Μέρος Α΄. Βασικές αρχές του διεθνούς, ευρωπαϊκού και εσωτερικού δικαίου.
1. Βασικές αρχές του σύγχρονου διεθνούς δικαίου ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Το ζήτημα της χρήσης βίας και όπλων από δημόσια δύναμη (περιλαμβανομένων των αστυνομικών δυνάμεων) σχετίζεται άμεσα με την προστασία του θεμελιώδους ανθρώπινου δικαιώματος στη ζωή. Σύμφωνα με το άρθρο 6 παρ. 1 του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα (ΔΣΑΠΔ, Ν.2462/1997) "Κάθε ανθρώπινο ον έχει ένα εγγενές δικαίωμα στη ζωή. Αυτό το δικαίωμα προστατεύεται νομικώς. Από κανέναν άνθρωπο δεν αφαιρείται αυθαίρετα η ζωή". Η επιτροπή του ΔΣΑΠΔ στο Γενικό Σχόλιο αρ. 6 (1982) έχει τονίσει την ιδιαίτερη σημασία της τρίτης πρότασης του άρθρου 6 παρ. 1, λέγοντας παράλληλα, ότι τα συμβαλλόμενα κράτη θα πρέπει να λαμβάνουν μέτρα όχι μόνο για την πρόληψη και τιμωρία της παράνομης αφαίρεσης ζωής, αλλά και για την πρόληψη "αυθαίρετων ανθρωποκτονιών" από τις δυνάμεις ασφαλείας των ίδιων των κρατών αυτών. Ως εκ τούτου η Επιτροπή έχει συστήσει, ότι ο νόμος πρέπει να ελέγχει αυστηρά και να περιορίζει τις περιπτώσεις, στις οποίες μπορεί να αφαιρεθεί η ζωή ενός ατόμου από τις ανωτέρω Αρχές.
Η θέση αυτή της Επιτροπής διατυπώθηκε σαφώς και στην απόφασή της στην υπόθεση Cuerrero v.Colombia. Στην υπόθεση αυτή η Επιτροπή σημείωσε, ότι η αφαίρεση ζωής κατά το άρθρο 6 παρ. 1 δεν πρέπει να θεωρείται αυθαίρετη, κατ΄ αρχήν, στις περιπτώσεις αυτοάμυνας ή άμυνας τρίτων προσώπων ή όταν είναι απαραίτητη για την σύλληψη ή αποτροπή απόδρασης εγκληματία. Στις περιπτώσεις αποτροπής απόδρασης εγκληματία αυτός θα πρέπει, σύμφωνα με την επικρατούσα άποψη στις σχετικές Αρχές που έχει υιοθετήσει ο ΟΗΕ, να συνιστά κίνδυνο για τη ζωή άλλων προσώπων. Σε όλες τις περιπτώσεις όμως η σχετική αξιολόγηση εξαρτάται από τα πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης. Στην ανωτέρω υπόθεση η Επιτροπή συμπέρανε, βάσει των πραγματικών περιστατικών, ότι οι ανθρωποκτονίες που τελέστηκαν από αστυνομικά όργανα κατά τη διάρκεια επιδρομής σε μια κατοικία, όπου πίστευαν ότι κρατούνταν όμηρος ένας πρεσβευτής παραβίασε την ανωτέρω διάταξη, διότι τα θύματα (που ήταν απλώς ύποπτοι διάπραξης απαγωγής) δεν προειδοποιήθηκαν, δεν τους δόθηκε η δυνατότητα να παραδοθούν ή να δώσουν εξηγήσεις για την παρουσία τους στον τόπο της αστυνομικής επιδρομής ή για τις προθέσεις τους. Βάσει των ανωτέρω, η Επιτροπή συμπέρανε, ότι τα αστυνομικά όργανα παραβίασαν την αρχή της αναγκαιότητας και αναλογικότητας, που πρέπει και εδώ να διέπουν απόλυτα τη χρήση βίας και δη θανατηφόρας βίας, και επομένως οι ανθρωποκτονίες που διεπράχθησαν ήταν αυθαίρετες κατά παράβαση του άρθρου 6 παρ. 1 ΔΣΑΠΔ.
Την αρχή της αναλογικότητας έχει επίσης εδραιώσει σε σχετική νομολογία του το Διαμερικανικό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (ΔΔΑΔ) στην υπόθεση, μεταξύ άλλων, Neira Alegria et al v. Peru, υπόθεση με θέμα την υπερβολική χρήση βίας και όπλων από δυνάμεις ασφαλείας του Περού για την καταστολή εξέγερσης σε μια φυλακή όπου κρατούνταν ιδιαίτερα επικίνδυνοι εγκληματίες και που είχαν στην κατοχή τους όπλα. Το ΔΔΑΔ, αναγνωρίζοντας τις ειδικές συνθήκες στην περίπτωση αυτή, τόνισε ότι οι ειδικές αυτές συνθήκες δεν έθεταν εκτός ελέγχου και περιορισμών τη χρήση βίας και όπλων/πυρομαχικών από τις κρατικές δυνάμεις καταστολής. Το Δικαστήριο επανέλαβε την παγιωμένη στη νομολογία του αρχή, ότι στις περιπτώσεις αυτές η δύναμη του κράτους δεν είναι απεριόριστη, ούτε μπορεί να καταφεύγει σε οποιαδήποτε μέσα για να εκπληρώσει τους στόχους του. Το κράτος, τόνισε το ΔΔΑΔ, υπόκειται στο νόμο και στις αρχές της ηθικής. Ασέβεια προς την ανθρώπινη αξιοπρέπεια δεν δικαιολογείται σε καμία περίπτωση κρατικής δράσης.
Στο ίδιο πνεύμα με την Επιτροπή του ΔΣΑΠΔ και του Διαμερικανικού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων κινείται και το Οικονομικό και Κοινωνικό Συμβούλιο του ΟΗΕ, το οποίο έχει υιοθετήσει και τονίσει την πρακτική αξία των Αρχών για την αποτελεσματική πρόληψη και διερεύνηση παράνομων, αυθαίρετων και συνοπτικών εκτελέσεων, που θα πρέπει να διανεμηθούν και να συνειδητοποιηθούν από όλες τις αστυνομικές, μεταξύ άλλων, δυνάμεις όλων των κρατών. Σύμφωνα με την σχετική Αρχή οι Κυβερνήσεις πρέπει να διασφαλίζουν τον αυστηρό έλεγχο, συμπεριλαμβανομένης της τήρησης της σαφούς ιεραρχικής σειράς (" clear chain of command"), αναφορικά με όλα τα στελέχη της εκτελεστικής εξουσίας, που έχουν την ευθύνη για τον εντοπισμό, τη σύλληψη, τη κράτηση, την προφυλάκιση και φυλάκιση, αλλά και με όλα τα στελέχη που είναι εξουσιοδοτημένα από το νόμο να χρησιμοποιούν βία και όπλα. Πρόσωπα, που είναι θύματα αυτού του είδους παράνομης βίας, πρέπει να έχουν από το νόμο το δικαίωμα προστασίας και αποκατάστασης της οιασδήποτε σχετικής βλάβης που έχουν υποστεί με δικαστικά ή άλλα μέσα (Αρχή 4).
Ο Κώδικας του ΟΗΕ για την Συμπεριφορά των στελεχών, που είναι επιφορτισμένα με το καθήκον επιβολής του νόμου (1979), έχει επίσης τονίσει στο άρθρο 3, ότι τα ανωτέρω στελέχη μπορούν να χρησιμοποιούν βία μόνο όταν αυτό είναι απολύτως απαραίτητο και στο βαθμό που αυτό απαιτείται για την εκτέλεση του καθήκοντός τους. Σύμφωνα με τον σχολιασμό του ΟΗΕ που αφορά στο ανωτέρω άρθρο, η χρήση όπλων θεωρείται ένα ακραίο μέτρο και πρέπει να γίνεται κάθε προσπάθεια για να αποκλείεται η χρήση όπλων ιδιαίτερα κατά των παιδιών. Ως γενική αρχή έχει προβληθεί εν προκειμένω ότι όπλα πρέπει να χρησιμοποιούνται μόνο όταν ο εγκληματίας αντιστέκεται ενόπλως ή κατά κάποιον άλλο τρόπο θέτει σε κίνδυνο τις ζωές άλλων ατόμων, και εφόσον λιγότερα ακραία μέτρα δεν επαρκούν για τον περιορισμό ή τη σύλληψη του ανωτέρω. Σε κάθε περίπτωση όπου γίνεται χρήση όπλου από εκτελεστικά όργανα, αυτά πρέπει να υποβάλουν αμέσως αναφορά στις αρμόδιες Αρχές.
Οι ειδικότερες και ουσιαστικές διατάξεις των Βασικών Αρχών του ΟΗΕ για τη χρήση βίας και όπλων από όργανα επιφορτισμένα με την επιβολή του νόμου (1990) χρήζουν ιδιαίτερης προσοχής προβλέποντας τα εξής :
(α) Τα ανωτέρω όργανα δεν πρέπει να χρησιμοποιούν όπλα κατά προσώπων παρά μόνο σε περιπτώσεις :
(1) αυτοάμυνας ή
(2) άμυνας άλλων ατόμων κατά επαπειλούμενου θανάτου ή σοβαρής βλάβης,
(3) για την πρόληψη ενός ιδιαίτερου σοβαρού εγκλήματος που συνιστά σοβαρή απειλή ζωής,
(4) για τη σύλληψη ατόμου που συνιστά τέτοιο κίνδυνο και προβάλλει αντίσταση στις Αρχές, ή για την αποτροπή της απόδρασής του.
Σε κάθε περίπτωση η χρήση όπλων δικαιολογείται μόνον όταν λιγότερα ακραία μέσα είναι ανεπαρκή για την επίτευξη αυτών των σκοπών. Επίσης σε κάθε περίπτωση, η από πρόθεση θανατηφόρα χρήση όπλων μπορεί να λάβει χώρα μόνον όταν αυτή είναι αναπόφευκτη για την προστασία ζωής (Αρχή αρ. 9).
(β) Στις υπό (α) περιπτώσεις τα όργανα πρέπει :
(1) να κάνουν γνωστή την ιδιότητά τους και
(2) να καταστήσουν σαφές ότι προτίθενται να χρησιμοποιήσουν όπλα, δίδοντας επαρκή χρόνο ανταπόκρισης, εκτός εάν αυτό θα έθετε τα στελέχη σε αδικαιολόγητο κίνδυνο ή θα έθετε σε κίνδυνο θανάτου ή σοβαρής βλάβης άλλα άτομα, ή θα ήταν σαφώς ακατάλληλο ή μάταιο υπό τις συγκεκριμένες συνθήκες (Αρχή α. 10).
(γ) Οι σχετικοί κανόνες ή κανονισμοί χρήσης όπλων από τα ανωτέρω όργανα πρέπει να περιέχουν οδηγίες που :
(1) να καθορίζουν τις συνθήκες υπό τις οποίες τα στελέχη νομιμοποιούνται να φέρουν όπλα και τα είδη των όπλων και πυρομαχικών που επιτρέπονται,
(2) να διασφαλίζουν ότι όπλα χρησιμοποιούνται μόνο όταν πρέπει και με τρόπο που μειώνει τον κίνδυνο μη αναγκαίας σωματικής βλάβης,
(3) να απαγορεύουν τη χρήση όπλων και πυρομαχικών που επιφέρουν αδικαιολόγητη βλάβη ή συνιστούν αδικαιολόγητο κίνδυνο,
(4) να ρυθμίζουν τον έλεγχο, την αποθήκευση και παράδοση οπλισμού,
(5) να προβλέπουν την ανάγκη προειδοποίησης, εάν αυτή μπορεί να υπάρξει, πριν τη χρήση όπλων,
(6) να προβλέπουν ένα σύστημα αναφοράς μετά από κάθε χρήση όπλων από τα ανωτέρω στελέχη.
2. Βασικές αρχές του σύγχρονου ευρωπαϊκού δικαίου ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Η νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ) στα πλαίσια ερμηνείας της παρ. 2 του άρθρου 2 (δικαίωμα στη ζωή) της ΕΣΔΑ (Ν.Δ.53/1974) έχει θέσει επίσης ορισμένες σημαντικές δικλείδες ασφαλείας για τις περιπτώσεις χρησιμοποίησης βίας και όπλων από κρατικές δυνάμεις επιφορτισμένες με την επιβολή του νόμου και τη διατήρηση της δημόσιας τάξης.
Κομβικό σχετικό σημείο είναι η ερμηνεία που έχει δώσει το ΕΔΔΑ στο εδάφιο 2 του άρθρου 2 ΕΣΔΑ. Θάνατος προσώπου δικαιολογείται από τη διάταξη αυτή μόνο εάν η χρήση βίας, με την οποία επέρχεται θάνατος, καθίσταται απόλυτα αναγκαία. Σε αρμονία με τη σχετική νομολογία της Επιτροπής του ΔΣΑΠΔ, το ΕΔΔΑ στην υπόθεση Mc Cann et al v. The UK, (υπόθεση αφορούσα τη δολοφονία μελών του IRA από ειδικές βρετανικές δυνάμεις ασφάλειας στο Γιβραλτάρ) τόνισε ότι "απόλυτα αναγκαία βία" σημαίνει ότι η βία που χρησιμοποιείται πρέπει να βρίσκεται σε αναλογία προς την εκπλήρωση των σκοπών που έχουν εδραιωθεί στις διατάξεις του άρθρου 2 παρ. 2 (α), (β), (γ). Για την ερμηνεία αυτών των διατάξεων το ΕΔΔΑ έχει τονίσει ότι, ειδικά σε περιπτώσεις όπου χρησιμοποιείται από πρόθεση βία που είναι θανατηφόρα, λαμβάνει υπόψη όχι μόνο τη δράση των κρατικών οργάνων ασφαλείας/τάξης που ασκούν την ανωτέρω βία, αλλά και τις πραγματικές συνθήκες υπό τις οποίες ασκείται η βία αυτή, συμπεριλαμβανομένου του σχεδιασμού και ελέγχου της υπό εξέταση δράσης.
Εν προκειμένω το ΕΔΔΑ καταδίκασε το Ηνωμένο Βασίλειο για παραβίαση του άρθρου 2 παρ. 2 (α) ΕΣΔΑ λαμβάνοντας υπόψη, μεταξύ άλλων πραγματικών περιστατικών :
(α) την έλλειψη κατάλληλης εκπαίδευσης ή οδηγιών για τη χρήση όπλων από τα αρμόδια κρατικά όργανα της υπό εξέταση επιχείρησης (αν και υπήρχαν σχετικοί γενικοί κανονισμοί δράσης που κρίθηκαν σύμφωνοι με τα πρότυπα του άρθρου 2 ΕΣΔΑ) έτσι ώστε να είναι σε θέση να αξιολογήσουν την αναγκαιότητα χρήσης όπλων και τραυματισμού των στόχων τους, βάσει των συγκεκριμένων συνθηκών της συγκεκριμένης επιχείρησης,
(β) την έλλειψη κατάλληλης φροντίδας και οργάνωσης της σχετικής υπό εξέταση επιχείρησης (σύλληψης τρομοκρατών).
Το ΕΔΔΑ τόνισε επίσης στην ίδια υπόθεση ότι μια γενική απαγόρευση αυθαίρετου φόνου από κρατικά όργανα δεν είναι επαρκής για την αποτελεσματική προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων που προστατεύει το ΕΣΔΑ. Πρέπει σε εθνικό επίπεδο να προβλέπεται διαδικασία για τον έλεγχο της νομιμότητας ("lawfulness") της χρήσης θανατηφόρας βίας από κρατικές αρχές. ΄Ετσι έχει κριθεί από το ΕΔΔΑ απαραίτητη, για την αποτελεσματική προστασία του ανθρώπινου δικαιώματος στη ζωή από τα κράτη που δεσμεύονται από την ΕΣΔΑ, η ύπαρξη μιας μορφής αποτελεσματικής επίσημης έρευνας σε περιπτώσεις όπου άτομα έχουν φονευθεί ως αποτέλεσμα άσκησης βίας από, μεταξύ άλλων, κρατικά όργανα. Η τυχόν παράλειψη των σχετικών ενεργειών συνιστά παραβίαση του δικαιώματος στη ζωή, δηλαδή το άρθρο 2 ΕΣΔΑ δεν συνεπάγεται μόνο υποχρέωση αποχής του κράτους από αυθαίρετη αφαίρεση ζωής αλλά και θετική ενέργεια του κράτους σε περίπτωση θανάτωσης προσώπου.
3. Βασικές αρχές κατά την άσκηση της αστυνομικής εξουσίας.
Κατά την άσκηση της αστυνομικής εξουσίας και κατά συνέπεια κατά την χρήση των όπλων από τους αστυνομικούς, πρέπει να λαμβάνονται υπόψη και να εφαρμόζονται οι αρχές της νομιμότητας, της αναγκαιότητας και της αναλογικότητας καθώς και όσες άλλες αρχές συμπληρώνουν τις τρεις αυτές βασικές αρχές του δικαίου.
α. Η αρχή της νομιμότητας.
Σύμφωνα με την αρχή της νομιμότητας η διοίκηση οφείλει να προβαίνει μόνο στις ενέργειες που προβλέπονται και επιβάλλονται ή επιτρέπονται από τους κανόνες δικαίου δηλαδή, πρέπει (οι ενέργειες της διοίκησης) να είναι σύμφωνες ή να βρίσκονται σε αρμονία με τους κανόνες αυτούς.
Ενώ ο ιδιώτης δηλαδή μπορεί να ενεργήσει οτιδήποτε δεν απαγορεύεται, η διοίκηση οφείλει ή μπορεί να ενεργήσει μόνο ότι επιτρέπεται. Η ενέργεια της διοικήσεως πρέπει να είναι σύμφωνη με τον κανόνα δικαίου, που διέπει τη δράση της διοίκησης.
Στην αστυνομική πρακτική και ειδικότερα στην περίπτωση της χρήσης των όπλων από τους αστυνομικούς, τα παραπάνω σημαίνουν ότι, όχι μόνο πρέπει να υπάρχει νόμος, που να προβλέπει την χρήση των όπλων, αλλά επιπλέον πρέπει ο νόμος αυτός να περιγράφει σαφώς και συγκεκριμένως τον ακριβή τρόπο χρήσης των όπλων. Κάθε δε χρήση του όπλου κατά τρόπο διαφορετικό απ΄ αυτόν που ρητώς προβλέπει ο σχετικός νόμος, αντίκειται στην αρχή της νομιμότητας, δηλαδή είναι παράνομος.
Να σημειωθεί ότι η αρχή της νομιμότητας είναι συνέπεια των αρχών της λαϊκής κυριαρχίας και του αντιπροσωπευτικού συστήματος.
Η αντίθετη της νομιμότητας αρχή, δηλαδή η αρχή της σκοπιμότητας, δεν έχει θέση ούτε σε δημοκρατική πολιτεία, ούτε σε σύγχρονο αστυνομικό δίκαιο, αφού σε μια ευνομούμενη πολιτεία ο σκοπός δεν αγιάζει τα μέσα.
β. Η αρχή της αναγκαιότητας.
Σύμφωνα με την αρχή της αναγκαιότητας η κρατική επέμβαση δικαιολογείται να περιορίσει την ελευθερία του ατόμου, μόνο σε όση έκταση συντρέχει ανάγκη θεραπείας του δημοσίου συμφέροντος. Μη αναγκαία δηλαδή είναι η χρήση των όπλων, όταν το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα, μπορεί να επιτευχθεί με άλλο λιγότερο επαχθές μέτρο για τον θιγόμενο ιδιώτη ή για το κοινό (βλ. Ν. Ανδρουλάκη, Τα όρια της ανακριτικής δράσεως και η αρχή της αναγκαιότητος, Ποιν. Χρ. ΚΕ 1975, σελ. 3 επ.). Είναι ευνόητο ότι, η αρχή της αναγκαιότητας ενεργοποιείται μόνον όταν εκ των πραγμάτων υφίστανται περισσότερα από ένα πρόσφορα μέτρα, για την υλοποίηση του επιδιωκομένου σκοπού (βλ. Θ. Δαλακούρα, Αρχή της Αναλογικότητας και μέτρα Δικονομικού Καταναγκασμού, 1993, σελ. 101). Η αρχή αυτή αναφέρεται στην ύπαρξη ουσιαστικών προϋποθέσεων περιορισμού της ατομικής ελευθερίας, καθώς και στην διάρκεια της κρατικής επεμβάσεως, με την έννοια ότι η βία μπορεί να ασκηθεί μόνο για όσο χρόνο συντρέχουν οι ουσιαστικές προϋποθέσεις. Σημειωτέον ότι, η αρχή αυτή λαμβάνεται υπόψη και από το άρθρο 133 του π.δ.141/1991, το οποίο ρητά αναφέρει ότι η χρήση των όπλων επιτρέπεται εφόσον υπάρχει απόλυτη ανάγκη και αφού εξαντληθούν όλα τα ηπιότερα μέσα.
Στην περίπτωση χρήσεως όπλων από τους αστυνομικούς πρέπει, όχι μόνο να προβλέπεται από το νόμο (ενν. η χρήση των όπλων), αλλά και να είναι απολύτως αναγκαία στη συγκεκριμένη περίπτωση, που γίνεται αυτή. Στην περίπτωση π.χ. που απαιτείται σύλληψη επικίνδυνου κακοποιού, ο οποίος κρύπτεται σε οικία ένοπλος, δεν είναι σύμφωνη με την αρχή της αναγκαιότητας η ενέργεια (ή η κατάστρωση σχεδίου δράσεως) που αποβλέπει στον πυροβολισμό αυτού ή ακόμα και στη χρήση χημικών ουσιών (π.χ. δακρυγόνων) προτού εξετασθεί το ενδεχόμενο να συλληφθεί κατά την έξοδό του από την οικία του με αιφνιδιαστική ενέργεια, χωρίς την χρήση όπλου ή ακόμα και χωρίς τη χρήση βίας.
γ. Η αρχή της αναλογικότητας.
Σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας μεταξύ του συγκεκριμένου διοικητικού μέτρου και του επιδιωκόμενου νόμιμου σκοπού, πρέπει να υπάρχει μια εύλογη σχέση. Η σχέση αυτή υπάρχει μόνον όταν το μέτρο που λαμβάνεται είναι το πλέον κατάλληλο για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού (καταλληλότητα), συνεπάγεται κατ΄ ένταση και διάρκεια τα λιγότερα δυνατά μειονεκτήματα για τον ιδιώτη (πολίτη) και το κοινό και τέλος τα συνεπαγόμενα μειονεκτήματα δεν υπερσκελίζουν τα πλεονεκτήματα (Π. Δαγτόγλου, Γενικό Διοικητικό Δίκαιο, 1984, σελ. 135). Για την κατανόηση (και εφαρμογή) της αρχής της αναλογικότητας έχει λεχθεί ότι "δεν πρέπει η αστυνομία να κυνηγάει τα σπουργίτια με κανόνια" (βλ. Α. Μάνεση, Ατομικές Ελευθερίες, 1979, σελ. 77). Αποτελεί συνταγματική αρχή και θεμελιώνεται στο άρθρο 5 παρ. 1 και 25 παρ. 1 του ισχύοντος Συντάγματος.
Η αρχή της αναλογικότητας, η οποία διέπει την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας προέκυψε αρχικά από το δίκαιο της Δημόσιας Τάξης και του Διοικητικού καταναγκασμού, της αρμοδιότητας δηλαδή των οργάνων της διοικήσεως να προβαίνουν σε υλικές, εκτελεστικές, μονομερείς ενέργειες σε περίπτωση άρνησης ή παραλείψεως του ιδιώτη να συμμορφωθεί σε διοικητική πράξη. Εφαρμόστηκε κατά πρώτο λόγο στο Αστυνομικό Δίκαιο και στη συνέχεια σ΄ολόκληρο το διοικητικό δίκαιο. Όπως η αρχή της αναγκαιότητας, έτσι και η αρχή της αναλογικότητας προβλέπεται από το άρθρο 133 π.δ.141/1991, με τη ρητή διατύπωση ότι η χρήση των όπλων επιτρέπεται εφόσον υπάρχει απόλυτη ανάγκη και αφού εξαντληθούν όλα τα ηπιότερα μέσα.
Ένα βασικό ερώτημα που τίθεται στο σημείο αυτό είναι το παρακάτω: Ποιος καθορίζει και προπάντων ποιος αποφασίζει για την ύπαρξη και την έκταση εφαρμογής ή την μη εφαρμογή (σε περίπτωση που δεν γίνεται αστυνομική ενέργεια) των παραπάνω αρχών στην αστυνομική πρακτική. Η απάντηση στο συγκεκριμένο ερώτημα είναι ότι, την απόφαση λαμβάνει αυτός που έχει την ευθύνη να ενεργήσει, σύμφωνα με όσα ο νόμος ορίζει. Π.χ. στις συναθροίσεις (άρθρο 11 Συντάγματος) ή στη στάση κρατουμένων (άρθρο 174 Π.Κ.) ο νόμος ρητά ορίζει ποιος φέρει την ευθύνη της απόφασης για την χρήση βίας και επομένως για την χρήση των όπλων. Είναι όμως ευνόητο ότι, στις μεμονωμένες περιπτώσεις, εκεί δηλαδή που ο αστυνομικός ενεργεί ουσιαστικώς μόνος του (π.χ. σε νυκτερινή υπηρεσία, το πλήρωμα περιπολικού δέχεται επίθεση από ελεγχόμενους) την αποκλειστική ευθύνη για την εφαρμογή των παραπάνω βασικών αρχών, την φέρει ατομικά ο κάθε αστυνομικός χωριστά. Το τελευταίο δείχνει και τον υψηλό βαθμό της γνώσης, που πρέπει (και οφείλει) να έχει ακόμα και ο τελευταίος σε βαθμό αστυνομικός, σε (νομικά) θέματα σχετικά με την χρήση των όπλων (βλ. Ι. Αγγελή, Η χρήση των όπλων από τους αστυνομικούς, Αστυν. Επιθεώρηση σελ. 85, 148 Φεβρουάριος/Μάρτιος 1998).
Νοέμβριος 2014
(Ο Νικόλαος Αθ. Μπλάνης είναι Αντιστράτηγος Αστυνομίας ε.α.
Διαβάστε επίσης
Επίτιμος Προϊστάμενος του Κλάδου Οργάνωσης και Ανθρώπινου Δυναμικού/Α.Ε.Α./Υ.Δ.Τ. και Πτυχιούχος Νομικής Σχολής Αθηνών).
http://staratalogia.blogspot.gr