Παράκαμψη προς το κυρίως περιεχόμενο
Εικόνα
20:10 | 29/03/2015

«Το εννιαράκι μου μίλησε. Τέλος!». Ο Βαγγέλης είναι γύρω στα 35, από ευκατάστατη οικογένεια και με σπουδές στο εξωτερικό. Μέχρι τα 27 του ούτε που είχε πατήσει το πόδι του σε καζίνοΤο πολύ να έπαιζε καμιά εικοσιμία το βράδυ της Πρωτοχρονιάς. Τον πετυχαίνω στο αεροδρόμιο της Κωνσταντινούπολης να εξιστορεί στην παρέα του τις πρόσφατες περιπέτειές του σε καζίνο της Βουλγαρίας. Αρχικά κρυφακούω αλλά κάπου στη μέση της διήγησης δεν αντέχω και διακόπτω: «Τζογάρεις συχνά;» ρωτώ με μια δόση αυθορμητισμού και αδιακρισίας μαζί.

«Το κατά δύναμιν, μικρέ» μου απαντά έπειτα από καναδυό δευτερόλεπτα έκπληξης. Η αυτοπεποίθηση και η υπερηφάνεια του τον έκαναν να διαφέρει τρομακτικά από το πρότυπο του μέσου καταπτοημένου από τη χασούρα τζογαδόρου. Αυτό ήταν που μου κέντρισε και το ενδιαφέρον πάνω του. Κρίνοντας από τη συμπεριφορά και το ντύσιμό του θεώρησα πως είχα απέναντί μου ένα άτομο με τεράστιο εισόδημα. Χρειάστηκε να περάσουν περίπου δέκα λεπτά για να μάθω ότι ο Βαγγέλης είναι άνεργος.

 

 

 

 

«Καλά, και πώς τα βγάζεις πέρα;» ρωτάω. Κάπου εκεί το ύφος του Βαγγέλη αλλάζει. Μου εξομολογείται ότι για πρώτη φορά μπήκε σε καζίνο στα 27 του, όταν γύρισε από την Αγγλία όπου σπούδαζε. Τα πρώτα χρόνια κρατούσε το πάθος του υπό έλεγχο, τζόγαρε σχετικά σπάνια και πάντα με μέτρο. Από τότε που έχασε τη δουλειά του, όμως, το πράγμα άλλαξε.

«Σε πρώτη φάση έπαιζα για να ξεσπάσω, να ξεδώσω ρε αδερφέ» μου εξομολογείται. Παρόλο που τότε –λόγω οικογένειας- δεν είχε βιώσει ακόμα στο πετσί του τις επιπτώσεις της ανεργίας, η αίσθηση ότι ήταν αντιπαραγωγικός τον διέλυε ψυχολογικά. Αλλά η συνέχεια είναι χειρότερη. Όταν με την πάροδο του χρόνου τον κατέλαβε πια και μεγάλη οικονομική ανασφάλεια, τα προσδοκώμενα κέρδη από τον τζόγο ήταν η μόνη του ελπίδα για να «ξελασπώσει και να αρχίσει να βάζει σε μια τάξη τη ζωή του». Το αποτέλεσμα; Αναζητώντας σε λάθος κατεύθυνση διέξοδο στο πρόβλημα επέτεινε το αδιέξοδο και βυθιζόταν σε ένα φαύλο κύκλο πολύπλευρης παρακμής.

 

 

 

 

Φυσικά η κατρακύλα δεν πέρασε απαρατήρητη από τους γονείς και τον ευρύτερο κύκλο του. «Με τον πατέρα μου σπάνια μιλάω, πάλι καλά που υπάρχει κι η μάνα μου να μου δίνει στα μουλωχτά κάνα ψιλό για να παίζω». Ο Βαγγέλης «τα είχε σπάσει» με τον πατέρα του και προσπαθούσε, με παρακάλια και τεχνάσματα, να εκμεταλλευτεί την αδυναμία της μητέρας του για να συνεχίσει να ικανοποιεί το πάθος του.

Με την πρώην κοπέλα του, που ήταν μαζί από το Πανεπιστήμιο, είχε χωρίσει. Ο ίδιος λέει ότι «την έκανε μόλις είδε τα ζόρια». Στο σημείο αυτό φαινόταν προδομένος και πικραμένος. Δεν υπήρχε πάνω του ούτε ίχνος από τη λάμψη που ακτινοβολούσε όταν τον πρωτοσυνάντησα. Έβγαζε προς τα έξω την εικόνα ενός ανθρώπου που έχει πέσει χαμηλά και το ξέρει.

 

 

 

 

«Δεν θα ήταν καλύτερα αν το έκοβες;». «Μα δεν είμαι εξαρτημένος»απαντά ολοφάνερα ενοχλημένος. «Μόλις ρεφάρω και βάλω και κάνα φράγκο στην άκρη για να προχωρήσω κάτι επενδυτικές ιδέες που έχω κατά νου, θα σταματήσω. Λίγο να μου γυρίσει! Και μετά ποιος με πιάνει..».

Κάπου εκεί η συζήτηση έλαβε τέλος. Μπαίνοντας στο αεροπλάνο είχα ένα περίεργο συναίσθημα. Ένιωθα σαν να είχα ζήσει τη γοητεία αλλά και τη βαθιά σήψη ενός νέου, παντελώς άγνωστου σε εμένα κόσμου. Ενός κόσμου που εμπορεύεται την αδρεναλίνη και το όνειρο μιας μυθικής ζωής. Οι τελευταίες φράσεις του Βαγγέλη μου δίδαξαν το εξής απλό: ότι ο πειρασμός της ελπίδας, όπως έλεγε ο Καζαντζάκης, ενίοτε θολώνει την κρίση διαιωνίζοντας το σπιράλ της μιζέριας.

ΠΗΓΗ: thetoc.gr

Policenet.gr © | 2024 Όροι Χρήσης.
developed by Pixelthis