Η «Υπόθεση Πολκ» παραμένει ένα από τα σκοτεινά μεταπολεμικά εγκλήματα, ένας φόνος με σημαντικές πολιτικές προεκτάσεις, αλλά κι ένας «γρίφος» που μέχρι σήμερα αναζητεί τη λύση του. Ο Γιώργος Α. Λεονταρίτης, στενός συνεργάτης του Γιάννη Μαρή, παρουσιάζει, παράλληλα με το εκτενές δημοσιογραφικό του κείμενο, που συνοψίζει διαφωτιστικά την υπόθεση, τα άρθρα του μαχητικού δημοσιογράφου, όπως δημοσιεύθηκαν σε συνέχειες στην εφημερίδα «Ακρόπολη» (30.1.-18.2. 1977). Σε αυτό το «διπλό βιβλίο» ο αναγνώστης έρχεται αντιμέτωπος με μια Ελλάδα που βρίσκεται στη δίνη του εμφύλιου σπαραγμού, αλλά και στο στόχαστρο των μυστικών υπηρεσιών των «προστάτιδων δυνάμεων», όμως στα εκτενή άρθρα του Γιάννη Μαρή «συναντάει» κανείς την ψύχραιμη, αντικειμενική ματιά του δημοσιογράφου και «πίσω από τις γραμμές» τις αρετές του μετέπειτα συγγραφέα αστυνομικών μυθιστορημάτων. Εδώ, «κρύβεται» ένα μέρος του υλικού που ενέπνευσε τον Μαρή σ’ ένα από τα κορυφαία του έργα, την «Εξαφάνιση του Τζων Αυλακιώτη» (1976): οι αναμνήσεις από τη Θεσσαλονίκη των φοιτητικών χρόνων πριν από τον πόλεμο, αλλά και στα χρόνια της δημοσιογραφικής έρευνας, η εξίσου μυστηριώδης και σαγηνευτική Βάλια Αυλακιώτη, που πιθανόν να την εμπνεύστηκε ο συγγραφέας από την Μπούλη Σταυροπούλου, μετέπειτα σύζυγο Μουζενίδη, από τους βασικούς μάρτυρες στη δίκη του Γ. Στακτόπουλου, όπως χαρακτηριστικά θυμάται ο Μαρής («από τις εξυπνότερες και ομορφότερες κοπέλες που πέρασαν από τη Νομική Σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου»), ακόμα και κάποιες εμβόλιμες νύξεις σε αφηγηματικές στρατηγικές, αλλά και στην αστυνομική λογοτεχνία και το φτηνό λαϊκό μυθιστόρημα.
H «υπόθεση Πολκ-Στακτόπουλου» αφορά τη δολοφονία του Αμερικανού ανταποκριτή στη Θεσσαλονίκη, στην προσπάθειά του να πάρει συνέντευξη από τον Μάρκο Βαφειάδη «στο βουνό». Ο συλληφθείς ως βασικός ύποπτος και καταδικασθείς ως συνένοχος στη δολοφονία του Τζορτζ Πολκ, Γιώργος Στακτόπουλος, θα επιχειρήσει χρόνια μετά, ανεπιτυχώς, την αναψηλάφηση της δίκης. Στην υπόθεση πρωταγωνιστούν η Θεσσαλονίκη, μυστηριώδης, επικίνδυνη, σκοτεινή, ο περιβόητος-διαβόητος διοικητής της Γενικής Ασφαλείας Θεσσαλονίκης Νίκος Μουσχουντής, τον οποίο «η πείρα και η διαίσθησις» οδηγούν στο συμπέρασμα ότι ο Στακτόπουλος είναι εκ των βασικών ενόχων, ο δημοσιογράφος Κώστας Χατζηαργύρης, δύο πρόσωπα που συσκοτίζουν περισσότερο την υπόθεση (Βασβανάς και Μουζενίδης, ως επίσης συνένοχοι, που καταδικάζονται ερήμην), βασικοί μάρτυρες και, κυρίως, διπλωμάτες και πράκτορες των μυστικών υπηρεσιών της Μ. Βρετανίας και των ΗΠΑ (Κόουτς, Ντόνοβαν, Θραπ). Αυτό το «ομαδικό πορτρέτο» αθώων και ενόχων, θυμάτων, θυτών και διωκτών πρωταγωνιστεί σε ένα πολιτικό θρίλερ που θα το ζήλευαν ο Αλαν Φερστ και Φίλιπ Κερ, καθώς τίποτα δεν είναι όπως φαίνεται, ενώ την ίδια στιγμή μαίνεται αδυσώπητα ένας πόλεμος κατασκόπων στα πρόθυρα του Ψυχρού Πολέμου.
Ο Γιώργος Α. Λεονταρίτης, καταθέτοντας τα δικά του συμπεράσματα, επιμελήθηκε με σεβασμό προς τον «δάσκαλό» του το δημοσιογραφικό υλικό, μαζί με φωτογραφίες, σκίτσα και αποσπάσματα εφημερίδων εποχής, που αποδίδουν την ατμόσφαιρα της περιόδου. Ομως, τα άρθρα του Γιάννη Μαρή μπορούν να διαβαστούν σαν «μυθιστόρημα σε συνέχειες» από διαφορετικές, ενίοτε συμπληρωματικές οπτικές: την καθαρά δημοσιογραφική πλευρά, δηλ. τον τρόπο με τον οποίο εργάζεται ο δημοσιογράφος ως ερευνητής σε αναζήτηση της αλήθειας, την κυρίως αστυνομική πτυχή, ήγουν τον τρόπο που μεθοδεύει τις έρευνες ο «μηχανισμός» (κατά Μαρή), τη δικαστική διάσταση της υπόθεσης, ως προς τις νομικές και δικονομικές προϋποθέσεις της προανάκρισης και της ακροαματικής διαδικασίας, το πολιτικό-ιδεολογικό πλαίσιο, καθώς εμπλέκονται τα αντίπαλα στρατόπεδα (Δεξιά-Αριστερά), την κατασκοπική δράση, όπου πράκτορες εμφανίζονται ως δημοσιογράφοι ή διπλωμάτες, στο πλαίσιο του ανταγωνισμού των Μεγάλων Δυνάμεων που διεκδικούν την Ελλάδα ως «οικόπεδο και αποικία». Το βιβλίο εμπλουτίζει τη σχετική βιβλιογραφία, στην οποία συμπεριλαμβάνονται τα έργα του Κ. Χατζηαργύρη, του (αδικαίωτου) Γ. Στακτόπουλου και κυρίως του Εντμ. Κίλι (βλ. και ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 14.7. 2013), χωρίς όμως να είναι σε θέση να διαφωτίσει αποτελεσματικά εκείνη την περίοδο τις σκοτεινές πτυχές του εγκλήματος, παρά την αντικειμενικότητα των δύο σημαντικών δημοσιογράφων. Οπως εξαρχής διαπιστώνει ο Γ. Μαρής, «στα πολιτικά εγκλήματα είναι αυτονόητο ότι κάθε πλευρά ενδιαφέρεται περισσότερο για την “αλήθεια” που θα ωφελήσει πολιτικά, παρά για την πραγματική αλήθεια, και ο φανατισμός κάνει ακόμα δυσκολότερη την αναζήτηση της αλήθειας».
Το κείμενο του Γιώργου Α. Λεονταρίτη «Ο Γιάννης Μαρής για την υπόθεση Πολκ» και το κείμενο του Γιάννη Μαρή «Ποιος σκότωσε τον Πολκ;» περιλαμβάνονται στον ίδιο τόμο με αυτούς τους δύο τίτλους, που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Αγρα.