Την προσοχή των εισαγγελέων της χώρας αναφορικά με το ζήτημα των άσκοπων μεταγωγών κρατουμένων εφιστά με νέα εγκύκλιό της η Εισαγγελία του Αρείου Πάγου.
Όπως επισημαίνεται στη νέα εγκύκλιο, την οποία υπογράφει η κ. Ξένη Δημητρίου - Βασιλοπούλου, κατά το τελευταίο χρονικό διάστημα έχει παρατηρηθεί υπέρμετρη αύξηση του αριθμού των άσκοπων μεταγωγών, ιδιαίτερα δε επικίνδυνων κρατούμενων, οι οποίοι, μάλιστα, κρατούνται σε φυλακές τις περιφέρειας.
Σύμφωνα με την Εισαγγελία του Αρείου Πάγου, οι άσκοπες αυτές μεταγωγές οφείλονται μεταξύ των άλλων και σε υποβολή «κατασκευασμένων» μηνύσεων από κρατούμενο σε βάρος κρατούμενου ή σε βάρος τρίτου φαινομενικά άσχετου με τον κρατούμενο και ευρισκόμενου εκτός φυλακής προσώπου.
Αντικειμενικός σκοπός των μηνύσεων αυτών είναι να επιτευχθεί η μετακίνηση -μεταγωγή του κρατούμενου από τον τόπο κράτησής του προς άλλο τόπο, για να εξεταστεί δήθεν ως μάρτυρας ή ως κατηγορούμενος (ανάλογα της φαινόμενης εμπλοκής του στην καταγγελλόμενη «αξιόποινη πράξη»), ουσιαστικά όμως, για να επιτύχει σκοπούς άσχετους με τους αναφερόμενους στην μήνυση ή καταγγελία λόγους.
Η δικονομική αυτή οδός χρησιμοποιείται ως επί το πλείστον, προκειμένου να επιτευχθούν σκοποί παράνομοι και ιδιοτελείς.
Όπως αναφέρεται στην εγκύκλιο, οι μηνύσεις ή οι σχετικές καταγγελίες γίνονται κατά κανόνα «χειριστικά» με αντικειμενικό σκοπό να επιτευχθεί η άσκοπη μετακίνηση του κρατούμενου από τον τόπο κράτησής του, σε άλλο τόπο μακριά από αυτόν, ενώ οι μεταγωγές υποκρύπτουν εκτέλεση σχεδίων απόδρασης ή τέλεσης άλλων αξιόποινων πράξεων και συνεπάγονται μεγάλο οικονομικό κόστος για την πολιτεία, με παράλληλη άσκοπη χρησιμοποίηση μεγάλου αριθμού αστυνομικών δυνάμεων.
Για τους λόγους αυτούς, η Εισαγγελία υπενθυμίζει στους Εισαγγελείς της Χώρας την Εγκύκλιο με αριθμό 8/2008(link is external)του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Μιλτιάδη Ανδρειωτέλλη, με την οποία δίνονται οδηγίες σχετικά με τον δικονομικό τρόπο εξέτασης των εμπλεκόμενων στις δικογραφίες αυτές προσώπων, που θα πρέπει αναλογικά να ισχύσουν και στις περιπτώσεις προκαταρκτικής εξέτασης και προανάκρισης και να τηρηθούν και από τους ανακριτικούς υπαλλήλους.
Ειδικότερα δε μεταξύ άλλων στην ανωτέρω Εγκύκλιο αναφέρονται τα ακόλουθα:
«Με τη διάταξη του άρθρου 249 παρ. 1, 2 και 3 του Κ.Π.Δ. ορίζονται τα ακόλουθα:
1. Ο ανακριτής μπορεί να μεταβαίνει για να διενεργήσει ανάκριση, έξω από την έδρα του με σύμφωνη γνώμη του εισαγγελέα πλημμελειοδικείου, ή και σε άλλη δικαστική περιφέρεια, αν το εγκρίνει ο εισαγγελέας του εφετείου. Στην τελευταία περίπτωση ειδοποιείται ο εισαγγελέας εφετών της περιφέρειας όπου πρόκειται να γίνει η ανάκριση, ο οποίος και ασκεί από το χρόνο της ειδοποίησης την εποπτεία που αναφέρει το άρθρο 35.
2. Ο ανακριτής μπορεί να αναθέσει σε άλλον ανακριτικό υπάλληλο τις πράξεις που πρόκειται να διενεργηθούν έξω από την έδρα του, μέσα όμως στη δική του δικαστική περιφέρεια-επίσης αναθέτει στον αρμόδιο ανακριτή ή ανακριτικό υπάλληλο εκείνες που πρόκειται να γίνουν έξω από την περιφέρειά του, ειδοποιώντας συγχρόνως τον οικείο εισαγγελέα.
3. Σε εξαιρετικές περιπτώσεις ο ανακριτής μπορεί να αναθέσει τη διενέργεια ορισμένων πράξεων σε άλλον ανακριτή ή σε οποιονδήποτε προανακριτικό υπάλληλο της έδρας του, ειδοποιώντας συγχρόνως τον οικείο εισαγγελέα εφετών.
Ο κανόνας λοιπόν είναι ο ανακριτής να ενεργεί αυτοπροσώπως την ανάκριση.
Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην παρ. 1 του άρθρου 249 Κ.Π.Δ., μπορεί να μεταβαίνει για να διενεργήσει ανάκριση έξω από την έδρα του ή τη δικαστική του περιφέρεια υπό τις προϋποθέσεις που τάσσει η ανωτέρω διάταξη. Όμως κατ' εξαίρεση, δύναται να αναθέσει σε άλλον ανακριτικό υπάλληλο ή ανακριτή ανακριτικές πράξεις που πρόκειται να ενεργηθούν εκτός από την έδρα του, αλλά και εκτός της δικαστικής του περιφέρειας. Εξ άλλου, επί κρατουμένων οι οποίοι πρόκειται να εξετασθούν ενώπιον του ανακριτού ως μάρτυρες ή κατηγορούμενοι διατάσσεται η μεταγωγή τους ενώπιον του, προκειμένου να επιτευχθεί η εξέταση τους.
Είναι όμως αυτονόητο ότι, το τελευταίο δεν θα πρέπει να λαμβάνει χώραν σε εξαιρετικές περιπτώσεις, ήτοι σε περιπτώσεις κατηγορουμένων για σοβαρές εγκληματικές πράξεις, που είναι ύποπτοι αποδράσεως. Στις περιπτώσεις αυτές και προκειμένου να αποφεύγεται η διάθεση ισχυρών αστυνομικών δυνάμενων για τη φύλαξή τους, είναι επιβεβλημένο, εφόσον κρατούνται εντός της περιφέρειας του να μεταβαίνει ο ίδιος ο ανακριτής στο κατάστημα κράτησης και να λαμβάνει την κατάθεση ή την απολογία, ενώ αν κρατούνται εκτός της δικαστικής του περιφέρειας να αναθέτει σε άλλο ανακριτικό υπάλληλο ή ανακριτή τη λήψη της απολογίας ή καταθέσεως».
Δείτε αναλυτικά την εγκύκλιο 5/2017 της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου εδώ
Πηγή: www.lawspot.gr