Παράκαμψη προς το κυρίως περιεχόμενο
Posted by wave on Τρί, 08/21/2018 - 19:00

Καλησπέρα, γνωρίζω ότι για τα αδικήματα που διώκονται κατόπιν έγκλησης ισχύει προθεσμία 3 μηνών για την υποβολή έγκλησης από την ημέρα που τελέστηκαν, στην περίπτωση όμως που πρόκειται για αυτεπάγγελτο αδίκημα υπάρχει κάποιο αντίστοιχο χρονικό όριο; Μπορεί δηλαδή κάποιος να πάει σε Α.Τ. και να υποβάλει μήνυση για αυτεπάγγελτο αδίκημα που τελέστηκε πάνω από 3 μήνες πριν; Ευχαριστώ.

Greek

Υποβλήθηκε από Costas1. Ημερομηνία: Τετ, 08/22/2018 - 12:17 Μόνιμος σύνδεσμος

<p>Δεν υπάρχει προθεσμία για τα αυτεπάγγελτα είναι μέχρι να παραγραφούν και πάλι βασικά πρέπει να πάρεις την μήνυση.</p>
<p>Όσο για τα κατ' έγκληση η προθεσμία δεν είναι 3 μήνες από την τέλεση αλλά 3 μήνες από την γνωστοποίηση στον παθόντα της τέλεσης της αξιόποινης πράξης ή των στοιχείων του δράστη.</p>

Υποβλήθηκε από wave. Ημερομηνία: Τετ, 08/22/2018 - 17:24 Μόνιμος σύνδεσμος

<p>Ευχαριστώ φίλε Κώστα.</p>
<p>Αν για παράδειγμα πρόκειται για αυτεπάγγελτο πλημμελημα όπου ισχύει η παραγραφή μετά τα 5 έτη, πρακτικά μπορεί κάποιος να υποβάλει μήνυση ακόμα και έναν χρόνο μετά την τέλεση;</p>

Υποβλήθηκε από christos1984. Ημερομηνία: Παρ, 08/24/2018 - 11:40 Μόνιμος σύνδεσμος

Για τα αυτεπαγγέλτως διωκομενα αδικήματα μπορεί να καταγγελθεί η πράξη οποιαδήποτε στιγμή μέχρι την παραγραφή του αδικήματος. Για τα αμιγώς κατ'εγκληση διωκομενα αδικήματα ισχύει το 3μηνο που αναφέρει παραπάνω ο Κώστας σύμφωνα με το άρθρο 117 παρ. 1 Π.Κ.

Υποβλήθηκε από spirosgiapros. Ημερομηνία: Σάβ, 06/08/2019 - 20:28 Μόνιμος σύνδεσμος

<p>εκτος και αν εννοεις αυτην που δεν λεει και κατι που δεν το ξερουμε και που ειναι ασχετη με το θεμα που συζηταμε</p>
<p>&nbsp;</p>
<h3>26/1989 ΔΙΑΤ ΕΙΣΠΡ ΧΑΛΚ ( 31300)</h3>
<br>
<div id="d1">
<pre id="preword"> <span id="msgfield">
ΠΟΙΝΧΡ/1989 (531)
Παράνομη οπλοφορία.
ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑ: Μήνυση ή έγκληση. Τήρηση νομίμων προϋποθέσεων.
Η μη τήρηση των διατυπώσεων αυτών για την μήνυση ή έγκληση είναι άνευ
σημασίας και αυτές (μήνυση-έγκληση) δεν παύουν να αποτελούν "είδηση"
περί τέλεσης αξιόποινης πράξης.
Η απολογία του κατηγορουμένου δεν συνιστά μήνυση ή έγκληση ούτε είδηση
περί τελέσεως αξιόποινης πράξης για κάθε καταγγελία που μπορεί να
προκαλέσει την πειθαρχική ή ποινική δίωξη άλλου προσώπου.
Νόμω αβάσιμη η έγκληση του κατηγορουμένου εναντίον του Αντιεισαγγελέα
και ορθά δεν ελήφθη υπ` όψη από τον πταισματοδίκη η καταγγελία του
κατηγορουμένου κατά την απολογία του.

</span></pre>
</div>
<div id="d0">
<pre id="preword"> <span id="msgfield">

<span class="highlight1">ΔΙΑΤΑΞΗ</span>
Αριθ.<span class="highlight1">26/1989</span> Χαλκίδα 20-6-1989

Στην προαναφερόμενη έγκληση εκτίθεται ότι από την Αστυνομική
Διεύθυνση Αθηνών σχηματίσθηκε σε βάρος του εγκαλούντος, αυτεπαγέλτως
(άρθρ.243.2<a style="color: #0062B7; font-weight:bold;"> ΚΠΔ</a>) δικογραφία για παράνομη οπλοφορία (άρθρ.1 και 6
ν.495/1976) ήτις υπεβλήθη στην Εισαγγελία Πρωτοδικών Αθηνών και εχρεώθη
εις τον Αντεισαγγελέα Πρωτοδικών Η.Κ., όστις άσκησε κατά του
εγκαλούντος ποινικήν δίωξιν για την προλεχθείσα αξιόποινο πράξη και
παρήγγειλε εις τον πταισματοδίκη Αθηνών να λάβει απολογία
κατηγορουμένου (νυν εγκαλούντος).

Εις εκτέλεσιν της παραγγελίας του ως του αναφερομένου εισαγγελέως,
ελήφθη από τον προλεχθέντα ανακριτικό
υπάλληλο απολογία του Κ.Α στις 17-9-1987, σύμφωνα με τα οριζόμενα απο
τις διατάξεις των άρθρων 100,101,102,103,104,273 και 274<a style="color: #0062B7; font-weight:bold;"> ΚΠΔ </a>εις την
οποία ο ανωτέρω, εκτός των υπερασπιστικών επιχειρημάτων και ισχυρισμών
που αναπτύσει, αναφέρει επί λέξει και τα κάτωθι:...Κατηγορώ τον
αντεισαγγελέα πρωτοδικών κ.Η.Ν.Κ.για ολιγωρίαν διότι δεν εμελέτησε
καλώς ως είχε υποχρέωση τα στοιχεία της δικογραφίας αυτής και αντί να
ασκήσει ποινική δίωξη κατά αγνώστων για απόπειρα ανθρωποκτονίας,
βλέπετε στοιχεία καταθέσεώς μου,καταθέσεως της μάρτυρος<a style="color: #0062B7; font-weight:bold;"> Π.Κ.</a>, δικηγόρου
και του αστυνομικου Π.Μ ΚΑΙ Ζ.Α., άσκησε ποινική δίωξη άνευ θεμελιώσεως
εκ των στοιχείων της δικογραφίας για παράνομο οπλοφορία ν.495/1976. Επί
παραβάσει του ΝΔ 74/1979 περί πειθαρχικού δικαίου δικαστικών λειτουργών
(μείωσις του κύρους του δικαστικού λειτουργού και του γοήτρου της
δικαιοσύνης). Παρακαλώ όπως η δικογραφία αυτή αποσταλεί στόν αρμόδιο
εισαγγελέα εφετών για τις δικές του ενέργειες.

Ακολούθως την δικογραφία επιστραφείσα εις την εισαγγελία πρωτοδικών
Αθηνών,εχρεώθη, ως προανακριτικήν πλέον, ο εγκαλούμενος αντεισαγγελεύς,
όστις αφού εμελέτησε ταύτην, παρεπέμψε την υπόθεση δι`απ`ευθείας
κλήσεως του κατηγορουμένου εις το ακροατήριον του αρμόδιου δικαστηρίου
(Τριμελούς Πλημελειοδικείου Αθηνών-άρθρ.244ΚΠΔ).

Κατά του εγκαλούντα, η τοιαύτη ενέργεια του εγκαλουμένου
αντεισαγγελέως, έγινε κατά παράβασιν των καθηκόντων της υπηρεσίας
του και με σκοπό να προσπορίσει εις άλλον και δη τον
Αντεισαγγελέα Πρωτοδικών Αθηνών Η.Κ.,παράνομον όφελος. Η ορθή
και νόμιμος ενέργεια, έπρεπε αντιθέτως να είναι η υποβολή της
δικογραφίας εισ τον εισαγγελέα εφετών Αθηνών, προκειμένου αυτός να
κρίνει αν συντρέχει περίπτωση ασκήσεως πειθαρχικής διώξεως κατά του
αντεισαγγελέως πρωτοδικών Η.Κ. Δια τον λόγον δε αυτόν, ο εγκαλών
αιτείται να ασκηθεί κατά του εγκαλουμένου η προσήκουσα ποινική δίωξις.

Εκ του συνδυασμού των διατάξεων των άρθρων 33,34,36,37,42,43,72,100
ΚΠ273,274<a style="color: #0062B7; font-weight:bold;"> ΚΠΔ </a>προκύπτει ότι οι ανακριτικοί υπάλληλοι οφείλουν να
ανακοινώσουν χωρίς χρονοτριβή στον αρμόδιο εισαγγελέα οτιδήποτε
πληροφορούνται με κάθε τρόπο για αξιόποινη πράξη που διώκεται
αυτεπαγγέλτως.Η ανακοίνωση γίνεται γραπτώς και πρέπει να περιέχει όλα
τα στοιχεία που υπάρχουν και αφορούν την αξιόποινη πράξη, τους δράστες
και τις αποδείξεις. Εις την καθ` οιονδήποτε τρόπον γνώση περιλαμβάνεται
βεβαίως εν πρώτοις, η γνώση την οποία λαμβάνουν κατά την εκτέλεση των
καθηκόντων τους, κατ`εξοχήν δε κατόπιν μηνύσεως ή εγκλήσεως
υποβληθείσης πρός αυτούς παρ` ιδιώτου(άρθρ.42.3<a style="color: #0062B7; font-weight:bold;"> ΚΠΔ</a>).

Περί του τρόπου δε υποβολής της μηνύσεως και των τηρητέων διατυπώσεων
γίνεται λόγος εισ την παραγρ.2 του άρθρου 42ΚΠΔ πλήν όμως η μη τήρηση
των διατυπώσεων αυτών καθ`όσον αφορά εισ την μήνυση και την έγκληση
επί των αυτεπαγγέλτως διωκομένων εγκλημάτων στερείται σημασίας. Επί των
εγκλημάτων αυτών κι αν ακόμη η υποβλειθήσα στην εισαγγελεία μήνυση ή
έγκληση είναι ως τοιαύτη παράτυπος (λ.χ έλλειψη ειδικού πληρεξούσιου,
μη σύνταξις εκθέσεως εγχειρίσεως), δεν παύει να αποτελεί "είδησιν" περί
τελέσεως αξιόποινου πράξεως, ήτις κατ` άρθρον 36ΚΠΔ ωσαύτως εις
υποχρέωσιν του εισαγγελέως προς κίνησιν της ποινικής διώξεως (βλ.σχετ.
Ν. Ανδρουλάκη, Θεμελειώδεις έννοια της Ποινικής
Δίκης,τ.Γ`,1979,σελ.195,199, Χρήστου Δέδε, Ποινική Δικονομία έκδ.ε`σελ
324-327, Κων/νου Σταματάκη- Χρίστου Μπάκα, εφαρμογή της Ποίνικης
Δικονομίας, 1987,σελ. 175). Εξάλλου, την ιδιότητα του κατηγορουμένου
την αποκτά εκείνος εναντίον του οποίου ο εισαγγελεύς άσκησε ρητά την
ποινικήν δίωξη, εκείνος στον οποίο σε οποιοδήποτε στάδιο της ανάκρισης
αποδίδεται η αξιόποινη πράξη και εκείνος που αναφέρεται στη μήνυση,
στην έγκληση, στην αίτηση ή στην έκθεση
(σχετ.αρθρ.148,148,150,151,152ΚΠΔ) για αξιόποινη πράξη.

Η δε απολογία του κατηγορουμένου αποτελεί μέσον υπερασπίσεως αυτού
αποδεικτικόν δε μέσον καθ`ο μέρος αποτελεί ομολογίαν (άρθρ. 178ΚΠΔ)
εκτιμωμένη ελευθέρως υπό του δικαστηρίου (άρθρ.177<a style="color: #0062B7; font-weight:bold;"> ΚΠΔ</a>). Ο κατηγορούμενος
απολογούμενος, δικαιούται όχι μόνον να παρασιωπήσει αυτοβούλως την
επικίνδυνον εις αυτόν αλήθεια, αλλά και να αρνηθεί απάντηση εις σαφώς
υποβαλλομένην εις αυτόν ερώτηση, να αρνηθεί ψευδόμενος την αλήθεια
περιστατικών δυνάμεων να τον ενοχοποιήσουν, να διαστρεβλώσει την
αντικειμενική αλήθεια, να εκθέσει ψευδή γεγονότα δια των οποίων
επιδιώκει να απαλλαγεί της κατηγορίας (βλ.σχετ.Βαβαρέτου-Κονταξή<a style="color: #0062B7; font-weight:bold;"> ΚΠΔ </a>
εκδ.στ`737 και εκει παραπομπή σε Ι.Δασκαλόπουλο, ΠΧ ΙΔ σελ 251, Γαρδίκα
ΠΧ Θ`193 ΠλημΠειραιώς 134/1963,προτ.αντ.εις.Σ. Παπαδέλη ΠΧ ΙΓ`
σελ.118).

Και τούτο διότι η απολογία αποτελεί πρωτίστως μέσον
υπερασπίσεως του ως προελέχθει(βλ. σχετ. και πργ. 2 του άρθρ.273<a style="color: #0062B7; font-weight:bold;"> ΚΠΔ </a>
εις την οποία ορίζεται ότι : Αφού εξακριβωθεί η ταυτότητα του
κατηγορουμένου και του εξηγηθούν τα δικαιώματα του σύμφωνα με το άρθρο
103, εκείνος που ενεργεί την εξέταση του εκθέτει με πληρότητα και
σαφήνεια την πράξη για την οποία κατηγορείται και τον προσκαλεί να
απολογηθεί και να υποδείξει τα μέσα της υπεράσπισής του. Ο
κατηγορούμενος έχει δικαίωμα να αρνηθεί να απαντήσει...:Ο
κατηγορούμενος-επομένως- κατά την απολογίαν του και εφόσον δεχθεί
φυσικά να απαντήσει. Περιορίζεται εις την ανάπτυξη των υπερασπιστικών
αυτού επιχειρημάτων με τον τρόπο που ο ίδιος κρίνει σκόπιμον (εφόσον η
Ποινική Δικονομία του αναγνωρίζει ως προς τον τρόπο που θα ακολουθήσει
ελευθερίαν κινήσεως ως προελέχθει), υποδεικνύει τα μέσα υπερασπίσεως
του (μάρτυρες, έγγραφα και άλλα, έστω και ενέχοντα ηθικήν
απαξίαν-Γαρδίκας όπου παραπομπήν), ή και ομολογεί. Περιστατικά όμως
άσχετα της κατηγορίας, και καταγγελίες δυνάμενες να ενοχοποιήσουν
οιονδήποτε όσαι να προκαλέσουν την ποινικήν ή την πειθαρχικήν του
δίωξιν δεν δύνανται να αποτελέσουν μέρος της απολογίας, εφόσον ο νόμος
διαγράφει σαφώς το περιεχόμενον αυτής. Πολύ δε περισσότερον δεν
δύνανται να προσδώσουν εις τινα την ιδιότητα του κατηγορουμένου ή
πειθαρχικώς διωκτέου (άρθρου 72<a style="color: #0062B7; font-weight:bold;"> ΚΠΔ</a>). Ο νόμος απαιτεί για την πρόσκτηση
της ιδιότητος αυτής πλην άλλων να αναφέρεται τις στην μήνυση, στην
έγκληση, στην αίτηση ή στην έκθεση για αξιόποινη πράξη. Η απολογία δεν
συνιστά μήνυση, η έγκληση, ή αίτηση, ή έκθεση για αξιόποινη πράξη. Αλλά
ούτε και απλή "είδησις" περί τελέσεως αξιοποίνου πράξεως δύναται εν όλω
ή εν μέρει να θεωρηθεί. Εν εναντία περιπτώσει και ενόψει της ελευθερίας
της οποίας απολαύει ο κατηγορούμενος κατά την λήψιν της και την
ανάπτυξη των υπεραστικών του επιχειρημάτων, θα ηδύνατο ούτος ακωλύτως
να ενοχοποιεί οιονδήποτε να αχρηστεύει αποδεικτικά μέσα (λ.χ.μάρτυρες)
που η κατηγορούσα αρχή η και ο πολιτικός ενάγων θέλουν χρησιμοποιήσει
δια να αποδείξουν την σε βάρος του κατηγορίαν, και μάλιστα χωρίς να
διατρέχει τον κίνδυνον να καταμηνυθεί δια ψευδή καταμήνυσιν, ψευδορκίαν
μάρτυρος, συκοφαντηκή δυσφήμηση, εφόσον δρα εκ της θέσεως του
κατηγορουμένου, ακριβώς λόγω της ιδιότητος του αυτής και της ελευθερίας
και ατιμωρησίας που του αναγνωρίζεται.

Η ανάπτυξη επομένως των υπερασπιστικών του επιχειρημάτων, τελεί υπο τον
περιορισμό της μη ενοχοποιήσεως άλλων, αθώων ή και μη. Εφόσον ούτος
επιθυμεί την ποινικήν δίωξιν τινος, έχοντος ή μη σχέσιν με την
κατηγορίαν και την υπόθεσιν, δύναται να υποβάλει μήνυση ή έγκληση σύμφωνα
με τις διατυπώσεις που προαναφέρθηκαν και εάν πρόκειται για έγκλημα
αυτεπαγγέλτως διωκόμενον και παρατύπως έστω.

Ενόψει αυτών φρονώ, ότι οι προεκτεθείσες καταγγελίες που διατύπωσε
ο εγκαλών εν τη εκθέσει περί της απολογίας του ενώπιον του πταισματοδίκη
Αθηνών δεν δύνανται να αποτελέσουν μέρος αυτής (απολογίας) και ορθώς δεν
ελήφθησαν υπ`όψιν υπό του εγκαλούμενου αντεισαγγελέως.

Κατά συνέπεια η έγκληση πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος (άρθρ. 471<a style="color: #0062B7; font-weight:bold;"> ΚΠΔ </a>)
αντίγραφο δε της παρούσης να επιδοθεί στον εγκαλούντα διωκούμενον
να ασκήσει την από την διάταξη του άρθρου 48<a style="color: #0062B7; font-weight:bold;"> ΚΠΔ </a>προβλεπόμενη προσφυγή.

Σπ.ΜΟΥΖΑΚΙΤΗΣ
Αντεισαγγελεύς Πρωτοδικών

</span></pre>
</div>

Policenet.gr © | 2024 Όροι Χρήσης.
developed by Pixelthis