Είναι βέβαιο πως οι μέρες από τα Χριστούγεννα μέχρι και την Πρωτοχρονιά είναι για πολύ κόσμο μια μεγάλη γιορτή. Είναι βέβαιο, επίσης, πως αυτές οι μέρες έχουν, όσο να πει κανείς, κάτι το ξεχωριστό. Το ίδιο -και ας μην θεωρείται τόσο βέβαιο- ισχύει και για τους κρατούμενους: Ακόμη και ο Σωφρονιστικός Κώδικας προβλέπει για εκείνες τις ημέρες επιπλέον έκτακτα επισκεπτήρια και ακόμη και στις πιο αυστηρές φυλακές επιτρέπεται στους συγγενείς να φέρνουν μελομακάρονα. Η απαγόρευση στους κουραμπιέδες εξακολουθεί να ισχύει για τους προφανείς λόγους: Δεν είναι λίγοι οι κρατούμενοι που έχουν ως πρότυπο τον Tony Montana από τονΣημαδεμένο και η εισαγωγή κουραμπιέδων είναι ένας καθόλου πρωτότυπος τρόπος για να μιμηθούν κάποιες από τις συνήθειες του συγκεκριμένου χαρακτήρα. Το συσσίτιο περιλαμβάνει εορταστικό μενού που συνοδεύεται σε κάποιες φυλακές με ένα κουτάκι μπίρα. Οι πιο φτωχοί κρατούμενοι ή οι μουσουλμάνοι το ανταλλάσουν με μια τηλεκάρτα των τεσσάρων ευρώ, συνεισφέροντας με αυτόν τον τρόπο σε ένα πιο πλήρες γιορτινό τραπέζι των λιγότερο φτωχών. Οι μουσουλμάνοι κρατούμενοι που δεν εννοούν να την πουλήσουν, αλλά προτιμούν να αμαρτήσουν, ισχυρίζονται ότι ο Αλλάχ δεν τους βλέπει όσο είναι στη φυλακή. Σε κάποιες φυλακές η μπίρα έχει αντικατασταθεί από αναψυκτικό.
[custom:google-ads]
Δεν είναι ακριβώς ότι η πτέρυγα στολίζεται, ούτε ότι κάποιο μεγάλο έλατο υπάρχει στη μέση κάθε «ακτίνας». Στολισμένοι είναι κυρίως οι χώροι έξω από αυτήν: Το αρχιφυλακείο και τα διάφορα γραφεία – τα λογιστήρια, η κοινωνική υπηρεσία, ο χώρος που στεγάζεται το ΙΕΚ κρατουμένων και το Σχολείο Δεύτερης Ευκαιρίας. Κάποιο στολίδι ή κάποιο έλατο μινιατούρα, ωστόσο, είναι πιθανό να βρει κανείς σε κάποια κελιά.
Η κοινωνική υπηρεσία μοιράζει σαπούνι και απορρυπαντικό ρούχων στους φτωχούς και οι άποροι κρατούμενοι πουλάνε χειροτεχνίες τους σε φιλανθρωπικά παζάρια. Στέλνουν, επίσης, γράμματα στα μοναστήρια, ζητώντας χρήματα και είναι οι αυτές οι μέρες που οι καλόγεροι συνήθως ανταποκρίνονται αποστέλλοντας ταχυδρομικές επιταγές των 10-20 ευρώ. Το μεσημέρι των Χριστουγέννων και το βράδυ της Πρωτοχρονιάς, μέχρι και μία ώρα από την αλλαγή του χρόνου, δεν συμβαίνει η προβλεπόμενη κατάκλιση. Έτσι, είναι ελεύθερος κανείς να κυκλοφορεί μέσα στην πτέρυγα, από κελί σε κελί και από τραπέζι σε τραπέζι, ανταλλάσοντας ευχές, μεζέδες, αλκοόλ ή ό,τι άλλο παρέχει το κατάστημα.
Οι κρατούμενοι ανταλλάσσουν μεταξύ τους αγκαλιές και φιλιά, και είναι ευκαιρία για δημόσιες σχέσεις. Δύο είναι οι ευχές που κυριαρχούν. Η πρώτη, άστοχη και μελαγχολική: «Και του χρόνου σπίτια μας», λένε κάποιοι. Όμως, εδώ δεν είναι Στρατός. Εδώ, για κάποιους λίγους μπορεί να είναι μια ευχή ρεαλιστική, μια ευχή που να έχει πραγματικά πιθανότητες να πραγματοποιηθεί. Όμως για κάποιους είναι σαν ταφόπλακα πάνω στο στήθος, σχεδόν σαν χλεύη, καθώς κουβαλούν χρόνια στην πλάτη τους και έχουν μπροστά τους άλλα τόσα. Όμως υπάρχει και μια δεύτερη ευχή, πιο εύστοχη. «Χρόνια καλά», λένε, επειδή τα «χρόνια πολλά» πρέπει να τα εκτίσει κανείς.
Εκείνες τις ημέρες συμβαίνει, επίσης, μια καθιερωμένη, σχεδόν τελετουργική, έρευνα της Υπηρεσίας στα κελιά. Οι σωφρονιστικοί υπάλληλοι ψάχνουν κάτω από τα κρεβάτια, μήπως ο Άγιος Βασίλης έχει αφήσει κάποια πλαστική λεκάνη με ένα μείγμα από πολτοποιημένα φρούτα, ανακατεμένα με έξτρα ζάχαρη και μουχλιασμένο ψωμί αντί για μαγιά, που πασχίζει με τη βοήθεια του χρόνου να γίνει κάτι σαν κρασί, από όπου θα αποσταχτεί το αυτοσχέδιο τσίπουρο. Μπορεί να ισχυριστεί κάποιος -και αυτό θα είναι πολύ κοντά στην αλήθεια- ότι η έρευνα δεν γίνεται με ιδιαίτερη επιμέλεια. Τουλάχιστον όχι σε όλους. Για τους τύπους, κυρίως, ίσως βρουν κάποιον αδύναμο κρατούμενο που θα τον αναγκάσουν να χύσει το μείγμα του στην τουαλέτα, χωρίς να του κάνουν καν αναφορά. Στα υπόλοιπα κελιά, θα ρίξουν απλώς μια ματιά και θα φύγουν.
Τα πρώτα μου Χριστούγεννα στη φυλακή, για να έρθω στο κυρίως θέμα, δεν ήταν τόσο μελαγχολικά, όσο θα μπορούσε να φανταστεί κανείς. Ήμουν ήδη τρεις μήνες κρατούμενος στον Δομοκό. Σε μια φυλακή φτιαγμένη από κάποιον ίσως λιγάκι σαδιστή αρχιτέκτονα ή κάποιον που δεν είχε στο μυαλό του ότι θα ζήσουν άνθρωποι ζωντανοί σε εκείνο εκεί το κτίριο. Κάπου στις αρχές Δεκεμβρίου, έλαβα από τη γραμματεία μια κλήση, σύμφωνα με την οποία ο ανακριτής με καλούσε για συμπληρωματική ανάκριση και ορθή επανάληψη των κατηγοριών. Σαν να λέμε, με καλούσε, για να μου αναβαθμίσει τις ήδη αρκετά βαριές κατηγορίες που μου είχαν αποδοθεί. Αδιαφόρησα για τη μετατόπιση της θέσης μου, στο ποινικό κομμάτι, επί του δυσμενέστερου. Μου αρκούσε που έστω για λίγες ημέρες θα πήγαινα στον Κορυδαλλό. Ήταν κάτι σαν εκδρομή. Χρειαζόμουν να αλλάξω παραστάσεις και ήταν κοινή ομολογία ότι πρόκειται για τον ιδανικότερο προορισμό από τις, σε κάθε περίπτωση, περιορισμένες επιλογές που είχα λόγω συνθηκών.
Τόσο ανθρώπινος μου φάνηκε για φυλακή ο Κορυδαλλός, που αντί να απολογηθώ, ζητούσα από τον ανακριτή, με όποια αφορμή μπορούσα να μεταχειριστώ ως επιχείρημα και με δικαιολογίες που αδιαφορούσα για το αν γίνονται πιστευτές, συνεχείς ολιγοήμερες αναβολές της εξέτασής μου. Ήξερα ότι έχω δικαίωμα μέχρι τρεις φορές και ότι δεν έπρεπε η μία να απέχει από την άλλη πάνω από τρεις εβδομάδες, επειδή έτσι αυξάνονταν -θεωρώντας ότι το διάστημα ήταν αρκετά μεγάλο- ο κίνδυνος να με επιστρέψουν σε εκείνον τον τάφο για ζωντανούς μια ώρα αρχύτερα. Δεν ξέρω αν ο ανακριτής ήθελε και ο ίδιος να διατηρήσει κάτι ανθρώπινο, αν ήθελε και αυτός να κάνει γιορτές χωρίς τις σκοτούρες της δουλειάς ή αν απλά αδιαφόρησε. Ξέρω ότι οι αναβολές που μου έδινε ήταν ακριβώς όπως τις χρειαζόμουν, για να υλοποιήσω το μεγαλεπήβολο σχέδιό μου: Χριστούγεννα στον Κορυδαλλό.
Ποτέ δεν μου είχε περάσει από το μυαλό προηγουμένως ότι θα έβρισκα ΟΚ το να κάνω ρεβεγιόν τρώγοντας μεζέδες και πίνοντας αυτοσχέδιο τσίπουρο φυλακής σε κούπα του καφέ παρέα με έναν Έλληνα φίλο και έναν σχεδόν άγνωστό μου Ιρλανδό, καθισμένοι οι δύο στα κρεβάτια και ο ένας στην πλαστική καρέκλα, γύρω από το επίσης πλαστικό τραπέζι. Ποτέ δεν είχα φανταστεί ότι -όχι απλά προτού φτάσω τα 60, αλλά από τα μέσα αυτής της ηλικιακής διαδρομής- θα διασκεδάζω βλέπονταςΣτην Υγειά μας ρε Παιδιά!
Κάποιοι γιορτάζουν στη δημόσια θέα της πτέρυγας και κάποιοι στην όποια ιδιωτικότητα μπορεί να τους παρέχει η πόρτα του κελιού. Όμως και στις δύο περιπτώσεις, ιδίως την Πρωτοχρονιά, οι ευχές ανταλλάσσονται με θέρμη, ακόμη και μεταξύ αγνώστων. Είχα ακούσει από παλιούς κρατούμενους πως υπάρχει μια αντίφαση κάθε χρόνο: Μόλις πηγαίνει 12, όλοι αγκαλιάζονται, φιλιούνται και ανταλλάσουν ευχές σαν να ήταν φίλοι από πάντα, μέχρι να πάει 12:05, που ξεκινούν οι πρώτες συμπλοκές για τη σειρά στα καρτοτηλέφωνα. Είναι οι μέρες των γιορτών και κυρίως της Πρωτοχρονιάς που γίνονται οι περισσότεροι τσαμπουκάδες, καθώς οι κρατούμενοι περιμένουν ανυπόμονα να τηλεφωνήσει ο καθένας τους δικούς του. Όταν, λοιπόν, διστακτικά επιχείρησα να κατευθυνθώ προς κάποιο καρτοτηλέφωνο της πτέρυγας, είδα ότι ήταν σχεδόν όλα άδεια. Η μόδα των κινητών είχε φτάσει με κάποια καθυστέρηση στις φυλακές και αν είναι να χύνεται λιγότερο αίμα στις γιορτές, γιατί άραγε να μην επιτρέπονται;