Παράκαμψη προς το κυρίως περιεχόμενο
Εικόνα
22:57 | 28/02/2017

«Το τελευταίο διάστημα έχουν καταγραφεί περιστατικά εγκληματικής αστυνομικής βίας εις βάρος διαδηλωτών, με χρήση κλομπ, βομβίδων κρότου - λάμψης και ιδιαίτερα επικίνδυνων δακρυγόνων, πολλά από τα οποία είναι απαγορευμένα ή έχουν λήξει! Ταυτόχρονα, η αποδεδειγμένη αγαστή συνεργασία των αστυνομικών με ακραία στοιχεία, που επίσης ασκούν βία στο πλαίσιο ειρηνικών διαδηλώσεων, δεν μπορεί να παραμείνει ανεξέλεγκτη».

Το παραπάνω αποτελεί απόσπασμα μήνυσης που κατέθεσε την 1η Ιουλίου 2011, εις βάρος αστυνομικών όλων των βαθμίδων, ο τότε πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ Αλέξης Τσίπρας, ζητώντας τη δίωξή τους για τον τρόπο αντιμετώπισης των διαδηλωτών στις κινητοποιήσεις ενάντια στην ψήφιση του μεσοπρόθεσμου στο Σύνταγμα.

Εκτός του κ. Τσίπρα, παρόμοιες μηνύσεις και αναφορές κατέθεσαν στην Εισαγγελία της Αθήνας εκπρόσωποι συνδικαλιστικών φορέων, όπως ο αντιπρόεδρος της ΑΔΕΔΥ Λευτέρης Καλομοίρης και ο πρόεδρος του Φαρμακευτικού Συλλόγου Αθηνών Κωνσταντίνος Λουράντος, φοιτητές, δημοσιογράφοι, δημοτικοί υπάλληλοι κ.ά.

Οι πολλές, χωριστές μηνύσεις συνενώθηκαν σε ένα κοινό κατηγορητήριο κατά δύο αστυνομικών της ομάδας ΔΕΛΤΑ και 16 επικεφαλής διμοιριών των ΜΑΤ, που το μεσημέρι της 29ης Ιουνίου 2011 εκτελούσαν υπηρεσία στο κέντρο της Αθήνας. Οι δύο πρώτοι κατηγορούνται ότι στη συμβολή των οδών Ομήρου και Σταδίου εγκλώβισαν 49χρονο διαδηλωτή και τον ξυλοκόπησαν άγρια χτυπώντας τον με κλομπ σε διάφορα σημεία του σώματός του, με αποτέλεσμα να μεταφερθεί ημιλιπόθυμος στο νοσοκομείο «Ελπίς». Οι υπόλοιποι 16 διμοιρίτες των ΜΑΤ κατηγορούνται ότι προκάλεσαν σωματικές βλάβες σε μεγάλο αριθμό διαδηλωτών.

«Στο πλαίσιο διατεταγμένης υπηρεσίας στην πλατεία Συντάγματος έδωσαν εντολή στους υφισταμένους τους να προβούν αδιακρίτως σε ρίψη χημικών, ασφυξιογόνων και χειροβομβίδων κρότου - λάμψης στο πλήθος των διαδηλωτών, με αποτέλεσμα να προκαλέσουν σωματική βλάβη σε μεγάλο αριθμό πολιτών και δη λιποθυμίες, δύσπνοια, εγκαύματα και κακώσεις», αναφέρεται στο κατηγορητήριο.

Η δίκη των αστυνομικών ξεκίνησε στις 14 Φεβρουαρίου και διεκόπη λίγο μετά την έναρξή της, καθώς οι συνήγοροι των κατηγορουμένων ζήτησαν να κληθούν ως μάρτυρες οι επικεφαλής της ΕΛ.ΑΣ. που είχαν την ευθύνη για τον σχεδιασμό και την υλοποίηση της επιχείρησης. Το «παρών» στην αίθουσα του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου της Αθήνας ως συνήγορος πολιτικής αγωγής έδωσε η Ζωή Κωνσταντοπούλου. Η τέως πρόεδρος της Βουλής, άλλωστε, ήταν αυτή που είχε υποβάλει τις μηνυτήριες αναφορές στην Εισαγγελία του Αρείου Πάγου για λογαριασμό του πρωθυπουργού.

Η πρώτη αναφορά του Αλέξη Τσίπρα κατετέθη την 1η Ιουλίου 2011. Σε αυτήν ζητούσε να γίνει έρευνα εις βάρος των αστυνομικών για τα αδικήματα της «πρόκλησης βαριών σωματικών βλαβών», της «παράνομης βίας» και της «παράβασης καθήκοντος». Επιπλέον, ζητούσε την «κατεπείγουσα ποινική δίωξη» των φυσικών και ηθικών αυτουργών και τον έλεγχο των χημικών που, όπως επεσήμανε, «επιβαρύνουν τη δημόσια υγεία και το περιβάλλον».

Εννέα μήνες αργότερα, τον Απρίλιο δηλαδή του 2012, ο κ. Τσίπρας με νέα αναφορά του (φέρει την υπογραφή της πληρεξούσιας δικηγόρου κ. Ζωής Κωνσταντοπούλου) επανέφερε το αίτημά του για τη ποινική δίωξη των αστυνομικών και διαμαρτυρήθηκε στον εισαγγελέα του Αρείου Πάγου για τη «βραδεία πορεία των σχετικών διερευνήσεων». Στο σχετικό έγγραφο αναφέρεται μεταξύ άλλων ότι «οι συμπολίτες μας έχουν εξουθενωθεί από τα αλλεπάλληλα μέτρα αφαίμαξής τους και αντιτίθενται σε όσα αντισυνταγματικά δρομολογούνται στα πλαίσια της στερούμενης κάθε νομιμοποίησης μνημονιακής πολιτικής.

Στη σημερινή συγκυρία, με την αστυνομική βία και την κυβερνητική ασυδοσία να κορυφώνονται, απευθύνομαι εκ νέου σε εσάς και ζητώ για άλλη μια φορά την αποτελεσματική διερεύνηση και τιμωρία αυτών των συμπεριφορών, τόσο ως προς αυτούς που διαπράττουν όσο και ως προς αυτούς που διατάσσουν τέτοιες συμπεριφορές».

Η Ενορκη Διοικητική Εξέταση που αφορούσε το ένα σκέλος των καταγγελιών για τα γεγονότα της 29ης Ιουνίου 2011, αυτό της «αγαστής συνεργασίας των αστυνομικών με ακραία στοιχεία», ολοκληρώθηκε μερικούς μήνες αργότερα, τον Οκτώβριο του 2011. Δεν προέκυψε πειθαρχική ευθύνη εις βάρος αστυνομικών και η έρευνα αποφασίστηκε να τεθεί στο αρχείο.

Ο αξιωματικός που διενήργησε την ΕΔΕ επεσήμανε στο πόρισμά του ότι «δεν προέκυψε πειθαρχική ευθύνη σε βάρος οποιουδήποτε εμπλεκομένου στην εξεταζόμενη υπόθεση αστυνομικού». Την οριστική απόφαση για αρχειοθέτηση της υπόθεσης πήρε τον Νοέμβριο του ίδιου έτους ο τότε επικεφαλής της Γενικής Αστυνομικής Διεύθυνσης Αττικής και νυν υποδιοικητής της ΕΥΠ Γιάννης Λιούκας.

Σε ό,τι αφορά τις καταγγελίες για υπερβολική χρήση δακρυγόνων, αξιωματικός της Διεύθυνσης Αστυνομικών Επιχειρήσεων επεσήμανε σε έγγραφό του προς τους ανωτέρους του: «Η χρήση ήταν η απολύτως ενδεδειγμένη, ανάλογη με το είδος και την επικινδυνότητα των επιθέσεων». Η δίκη για την υπόθεση θα συνεχιστεί στις 27 Απριλίου. Οι συνήγοροι των αστυνομικών κάνουν λόγο για «αοριστία» και «ακυρότητα» του κατηγορητηρίου. Επισημαίνουν, μεταξύ άλλων, ότι ενώ οι διωκόμενοι αστυνομικοί περιγράφονται ως ηθικοί αυτουργοί των αδικημάτων, στην πράξη, αντιμετωπίζουν κατηγορίες ως φυσικοί αυτουργοί.

ΓΙΑΝΝΗΣ ΣΟΥΛΙΩΤΗΣ

 www.kathimerini.gr

Policenet.gr © | 2024 Όροι Χρήσης.
developed by Pixelthis