και στη συνέχεια απάντησε αρνητικά στη τουρκική πλευρά ως προς το αίτημα της ΝΟΤΑΜ. Επιπλέον, διεμήνυσε πως κάθε παραβίαση του εναέριου και θαλάσσιου χώρου στην περιοχή θα θεωρηθεί “casusbelli” (αιτία πολέμου) και θα καταρρίπτεται, στέλνοντας ένα ηχηρό μήνυμα στην Τουρκία.

Ταυτόχρονα στο εσωτερικό η πληροφόρηση υπήρξε εντελώς περιορισμένη και ελεγχόμενη. Δεν επέτρεψε να γίνει ντόρος στα μέσα μαζικής επικοινωνίας, ώστε να αποφευχθεί ο πανικός αλλά και η κινδυνολογία που μπορούσε να καταστεί επικίνδυνη για την έκβαση της κρίσης.

Το αποτέλεσμα ήταν η κρίση να τελειώσει πριν υπάρξει η οποιαδήποτε κλιμάκωση με την αναδίπλωση της Τουρκίας. Η διαχείριση της κρίσης αυτής και η αποτροπή της τελικά έδειξε μια διαφορετική τακτική από μέρους της ελληνικής Κυβέρνησης, η οποία έκανε τους Τούρκους να κάνουν πίσω και να απολογηθούν, αλλάζοντας το πλαίσιο (δόθηκαν λάθος συντεταγμένες) και να αναδιπλωθούν για στο άμεσο μέλλον.

Συμπεράσματα που μπορούν να αντληθούν είναι πως η Ελληνική Κυβέρνηση έδρασε με βάση το διεθνές δίκαιο, έθεσε το θέμα σε διεθνές επίπεδο, αύξησε το διακύβευμα και το κόστος για οποιαδήποτε ενέργεια εκ μέρους του αντιπάλου, ενώ χειρίστηκε με ψυχραιμία το ζήτημα στο εσωτερικό μέτωπο.

Το Ελληνικό Υπουργείο Εξωτερικών έδρασε ως οργανισμός, ως θεσμός της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής και δεν προσωποποιήθηκε όπως γινόταν σε ανάλογες περιστάσεις στο παρελθόν (πχ. Κρίση στα Ίμια όπου ο ΥΠΕΞ Πάγκαλος μιλούσε μόνος του στο τηλέφωνο με τον εκπρόσωπο των ΗΠΑ), δείχνοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο μια ισχυρή θεσμική διάσταση και κρατική δομή η οποία είναι έτοιμη για όλα και αποπνέει αξιοπιστία. Από την άλλη, έδειξε αποφασιστικότητα και ετοιμότητα για την όποια κλιμάκωση ενισχύοντας την αξιοπιστία της απειλής της, αφήνοντας την επόμενη κρίσιμη κίνηση στον αντίπαλο.

Όλα τα παραπάνω σε συνάρτηση με την αλλαγή στάσης της κυβέρνησης έδειξαν πως η Ελλάδα δεν στηρίζεται σε συγκεκριμένες τακτικές αντιμετώπισης κρίσεων, ενώ ταυτόχρονα είναι έτοιμη αντιμετωπίσει έξωθεν κινδύνους ενισχύοντας την αξιοπιστ, παρά την οικονομική της κατάσταση. Συνεπώς, όλα αυτά λειτούργησαν με τρόπο που να κάνει την Τουρκία να υπολογίσει το κόστος και το όφελος μιας ενδεχόμενης σύγκρουσης ή περαιτέρω κλιμάκωσης και να κάνει τελικά πίσω.

Η κρίση αυτή δείχνει επίσης τη σημασία της συμμετοχής της Ελλάδας σε διεθνείς οργανισμούς όπως το ΝΑΤΟ και η ΕΕ. Το ΝΑΤΟ ήταν από τους οργανισμούς που καταδίκασαν (σε αντίθεση με το παρελθόν) την κίνηση της Τουρκίας σε υψηλούς τόνους, επιβάλλοντας εμμέσως την αναδίπλωση.

Είναι αξιοσημείωτο επίσης, το γεγονός πως η Τουρκία αναδιπλώθηκε υποστηρίζοντας πως έκανε λάθος στις συντεταγμένες και δεσμευόμενη να μην προχωρήσει σε αντίστοιχες ενέργειες στο άμεσο μέλλον. Η ρητορική αυτή έδειξε πως Τουρκία δεν είχε σκοπό να προκαλέσει υποχωρώντας στο λάθος της και όχι εξαιτίας της ελληνικής επιθετικής απάντησης. Κατ’ αυτόν τον τρόπο και οι δύο κερδίζουν στο εσωτερικό μέτωπο με την μεν Ελλάδα να έχει δείξει πυγμή και την δε Τουρκία να το αποδίδει σε κάποιο συστημικό λάθος. Έτσι η κρίση επιλύεται σε όρους αμοιβαίου οφέλους (win – wingame).  

Σε κάθε περίπτωση, δεν πρέπει να ξεχνάμε πως το γεγονός αυτό αποτέλεσε μια κρίση διερεύνησης προς τις τακτικές τις νέας κυβέρνησης. Συνεπώς, θα πρέπει η ελληνική εξωτερική πολιτική να είναι σε επιφυλακή για το μέλλον καθώς στις κρίσεις μία πρακτική που χρησιμοποιήθηκε αποτελεσματικά σε μία κατάσταση μπορεί να είναι ολέθρια για μία άλλη. Το θετικό είναι πως το Ελληνικό Υπουργείο Εξωτερικών ενήργησε με ψυχραιμία και πλήρη μεθοδικότητα, που οδήγησαν στην επιτυχία της ελληνικής αποτρεπτικής στρατηγικής.

Ο Ασπριάδης Νεόφυτος είναι Σύμβουλος Επικοινωνίας και Διεθνολόγος, Συνεργάτης Ερευνητής στο Εργαστήρι Στρατηγικής Επικοινωνίας και Δημοσιογραφίας του Πανεπιστημίου Πειραιά.

Πηγή: Ελευθερία Σερρών

Policenet.gr © | 2024 Όροι Χρήσης.
developed by Pixelthis