«ΣΥΡΙΖΑ; Τι είναι ΣΥΡΙΖΑ;». Είναι η τελευταία ερώτηση που περιμένεις να ακούσεις – ειδικά έξω από τα γραφεία του ΣΥΡΙΖΑ. Πλατεία Κουμουνδούρου μεσημέρι Τετάρτης, και ο Αχμέντ, μισοξαπλωμένος στο χορτάρι ανάμεσα στα πεζούλια, περιμένει απάντηση. Προσπαθώ να του εξηγήσω πως είναι το κόμμα που κυβερνάει τώρα, αυτό που αποφάσισε να κλείσει η Αμυγδαλέζα. «Αμυγδαλέζα ξέρω τι είναι», λέει ο νεαρός. Σηκώνει την μπλούζα του, μου δείχνει κάτι σαν έκζεμα στα πλευρά του. «Τρεις μήνες το έχω», λέει. «Η Αμυγδαλέζα κλείνει, αυτό δεν κλείνει».
Με την άκρη του ματιού μου βλέπω τον αστυνομικό στην πύλη του ΣΥΡΙΖΑ. Μας κοιτάζει κάπως ενοχλημένος – μάλλον φταίει η πρόσφατη έφοδος των αναρχικών στα γραφεία. Οπως και να ’ναι, ο Αχμέντ ούτε που νοιάζεται. «Εχει ήλιο, έχουμε φαγητό, όλα καλά», λέει στα αγγλικά. Μοιάζει σχεδόν ανήλικος και σήμερα συμπληρώνει δύο μέρες ελευθερίας στην Αθήνα. Εφυγε από την Αμυγδαλέζα τη Δευτέρα, μου λέει πως ελπίζει ότι θα φύγει από την Ελλάδα την άλλη Δευτέρα. Στο ενδιάμεσο, πάει στα συσσίτια, «μου δίνουν κρέας, όχι πατάτες και μακαρόνια», αράζει στην πλατεία και παίρνει τηλέφωνο τον αδελφό του στη Γερμανία. Εκείνος θα του κανονίσει πώς θα φύγει, «ελπίζω γρήγορα, γιατί δεν έχω φίλους στην Αθήνα. Πάντως, οι αστυνομικοί πια δεν με σταματάνε». Νομίζω πως μιλάει για το ταξίδι του, που τώρα θέλει να το συνεχίσει, να φτάσει ώς τη Γερμανία, αλλά ο Αχμέντ γελάει. «Οχι, εννοώ οι αστυνομικοί στην Αθήνα», μου εξηγεί. «Δεν με σταματάνε. Δεν με κοιτάνε. Δεν κάνουν τίποτα».
Του λέω πως μάλλον πρέπει να ευχαριστήσει τον ΣΥΡΙΖΑ γι’ αυτό και ο Αχμέντ κοιτάζει προς τα γραφεία και σηκώνει τους ώμους. «Γι’ αυτά που πέρασα, ποιον να ευχαριστήσω;» Μου εξηγεί πως κι εκείνος και οι περισσότεροι συγκρατούμενοί του κατέβηκαν από το λεωφορείο στην Ομόνοια, μερικές εκατοντάδες μέτρα από τα γραφεία του ΣΥΡΙΖΑ, κατευθείαν από την Αμυγδαλέζα.
Προχωράμε τον δρόμο προς τα πάνω, παρακάμπτοντας τα εμπόδια για το παρκάρισμα που γράφουν «Συνασπισμός». Ο πιο ασφαλής τρόπος να εντοπίσεις τους πρώην «ενοίκους» της Αμυγδαλέζας είναι να ψάχνεις για τσάντες με ρούχα και τις κουβέρτες. «Δεν έχω πουθενά να τα αφήσω», λέει ο Ακμπάρ από το Αφγανιστάν. Στέκεται απέναντι από το πάρκινγκ των «5 ευρώ όλη μέρα», σε μια γωνία του πεζοδρομίου. «Σ’ αυτά κοιμάμαι το βράδυ, αυτά κουβαλάω το πρωί». Τον ρωτάω γιατί κάθεται στην Κουμουνδούρου. «Καλό παιδί ο Τσίπρας, αλλά δεν ήρθα εδώ για τον ΣΥΡΙΖΑ», μου λέει γελώντας. «Είχα σπίτι εδώ πριν με πιάσουν κι αφού δεν έχω πού να πάω...» Τον ρωτάω πού είναι οι φίλοι του. Ο Ακμπάρ λείπει καιρό. «Αγγλία, Ιταλία, Βέλγιο...».
Στο θεατράκι της πλατείας, μπροστά του, είκοσι νεαροί από το Πακιστάν ζητωκραυγάζουν. Ο ένας, που κρατάει μπαστούνι, πρέπει μάλλον να πήρε πόντο στο κρίκετ χτυπώντας το μπαλάκι που του πέταξε ο άλλος και οι υπόλοιποι τώρα πανηγυρίζουν. Ο Μαχντί στο απέναντι στενό με το που ακούει τις κραυγές ανασηκώνεται – από εκεί που στέκεται δεν βλέπει. Είναι καθιστός κάτω από τη σκαλωσιά, δίπλα στο κτίριο των Οικολόγων Πρασίνων. Το χαρτί πάνω από το κεφάλι του γράφει «Προσοχή! Πτώση αντικειμένων», αλλά ο Μαχντί δεν ξέρει να διαβάζει ελληνικά για να ανησυχήσει. «Ο,τι είναι να γίνει θα γίνει», κάνει στα αγγλικά όταν του λέω να φύγει από εκεί. Μετά τους μήνες που πέρασε στην Αμυγδαλέζα, δεν υπάρχουν και πολλά πράγματα που να μπορούν να τον τρομάξουν. «Μόνο το κρύο», λέει, «και η πείνα». Του απαντώ πως, τουλάχιστον, είναι καλύτερα εδώ εξώ, να είσαι ελεύθερος. «Μα δεν είμαι», λέει ο Μαχντί. «Είμαι απλώς σε πιο μεγάλη φυλακή με καλύτερο φαγητό». Από μακριά, βλέπω τον Αχμέντ που έχει πιάσει ξανά το κινητό και μιλάει στον αδελφό του και τον Ακμπάρ στο πεζοδρόμιο έξω από το μαγαζί με τα κινέζικα που λέγεται «Happy Home». Κι εκείνος και όλοι τους, ψάχνουν ακριβώς αυτό: ένα ευτυχισμένο σπίτι. Οπότε ο Μαχντί έχει δίκιο: αν το δεις έτσι, η Αμυγδαλέζα από την Ομόνοια και την Κουμουνδούρου δεν έχουν μεταξύ τους και τόσο μεγάλη διαφορά.
ΠΗΓΗ: kathimerini.gr