Ο 24χρονος Α.Λ. μόλις είχε ξεμπαρκάρει από ένα ακόμη πολύμηνο ταξίδι. Η άφιξή του στην Αθήνα στάθηκε αφορμή να δει φίλους του που είχε καιρό να συναντήσει. Γι’ αυτό και το βράδυ της 25ης Νοέμβριου 1964 επικοινώνησε με τον 37χρονο επιπλοποιό Γ.Μ. με τον οποίο έκλεισε ραντεβού σε μπαρ στο κέντρο της Αθήνας.
Γράφει η Μαρία Ζαχαροπούλου
Οι δύο άνδρες κάθισαν σ’ ένα τραπέζι παρήγγειλαν τα ποτά τους και άρχισαν να λένε τα νέα τους. Λίγο μετά τα μεσάνυχτα παρήγγειλαν δύο ακόμη ποτά και ζήτησαν από την σερβιτόρα να κεράσει και μία από τις κοπέλες του μαγαζιού από την οποία ζήτησαν να καθίσει μαζί τους.
Η νεαρή γυναίκα ευχαρίστησε μ’ ένα νεύμα της τους δύο άνδρες για το κέρασμα αλλά δεν το δέχτηκε να καθίσει μαζί τους, καθώς επέλεξε να καθίσει με μία άλλη παρέα σε διπλανό τους τραπέζι. Η κίνηση αυτή θεωρήθηκε προσβλητική από τον Α.Λ. και τον Γ.Μ. οι οποίοι αντέδρασαν ζητώντας το λόγο στη νεαρή γυναίκα και την παρέα της. Οι δύο παρέες βγήκαν στο δρόμο, έξω από το μπαρ και κουβέντα στην κουβέντα τα αίματα άναψαν.
Οι άνδρες δεν άργησαν να πιαστούν στα χέρια, για τα μάτια της όμορφης γκαρσόνας και η κατάσταση ξέφυγε από κάθε έλεγχο όταν βγήκαν τα μαχαίρια. Το κακό δεν άργησε να γίνει καθώς, λίγα μόνο λεπτά αργότερα, ο 26χρονος οδηγός ταξί Σ.Μ. έπεσε αιμόφυρτος στην άσφαλτο, όπου άφησε την τελευταία του πνοή σχεδόν αμέσως. Όπως θα έλεγε αργότερα ο ιατροδικαστής, ο θάνατος του θύματος προήλθε από ένα και μόνο τραύμα το οποίο έφερε στη βουβωνική χώρα. Η μοιραία μαχαιριά είχε ως αποτέλεσμα την αποκοπή της μηριαίας αρτηρίας και ο θάνατος του 26χρονου επήλθε ακαριαία.
Ο 37χρονος Γ.Μ. συνελήφθη και μεταφέρθηκε τραυματισμένος στον Ευαγγελισμό, όπου παρέμεινε φρουρούμενος. Ο νεαρός ναυτικός φίλος του κατάφερε να διαφύγει εκμεταλλευόμενος τον πανικό που επικράτησε μετά την συμπλοκή. Τόσο ο τραυματισμένος επιπλοποιός όσο και η νεαρή γυναίκα, η οποία αποτέλεσε το μήλον της έριδος ανάμεσα στις δυο παρέες, μιλώντας στην αστυνομία «έδειξαν» ως δράστη του εγκλήματος τον 24χρονο ναυτικό. Ωστόσο, αυτόπτες μάρτυρες της φονικής συμπλοκής κατέθεσαν πως ευθύνη για το έγκλημα έφερε ο επιπλοποιός.
Η αστυνομία εξαπέλυσε ανθρωποκυνηγητό για να συλλάβει τον 24χρονο. Πράγματι, λίγες ημέρες μετά το φονικό, ο νεαρός συνελήφθη σε σπίτι στον Πειραιά, όπου κρυβόταν. Στην προανακριτική του απολογία ο νεαρός παραδέχτηκε πως συμμετείχε στην συμπλοκή και ισχυρίστηκε πως βρισκόταν σε άμυνα. «Προσπάθησα να βοηθήσω το φίλο μου ο οποίος είχε τραυματιστεί. Δεν είχα καμία πρόθεση να σκοτώσω, ήταν η κακιά στιγμή. Κατά τη διάρκεια της συμπλοκής ο Γ.Μ. μου ζήτησε ένα μαχαίρι για να αμυνθούμε...» είπε και αναγνώρισε το στιλέτο που είχε βρεθεί από την αστυνομία, πεταμένο σε μια αυλή κοντά στο μπαρ, ως το όπλο του εγκλήματος.
Τον Σεπτέμβριο του 1965 ο 24χρονος Α.Λ. κάθισε στο εδώλιο του Κακουργιοδικείου της Αθήνας κατηγορούμενος για ανθρωποκτονία από πρόθεση. Ο επιπλοποιός φίλος του κλήθηκε, επίσης, να δώσει εξηγήσεις κατηγορούμενος για συνέργεια στη δολοφονία.
Όπως περιέγραψαν οι μάρτυρες στο δικαστήριο, το φονικό έγινε εξαιτίας μιας παρεξήγησης μέσα στο μπαρ, όταν η κοπέλα έδειξε προτίμηση στο θύμα και τους φίλους του και αρνήθηκε να δεχτεί τα ποτά που την κέρασαν οι κατηγορούμενοι.
Στις απολογίες τους οι κατηγορούμενοι παραδέχτηκαν πως πήραν μέρος στην αιματηρή συμπλοκή, ωστόσο, ισχυρίστηκαν πως για το φόνο ευθύνεται τρίτο άτομο, άγνωστο σε αυτούς, το οποίο εκμεταλλεύτηκε την σύγχυση που ακολούθησε του επεισοδίου και εξαφανίστηκε.
Τελικά, το δικαστήριο καταδίκασε τον 24χρονο Α.Λ. σε κάθειρξη 5 ετών και 11 μηνών. Οι ένορκοι δέχτηκαν για τον κατηγορούμενο το ελαφρυντικό της μέτριας συγχύσεως. Επιπλέον, έκριναν αθώο τον 37χρονο συγκατηγορούμενό του καθώς, από την ακροαματική διαδικασία, όπως είπαν, δεν προέκυψε ότι είχε εμπλοκή στο φονικό.