Το περασμένο καλοκαίρι, βίωσα μία από αυτές τις εμπειρίες που δεν περιμένεις να συμβούν σε σένα, μάλλον επειδή πιστεύεις ότι τα άσχημα πράγματα πάντα συμβαίνουν «στους άλλους». Ήταν ξημερώματα, όταν ξύπνησα από τη ζέστη, θέλοντας να πιω λίγο νερό. Καθώς σηκώθηκα από το κρεβάτι, είδα ότι η μπαλκονόπορτα στο υπνοδωμάτιο ήταν μισάνοιχτη. Ποτέ δεν την άφηνα ανοιχτή και αυτό το βράδυ δεν είχε αποτελέσει κάποια εξαίρεση στον κανόνα. Το επόμενο πράγμα που παρατήρησα ήταν ότι έλειπε ο υπολογιστής δίπλα από την τηλεόραση, το ίδιο και το κινητό πάνω στο κομοδίνο. Άνοιξα το φως και ξαφνικά μια απέραντη ακαταστασία μπροστά μου. Συρτάρια ανακατεμένα, κουτιά με προσωπικά πράγματα μισάνοιχτα, τσάντες άδειες και πεταμένες στο πάτωμα. Η δίψα μού είχε φύγει και αυτή ήταν η πρώτη διάρρηξη στο σπίτι μου, καθώς δεν είχα πάρει μυρωδιά ότι κάποιοι άνθρωποι περπάτησαν δίπλα μου. Το κόστος ήταν περίπου στις 4.000 ευρώ, όχι μικρό αν ζεις μόνο από τη δουλειά σου.
[custom:google-ads]
«Τυχερός ήσουν που δεν ξύπνησες, τα πράγματα θα μπορούσαν να έχουν πάει πολύ χειρότερα», μου είπε αργότερα ένας από τους αστυνομικούς που ήρθαν στο διαμέρισμα, για να καταγράψουν το περιστατικό. Εκείνη τη στιγμή, η φράση δεν με παρηγόρησε ιδιαίτερα, όμως ήρθε πάλι στο μυαλό μου πριν από λίγες ημέρες, όταν διάβασα ότι ο επιχειρηματίας Αλέξανδρος Σταματιάδης, 52 ετών, έχασε τη ζωή του από τα τραύματα που του προκάλεσαν με πυροβόλο όπλο δύο ληστές που έκαναν διάρρηξη στο σπίτι του στην Κηφισιά, τα ξημερώματα της Μεγάλης Δευτέρας. Λίγες ημέρες, νωρίτερα, μια άλλη διάρρηξη είχε εντελώς διαφορετική κατάληξη, αφού ο 88χρονος ένοικος ενός σπιτιού στη Γλυφάδα πυροβόλησε κατά των δύο δραστών που μπήκαν σπίτι του για να τον ληστέψουν, τραυματίζοντάς τον έναν ελαφρά στο χέρι και οδηγώντας ουσιαστικά στη σύλληψή τους, που έλαβε χώρα λίγο αργότερα στο νοσοκομείο όπου πήγαν για τα τραύματά τους.
Την ώρα που η εγκληματικότητα του δρόμου -όπως οι κλοπές και οι διαρρήξεις- αυξάνονται, όλο και περισσότερες φωνές ζητούν από τους πολίτες «να πάρουν τον νόμο και τα όπλα στα χέρια τους», για να προστατέψουν τις περιουσίες και τις ζωές τους από «αδίστακτους κακοποιούς». Είναι χαρακτηριστικό ότι την ημέρα που ο 88χρονος αφέθηκε ελεύθερος υπό τον περιοριστικό όρο της απαγόρευσης εξόδου από τη χώρα -εναντίον του ασκήθηκε ποινική δίωξη για βαριά σκοπούμενη σωματική βλάβη, παράνομη οπλοκατοχή, παράνομη οπλοχρησία και ψευδορκία- κάποιοι πανηγύρισαν για τη «δικαίωση» της απόφασής του να πυροβολήσει κατά των δύο ληστών που μπήκαν σπίτι του.
Το φυσιολογικό αίσθημα βιασμού της ιδιωτικής σφαίρας
Πρέπει να παραδεχτώ πως όταν συνειδητοποίησα ότι κάποιος περπάτησε δίπλα από το κρεβάτι μου την ώρα που εγώ κοιμόμουν, αισθάνθηκα μέσα μου ένα αίσθημα βαθιάς παραβίασης της προσωπικότητάς μου, το οποίο ενισχύθηκε από το γεγονός ότι αντικείμενα υλικής και συναισθηματικής αξίας είχαν κάνει φτερά. Η Τατιάνα Δημητρίου, σύμβουλος ψυχικής υγείας, μου είπε ότι αυτό που ένιωσα ήταν απολύτως φυσιολογικό: «Στο πλαίσιο της ανάγκης μας για κοινωνική ένταξη, ως άνθρωποι αναπτύσσουμε την ανάγκη της ιδιοκτησίας και της προσωπικής κτήσης, ιδιαίτερα στις καπιταλιστικές κοινωνίες. Τα υλικά αγαθά κατέχουν ουσιώδη θέση στο κοινωνικό στάτους μας, με αποτέλεσμα η κτήση ενός αντικειμένου να ταυτίζεται με την έννοια του πλούτου, της κοινωνικής καταξίωσης και της αυτοσυντήρησης. Έτσι, όταν γίνεται μία διάρρηξη σπίτι μας, η σύνδεση αυτή των υλικών αντικειμένων με τη θέση μας στην κοινωνία και την επίδραση που μπορεί να έχουν πάνω σε τρίτους -όπως η ζήλια και ο φθόνος- ενισχύει το συναίσθημα παραβίασης της ιδιωτικότητας. Νιώθουμε σαν να μας “βιάζουν”, σαν να παίρνουν ένα κομμάτι της ψυχής μας, που το έχουμε κλείσει και περιχαρακώσει μέσα στην ιδιωτικότητα, το φυλάμε μέσα μας, στα “σπίτια” μας και αυτό επίσης δημιουργεί το ίδιο αρνητικό συναίσθημα. Ακόμη, δημιουργείται ένα αίσθημα αδικίας, αφού έχουμε δουλέψει και έχουμε κάνει θυσίες, για να καταφέρουμε να αποκτήσουμε αυτά τα αντικείμενα και ξαφνικά κάποιος, χωρίς να έχει κοπιάσει για τίποτα, παίρνει αυτό που μας ανήκει. Νιώθουμε ότι παραβιάζεται ένα κομμάτι των κόπων μας και άρα του εαυτού μας. Μια πιθανή αυτόματη αντιμετώπιση είναι να “πάρω το όπλο, για να αυτοπροστατευτώ εγώ και τα υλικά αντικείμενά μου”. Σε αυτό το κομμάτι λειτουργεί ξεκάθαρα το ένστικτο της επιβίωσης».
Τα όπλα θα φέρουν περισσότερα θύματα
Παρότι είναι φυσιολογικό να νιώθουμε αδικημένοι και φοβισμένοι μετά από μία διάρρηξη, η άποψη που λέει ότι οι πολίτες θα πρέπει να πάρουν τα όπλα για να προστατευθούν, είναι επικίνδυνη και αναποτελεσματική. Ο Γιώργος Παπακωνσταντής, διδάκτωρ της Παντείου σε θέματα Πολιτικών Ασφάλειας, είπε στο VICE ότι «η οπλοκατοχή δεν αποτελεί εγκληματολογικά τρόπο προστασίας από διαρρήξεις. Πολύς κόσμος νομίζει ότι αν πάρει ένα όπλο και το βάλει κάτω από το μαξιλάρι του, θα είναι προστατευμένος. Ωστόσο, κάτι τέτοιο μάλλον θα οδηγούσε σε αύξηση της εγκληματικότητας και περισσότερα θύματα, αφού τότε κακοποιοί θα ήξεραν ότι στα περισσότερα σπίτια υπάρχουν όπλα και άρα θα έρχονταν προετοιμασμένοι, για να χρησιμοποιήσουν τα δικά τους. Ακόμη, ενώ σήμερα πολλοί διαρρήκτες δεν έχουν όπλα, η υιοθέτηση της γενικευμένης οπλοκατοχής θα οδηγούσε σε περισσότερες ένοπλες διαρρήξεις, αφού οι κακοποιοί θα γνώριζαν ότι διατρέχουν τον κίνδυνο να τους πυροβολήσουν. Το αποτέλεσμα θα ήταν να ανοίγουμε τις πόρτες μας με το όπλο στο χέρι, όμως δεν νομίζω ότι είναι αυτή η κοινωνία που θέλουμε. Ακόμη, τα θύματα σε μία ένοπλη κοινωνία είναι περισσότερα, επειδή σε αρκετές περιπτώσεις οι διαρρήκτες φτάνουν πρώτοι στο όπλο του ιδιοκτήτη, ενώ δεν μπορούν να αποκλειστούν δυστυχήματα από κακή φύλαξη των όπλων, που μπορούν να καταλήξουν στα χέρια παιδιών ή κακές πρακτικές ασυνείδητων ιδιοκτητών».
Η οπλοφορία, αλλά και κάθε άλλη επιθετική αντίδραση των θυμάτων εναντίον των δραστών κατά τη διάρκεια μίας διάρρηξης, είναι συνήθως αναποτελεσματικές για τους ενοίκους, «καθώς οι διαρρήκτες αιφνιδιάζουν τα θύματά τους, τα περισσότερα από τα οποία κοιμούνται την ώρα της ληστείας, με αποτέλεσμα να αδυνατούν να αντιδράσουν λογικά, πόσο μάλλον να κάνουν χρήση όπλου ή πολεμικών τεχνών», συμπληρώνει ο κ. Παπακωνσταντής.
Προληπτικά μέτρα ασφαλείας, αλλιώς συνεργασία με τους δράστες
Σε αντίθεση με την οπλοκατοχή, σημαντικότερο αποτέλεσμα κατά των διαρρήξεων έχουν τα προληπτικά μέτρα ασφαλείας που παίρνουμε, για να αποτρέψουμε την είσοδο των διαρρηκτών στο σπίτι μας. «Αντί να πάρουμε όπλο, είναι πολύ καλύτερο να βάλουμε έναν συναγερμό και να είμαστε σίγουροι ότι τα παράθυρα και οι πόρτες μας κλείνουν με τον καλύτερο δυνατό τρόπο. Είναι αστείο κάποιοι να υποστηρίζουν να δώσουμε όπλα σε σπίτια, των οποίων τις πόρτες μπορούμε να ανοίξουμε με μια αστυνομική ταυτότητα. Ακόμη, εδώ θα πρέπει να πούμε ότι είναι λανθασμένη η αντίληψη που λέει ότι αν έχεις όπλο, δεν θα έρθει ο διαρρήκτης. Θα έρθει, απλώς καλύτερα προετοιμασμένος. Γι’ αυτό, έχει σημασία να αποτρέψουμε την είσοδό του στο σπίτι», λέει ο κ. Παπακωνσταντής. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα εξάλειψης των ληστειών εξαιτίας προληπτικών μέτρων ασφαλείας είναι τα καταστήματα των τραπεζών, όπου οι πόρτες ασφαλείας και η μείωση της κυκλοφορίας μετρητών έχει οδηγήσει σε εξάλειψη αυτής της μορφής παραβατικότητας, χωρίς να χρησιμοποιούνται όπλα για την ασφάλειά τους.
Αν τελικά οι διαρρήκτες μπουν στο σπίτι, η καλύτερη επιλογή είναι να μην υπάρξει αντιπαράθεση με τους κακοποιούς. «Στις διαρρήξεις, οι πιο τυχεροί είναι οι ένοικοι που είτε δεν βρίσκονται στο σπίτι, είτε δεν ξυπνούν ποτέ. Αυτό επειδή, πράγματι, όπως λένε όλες οι αστυνομίες παγκοσμίως, όταν ο διαρρήκτης μπει στο σπίτι για να κλέψει, έχει έρθει προετοιμασμένος για να προστατευθεί. Αυτό αφήνει ελάχιστα περιθώρια αντίδρασης στο αδύναμο από τον ύπνο θύμα, που πλέον το καλύτερο που έχει να κάνει είναι να διατηρήσει την ψυχραιμία του και να παραμείνει ακίνητος ή να κάνει ότι κοιμάται, κάτι που είναι εξαιρετικά δύσκολο, αφού η πρώτη μας αντίδραση είναι να σηκωθούμε και να ανάψουμε τα φώτα, για να δούμε τι συμβαίνει στο σπίτι. Σε κάθε περίπτωση, το θύμα θα πρέπει να συνεργαστεί με τον θύτη, για να γλιτώσει τα χειρότερα και να προστατέψει το σημαντικότερο αγαθό που έχει - τη ζωή του. Αυτό συνίσταται και επειδή πολλοί διαρρήκτες έχουν ως κύριο σκοπό τους να πάρουν ό,τι βρουν και να φύγουν, χωρίς να ασκήσουν βία και να γίνουν αντιληπτοί. Σε αυτήν την περίπτωση, είναι καλύτερο να μην γίνουν αντιληπτοί, επειδή δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι και εκείνοι είναι άνθρωποι και μπορούν να αντιδράσουν λανθασμένα και βεβιασμένα, όταν νιώσουν απειλή ή πίεση».
Είναι χαρακτηριστικό ότι στην περίπτωση του επιχειρηματία Αλέξανδρου Σταματιάδη, το χρονικό της ληστείας και του θανάτου του αποτελεί ένα μπαράζ ατυχών χειρισμών. Συγκεκριμένα, το σπίτι δεν διέθετε τα κατάλληλα μέτρα ασφαλείας που θα μπορούσαν να αποτρέψουν τους ληστές από το να κάνουν τη διάρρηξη, όπως είναι ο συναγερμός και οι κάμερες. Ακόμη, όταν οι κακοποιοί κατάλαβαν ότι έγιναν αντιληπτοί από τον 52χρονο και τη σύζυγό του, τον χτύπησαν με διαρρηκτικό εργαλείο στο κεφάλι και το σώμα και σύμφωνα με τη μαρτυρία της συζύγου του, φώναζαν «Θα σας σκοτώσουμε, σκάσε, βούλωσέ το, μη φωνάζετε, κάντε ό,τι λέμε». Στη συνέχεια, όταν κατάλαβαν πως δεν μπορούν να ακινητοποιήσουν τον 52χρονο, ο ένας από τους δύο ληστές τον πυροβόλησε τρεις φορές, σχεδόν εξ επαφής.
Από την άλλη πλευρά, κάποιοι υποστηρίζουν ότι η περίπτωση του 88χρονου αποδεικνύει πως η χρήση όπλου μπορεί τελικά να οδηγήσει σε μεγαλύτερη προστασία. Ωστόσο, ο Γιώργος Παπακωνσταντής λέει ότι, «αυτό το περιστατικό είναι η εξαίρεση και όχι ο κανόνας, αφού οι διαρρήκτες ήταν πολύ χαλαροί και εκτίμησαν λανθασμένα ότι το θύμα δεν θα μπορούσε να τους πυροβολήσει λόγω των κινητικών προβλημάτων του».
Παρότι η οπλοκατοχή όχι μόνο δεν περιορίζει την εγκληματικότητα, αλλά αντίθετα κατά κανόνα την κλιμακώνει, πολλοί συμπολίτες μας πιστεύουν ότι είναι η λύση στο πρόβλημα. «Νομίζω ότι αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι τα τελευταία χρόνια έχουμε μπερδέψει δύο πράγματα, που είναι εντελώς ξεχωριστά: το ένα είναι το δικαίωμα αυτοάμυνας του θύματος, που πράγματι είναι κατοχυρωμένο και το άλλο είναι η δυνατότητά σου να αμυνθείς, που είναι ένα πρακτικό ζήτημα. Είναι προφανές ότι όλοι έχουμε δικαίωμα αυτοάμυνας, όμως είναι άλλη συζήτηση το πώς θα προστατέψουμε την ατομική μας ακεραιότητα, όταν εκεί που κοιμόμαστε κάποιος μπαίνει ξαφνικά στο σπίτι μας. Υπό αυτές τις συνθήκες, είναι εξαιρετικά παρακινδυνευμένο να σηκωθείς από μια κατάσταση πλήρους χαλάρωσης και να πάρεις όπλο ή να παλέψεις με ανθρώπους που οπλοφορούν και έχουν έρθει έτοιμοι να σε ληστέψουν και ενδεχομένως να σου ασκήσουν βία. Στην Ελλάδα, μπερδεύουμε την αίσθηση του δικαίου και του αδίκου με την άμυνα, που δεν είναι ζήτημα δικαίου ή αδίκου, αλλά θέμα της πραγματικής ζωής», λέει ο Γιώργος Παπακωνσταντής.
Εξιδανικευμένη βία
Η γοητεία που ασκεί σε κάποιους η οπλοκατοχή σίγουρα συνδέεται με την εικόνα που έχουμε διαμορφώσει για μορφές του εγκλήματος από τον τομέα της ψυχαγωγίας και τις ιδεολογικές μας καταβολές. Για παράδειγμα, ο Michael Corleone στον Νονό γίνεται περισσότερο αντιληπτός ως ένας άνθρωπος που προστατεύει την τιμή και την οικογένειά του και λιγότερο ως ένας στυγνός γκάνγκστερ που διατάζει τον θάνατο δεκάδων ανθρώπων. Η Τατιάνα Δημητρίου σημειώνει ότι «τόσο τα media, όσο και οι σειρές και ταινίες που βλέπουμε, έχουν διαμορφώσει μια πιο ωραιοποιημένη εικόνα για την αυτοάμυνα από την πραγματική, καθώς δημιουργούν την αντίληψη ότι είμαστε κάτι σαν Ρομπέν των Δασών, που μπορούμε να κάνουμε “κακά” πράγματα, για καλούς σκοπούς».
Φυσικά, δεν χρειάζεται να πάει κανείς στην ποπ κουλτούρα, για να βρει ένα εύφορο έδαφος αντιλήψεων που θέλουν τα όπλα να είναι «καλά» υπό προϋποθέσεις. «Η βεντέτα στην Κρήτη άνθισε, επειδή το να σκοτώσεις θεωρήθηκε μια μορφή απονομής δικαίου, ανταποκρινόταν στο περί δικαίου αίσθημα της κοινωνίας», λέει ο κ. Παπακωνσταντής και συμπληρώνει: «Αυτό οφείλεται στο ότι στην Ελλάδα συχνά πολιτικοποιούμε τη βία, πιστεύουμε ότι υπάρχει “καλή” και “κακή” βία, κρίση που εδράζεται στην ιδεολογία μας ή τα συμφέροντά μας. Αρκεί να θυμηθούμε την περίπτωση της 17 Νοέμβρη, που κατά τη διάρκεια της δράσης της δεν είχε ακριβώς σύσσωμη την κοινωνία απέναντί της, αφού κάποιοι θεωρούσαν “καλή βία” και δίκαιο το να δολοφονούνται πλούσιοι, επειδή υπάρχουν φτωχοί. Νομίζω ότι σταδιακά στην Ελλάδα διαμορφώνεται ένα δίπολο “συστημικοί-αντισυστημικοί”, κάτι σαν το παλιό “μνημονιακοί-αντιμνημονιακοί” και το παλαιότερο “Δεξιά-Αριστερά”. Την ώρα που οι “συστημικοί” παλεύουν για να βελτιώσουν τη λειτουργία των θεσμών, οι “αντισυστημικοί” πάνε κόντρα σε όλα, βάζοντας μέσα το στοιχείο της βίας ακόμη και με όπλα. Το αποτέλεσμα είναι να υπάρχουν πολιτικές δυνάμεις που είναι στα δικαστήρια για πράξεις βίας, αλλά δεν παύουν να έχουν τη λαϊκή υποστήριξη. Αυτό είναι ανησυχητικό».
Έλλειψη εμπιστοσύνης στους θεσμούς
Βέβαια, η τάση να θέλουμε να πάρουμε το νόμο στα χέρια μας συνδέεται κυρίως με την έλλειψη εμπιστοσύνης προς θεσμούς που είναι επιφορτισμένοι με την ασφάλεια και την αντιμετώπιση του εγκλήματος, κάτι που οδηγεί στην παλινδρόμηση σε ένα αρχέγονο πρότυπο απονομής δικαιοσύνης, αφού θεωρούμε ότι η Αστυνομία και η Δικαιοσύνη μάλλον είναι πολύ αργές ή ανίκανες να προλάβουν το έγκλημα και να αποδώσουν δικαιοσύνη. «Στην Ελλάδα υπάρχει διάχυτη η αντίληψη ότι από τη στιγμή ενός εγκλήματος έως την τιμωρία του, η κατάσταση είναι εξαιρετικά χρονοβόρα και κοστοβόρα. Επιπλέον, υπάρχει η γενικευμένη εντύπωση ότι οι Αστυνομία δεν θα πιάσει ποτέ τους κλέφτες και άμα τους πιάσει, θα τους αφήσει μετά από λίγο καιρό, επειδή οι φυλακές είναι γεμάτες και δεν υπάρχει η δυνατότητα να παραμείνουν μέσα και να εκτίσουν την ποινή τους. Εκείνη την ώρα λοιπόν, που τις περισσότερες φορές επικρατεί το συναίσθημα του φόβου, της αδικίας και του θυμού, λειτουργούμε περισσότερο συναισθηματικά και νιώθουμε πως θα δικαιωθούμε, μόνο αν αντιδράσουμε στο εδώ και το τώρα. Εξού και η επιθυμία ή η σκέψη για αυτοάμυνα και αυτοδικία», σημειώνει η κ. Δημητρίου.
Από την πλευρά του, ο κ. Παπακωνσταντής σημειώνει ότι «η έλλειψη εμπιστοσύνης προς τους θεσμούς αντιμετώπισης του εγκλήματος οφείλεται και σε φαινόμενα ανοχής παραβατικών πράξεων, που προκαλούν στον κόσμο μια ανασφάλεια και αίσθηση διάχυσης της εγκληματικότητας. Για παράδειγμα, οι πολίτες βλέπουν ότι ο Ρουβίκωνας κάνει εισβολή στη Γαλλική Πρεσβεία και η Αστυνομία δεν κάνει τίποτα, είναι λογικό να σκεφτούν ότι η Αστυνομία δεν θα τους προστατέψει, όταν κάποιος μπει σπίτι τους». Ωστόσο, ο Γιώργος Παπακωνσταντής συμπληρώνει ότι, «στην Ελλάδα έχει σχεδόν καθολικά παγιωθεί η αντίληψη ότι η πάταξη της εγκληματικότητας είναι αποκλειστικά θέμα της Αστυνομίας. Αυτό είναι λάθος, αφού η Αστυνομία δεν είναι παρά ένας θεσμός που προσπαθεί να καταστείλει το έγκλημα με τις δυνάμεις που έχει, χωρίς να μπορεί να είναι πανταχού παρούσα. Άλλωστε, στην Ελλάδα έχουμε μία από τις καλύτερες αναλογίες αστυνομικών ανά κατοίκους. Παρόλα αυτά, το έγκλημα υπάρχει. Αυτό δείχνει ότι η λύση δεν είναι να περιμένουμε τα πάντα από την Αστυνομία, αλλά να δούμε την αναγκαιότητα της λογικής της πρόληψης, σύμφωνα με την οποία οι πολίτες πρέπει να παίρνουν τα απαραίτητα μέτρα, ώστε το έγκλημα να μην λάβει καν χώρα, προτού χρειαστεί να το αντιμετωπίσουμε».
Πρόσφατα, ο αντιπρόεδρος της Βουλής και βουλευτής των ΑΝ.ΕΛ., Δημήτρης Καμμένος, είπε ότι οι ηλικιωμένοι πολίτες θα πρέπει να μάθουν καράτε, για να αντιμετωπίσουν τις αυξανόμενες διαρρήξεις. Όταν ο αντιπρόεδρος της Βουλής μιλάει ανοιχτά για αντιμετώπιση της εγκληματικότητας με πολεμικές τέχνες, είναι λογικό να ακολουθούν δηλώσεις υπέρ της οπλοκατοχής. Ωστόσο, εκεί όπου εφαρμόστηκε η τελευταία, βλέπουμε πολύ περισσότερες δολοφονίες από ό,τι στην Ελλάδα. Ο κ. Παπακωνσταντής λέει σχετικά: «Για να δει κανείς πόσο μεγάλο λάθος θα ήταν να επιτραπεί η οπλοχρησία, αρκεί να συγκρίνει τις δολοφονίες που γίνονται στην Ελλάδα, οι οποίες τα τελευταία χρόνια έχουν ελαχιστοποιηθεί και σε ένοπλες κοινωνίες, όπως εκείνη των ΗΠΑ, όπου οι δολοφονίες είναι καθημερινό φαινόμενο και οι διαρρήξεις και ληστείες συχνότερες. Ωστόσο, στην Ελλάδα ενθουσιαζόμαστε με τις εύκολα με τις εύκολες λύσεις, που όπως και στην περίπτωση της οπλοκατοχής, προτείνεται λαϊκίστικα και για μικροπολιτικά οφέλη. Κάποιοι πολιτικοί λένε στον κόσμο αυτό που θέλει να ακούσει, ότι δηλαδή η εγκληματικότητα θα μειωθεί απλώς γεμίζοντας τα σπίτια μας με όπλα. Όμως η εγκληματικότητα δεν αντιμετωπίζεται αποτελεσματικά, όσο παραμένει παιδί κομματικής αντιπαράθεσης. Χρειάζεται μακροπρόθεσμη στρατηγική, που θα συμφωνηθεί από όλες τις πολιτικές δυνάμεις και δεν θα εξαρτάται από τις απόψεις του εκάστοτε υπουργού. Δυστυχώς, μέχρι σήμερα δεν έχουμε δει τα ζητήματα της εγκληματικότητας να προσεγγίζονται με τρόπο επιστημονικό και εγκληματολογικό, με βάση τις αρχές της δίωξης του εγκλήματος, αλλά μόνο για πολιτική αντιπαράθεση».