Παράκαμψη προς το κυρίως περιεχόμενο
Εικόνα
22:05 | 16/10/2020

[custom:google-ads]

Τα πραγματικά γεγονότα  που έλαβαν χώρα τον Αύγουστο του 1909 στα Κύθηρα συνδυάζονται αριστοτεχνικά με τους μυθιστορηματικούς ήρωες του Πάνου Δημάκη, που δημιουργούν μία ιστορία άγνωστη για το ευρύ κοινό, ακόμα και για τους νεότερους Κυθήριους, όπως «μαρτύρησε» μιλώντας στο «Ράδιο Παρατηρητής 94fm» ο ίδιος ο συγγραφέας, επιστέγασμα της οποίας είναι το πώς η ηθική μιας κοινωνίας μπορεί να καταστρέψει ανθρώπινες ζωές στον βωμό της κανονικότητας της αγέλης, που βασίζεται στο κουτσομπολιό, την κριτική και την κακόβουλη τάση των ανθρώπων να αναζητούν εξιλαστήρια θύματα.

Μία συναρπαστική αληθινή, στη βάση της, ιστορία, αποτέλεσμα ενδελεχούς έρευνα του συγγραφέα, που εξιστορεί την ιστορία ενός ανθρώπου που πριν από 111 χρόνια όπως δήλωσε στον «ΠτΘ» αποτέλεσε ίσως μία από τις πρώτες περιπτώσεις bullying και fake news στη χώρα μας.

Ο λόγος στο ίδιο…

ΠτΘ: Οι «Δεκαεπτά κλωστές» είναι το πρώτο σας μυθιστόρημα, το οποίο κυκλοφορεί από την «Κάπα Εκδοτική», στο οποίο φέρνετε στο φως μια αληθινή ιστορία, που αφορά σε ένα από τα συγκλονιστικότερα εγκλήματα στην Ελλάδα την οποία ωστόσο η πλειοψηφία αγνοεί. Πώς ήρθατε αντιμέτωπος με την ιστορία αυτή και αποφασίσατε εν τέλει να τη μεταφέρετε στο χαρτί, δια μέσου της μυθιστορίας;
Π.Δ.: Το μυθιστόρημα εξελίσσεται τα Κύθηρα. Τα Κύθηρα είναι το αγαπημένο μου νησί εδώ και πολλά χρόνια. Σε ένα από τα ταξίδια μου πριν δύο χρόνια, είχα πάει σε ένα χωριουδάκι και μιλώντας σε ένα σπίτι για το τότε πρόσφατο πόνημά μου, πάλι από την «Κάπα Εκδοτική», εξηγούσα στους συμπαρακαθήμενους μου ότι μου αρέσουν πάρα πολύ τα παλιά. Μου αρέσει να μιλάω με τους μεγαλύτερους και να μου αφηγούνται ιστορίες από το παρελθόν, εξ ου και γεννήθηκε και η αγάπη μου για τις παλιές λέξεις. Εκεί μου αφηγήθηκαν μια ιστορία η οποία με άφησε άναυδο, μια ιστορία άκρως αληθινή, την οποία βέβαια μετά διασταύρωσα ψάχνοντας κι εγώ. Πράγματι λοιπόν τα γεγονότα που μου είχαν αφηγηθεί ήταν αληθή και ήταν μια ιστορία που με άφησε άφωνο γιατί ναι μεν έχει πάρα πολλά αστυνομικά στοιχεία, αλλά παράλληλα οι συμπτώσεις οι οποίες οδήγησαν σε ό,τι έγινε, οι συνθήκες γενικά της εποχής και το εν γένει κοινωνικό γίγνεσθαι της εποχής ήταν πάρα πολύ γοητευτικά. 

ΠτΘ: Ο μυθιστορηματικός σας πρωταγωνιστής είναι ο Καστελάνης, που βέβαια ανταποκρίνεται σε πραγματικό πρόσωπο, στον πραγματικό πρωταγωνιστή των γεγονότων που έλαβαν χώρα. Ποια είναι η ιστορία του;
Π.Δ.: Είναι η ιστορία ενός δολοφόνου που διέπραξε ίσως το πιο ειδεχθές έγκλημα που έχει γίνει ποτέ εν καιρώ ειρήνης τα τελευταία 150 χρόνια. Είναι η ιστορία ενός ανθρώπου ο οποίος ξεκίνησε στη ζωή του όπως όλοι μας και έφτασε σε αυτό το στυγερό έγκλημα. Από τη μία η έρευνά μου με οδηγούσε στη διαπίστωση ότι πραγματικά αδικήθηκε, οπότε σίγουρα τον ζωγράφησα με κάποια πιο «θετικά χρώματα», από την άλλη βέβαια, φτάνοντας στο τέλος του βιβλίου, ο αναγνώστης μπορεί να καταλάβει ότι προσπαθώ να κρατήσω μια ουδέτερη στάση. Τον πονάω, τον αγαπάω σαν χαρακτήρα, ίσως επειδή τον έχω πλάσει σε μεγάλο βαθμό κι εγώ, αλλά από την άλλη δεν παύει να έκανε ένα πολύ στυγερό έγκλημα το οποίο επηρέασε τη ζωή πάρα πολλών ανθρώπων. Είναι η ιστορία ενός ανθρώπου πριν από 111 χρόνια, ενός απλού επαγγελματία, που είχε αρχίσει να φτιάχνει τη ζωή επαγγελματικά και συναισθηματικά, οπότε έφτανε στο πρότυπο του σωστού, του ιδανικού ανθρώπου της εποχής. Μέχρι που συνέβη ένα γεγονός, μια άδικη κατηγορία, η οποία «αγκαλιάστηκε» από όλο το νησί εκείνη την εποχή. Φυσικά δεν είναι ότι τα Κύθηρα είχαν κάποια πρωτοκαθεδρία εκείνη την εποχή στο κουτσομπολιό, όλη η κοινωνία ήταν έτσι δομημένη, γεγονός που παραμένει δυστυχώς ακόμα και σήμερα. Το ψέμα, το οποίο ειπώθηκε για συμφεροντολογικούς λόγους από την οικογένεια που το διέδωσε, αγκαλιάστηκε από όλο το νησί, με αποτέλεσμα αυτός ο άνθρωπος να μην μπορεί να σταθεί πουθενά και κυρίως να μην μπορεί να αποδείξει την αθωότητά του. Εφόσον ο κόσμος του κατέρρεε, αποφάσισε να φύγει από το νησί και να ξεκινήσει εκ νέου από τον Πειραιά, όπου όμως τον ακολούθησε η συκοφαντία. Εκεί κατηγορήθηκε πάλι άδικα από ένα εντελώς διαφορετικό περιβάλλον, οπότε συνειδητοποίησε ότι δεν υπάρχει τόπος να μην υπάρχει αδικία.

Στο βιβλίο δεδομένου ότι δεν ήταν εύκολο να βρω πάντα στοιχεία υπάρχουν πολλά μυθοπλαστικά στοιχεία, μέσα από τα οποία έπλασα έναν άνθρωπο αρκετά ανασφαλή, έναν άνθρωπο που βασιζόταν πάρα πολύ στην άποψη των άλλων, έναν άνθρωπο που ως καλλιτέχνης – ήταν τσαγκάρης και έφτιαχνε πολύ όμορφα υποδήματα αλλά και μουσικός, έπαιζε λύρα στα πανηγύρια – ήθελε να δίνει το φως που είχε, αλλά έπρεπε ταυτόχρονα να το παίρνει πίσω ως δορυφόρος. Έπρεπε οι άνθρωποι να του αντανακλάν το φως τους, γιατί αλλιώς δεν ήταν αυτόφωτος, οπότε όταν του πήραν όλη αυτή την αγάπη και την υποστήριξη, ένοιωσε εντελώς μετέωρος και κενός και έτσι ξαναγυρνώντας στο νησί του, σε συνδυασμό και με άλλα γεγονότα όπως το ότι ήταν εξαρτημένος πλέον στο χασίς απασφάλισε. Έχασε την επαφή με την πραγματικότητα και εκεί πλέον ξεκινάει η ιστορία του εγκλήματος, όπου είναι ένα πραγματικά αγριότατο έγκλημα, όχι μόνο από την άποψη του τι έκανε στα θύματα, αλλά και του αριθμού και των λοιπών χαρακτηριστικών των θυμάτων. Οι συμπτώσεις που οδήγησαν στη συγκεκριμένη σφαγή είναι  απλά απίστευτες. Νομίζεις ότι είναι κινηματογραφική ιστορία, όμως είναι άκρως αληθινή. Προσπάθησα σε μεγάλο βαθμό να μιλήσω για τις ιστορίες των θυμάτων, να αποδώσω ένα φόρο τιμής, με την έννοια ότι ήταν άνθρωποι που δεν είχαν καμία σχέση με τους ανθρώπους που τον διέβαλαν, παρόλα αυτά βρέθηκαν εκείνη την άτυχη στιγμή στο διάβα του. Θεώρησα ότι ήταν καθήκον μου να μιλήσω για τις ιστορίες τους, όχι κατ’ ανάγκη αυτών των ανθρώπων, αλλά «πλάθοντας» μια οικογένεια που θα μπορούσε κάλλιστα να είναι μια από τις οικογένειες που βλάφτηκαν.

«Το βιβλίο αυτό για μένα ήταν μια προσπάθεια να αφηγηθώ μια ιστορία, πλάθοντας ταυτόχρονα όλο τον κόσμο της εποχής εκείνης και ταυτόχρονα να θίξω θέματα τα οποία γεννήθηκαν σε μένα όταν άκουσα αυτή την ιστορία»

ΠτΘ: Πώς δουλέψατε για την εξακρίβωση των γεγονότων που καταγράφετε; Υπήρχαν διαθέσιμα αρχεία και πόσο εύκολη ή δύσκολη ήταν η διαδικασία της συγκέντρωσης και της συγγραφής τους;
Π.Δ.: Όχι, δεν ήταν εύκολη διαδικασία, γιατί ενώ αποφάσισα ότι υπάρχουν αρκετά μυθοπλαστικά στοιχεία, δεν ήθελα να κάνω μια αστυνομική καταγραφή ενός γεγονότος. Ήθελα να είναι ένα αμιγώς λογοτεχνικό έργο, που σημαίνει ότι έφτιαξα και μυθοπλαστικούς χαρακτήρες, οι οποίοι είναι και αρκετά βασικοί. Για παράδειγμα η βασική πρωταγωνίστρια του έργου δεν υπήρχε στην πραγματικότητα και αν υπήρχε δεν έμαθα ποτέ τι χαρακτήρα είχε. Εγώ έπλασα έναν χαρακτήρα και πολλούς άλλους γύρω τους ως δορυφόρους, οι οποίοι θα ήταν το «όχημα» για να μιλήσουν για τα κοινωνικά θέματα τα οποία ήθελα να μιλήσω. Βασίστηκα σε προφορικές μαρτυρίες που συνέλλεξα και σε ό,τι κατάφερα να βρω στο ίντερνετ. Ήταν πολύ δύσκολο να βρεις αρχεία της εποχής εκείνης, οπότε αποτάθηκα στο ηλεκτρονικό αρχείο της Βουλής των Ελλήνων, όπου έψαξα τις εφημερίδες, της εποχής του Αυγούστου και του Σεπτεμβρίου του 1909. Βρήκα αρκετά σημαντικά στοιχεία. Πολλά από αυτά λειτουργούσαν προς επίρρωσιν αυτών που είχα βρει ήδη, πολλά όμως ήταν και καινούργιο υλικό που λειτούργησαν αποκαλυπτικά για μένα. Μίλησα επίσης με κάποιους Κυθήριους μεγαλύτερης ηλικίας, που μπορεί να τα είχαν ακούσει από τους γονείς τους και από ένα σημείο και μετά, ειδικά στο θέμα των χαρακτήρων αποφάσισα ότι έπρεπε να φτιάξω εγώ δικούς μου χαρακτήρες. Το γεγονός ότι υπήρχε κάποιος συκοφάντης αυτό μου έφτανε. Η κατηγορία ήταν αληθινή, από κει και μετά ο χαρακτήρας του συκοφάντη, ο χαρακτήρας του Καστελάνη, ήταν κυρίως πλάσματα της δικής μου φαντασίας με τέτοιο τρόπο ώστε να εξυπηρετούν την ιστορία.

Μέσα από του χαρακτήρες, και κυρίως αυτούς των θυμάτων, μου δόθηκε η δυνατότητα να μιλήσω για το πού ζούσαν οι κάτοικοι του νησιού τότε, τι τρώγανε, πώς ντύνονταν, πώς διασκέδαζαν, ποια ήταν τα όνειρά τους, οπότε στις περίπου είκοσι σελίδες που αφιερώνω στα θύματα, πριν και μετά, γιατί μιλάμε για τη διαχείριση του θέματος από τους επιζήσαντες, ήθελα να αναπαραστήσω μια ολόκληρη εποχή. Για μένα αυτό το βιβλίο ήταν μια προσπάθεια από τη μία να μιλήσω για μια ιστορία, πλάθοντας ταυτόχρονα όλο τον κόσμο της εποχής εκείνης, τον κυθηραϊκό, ο οποίος σε μεγάλο βαθμό ήταν ο ίδιος και σε όλη την επαρχία, κυρίως στη νότια Ελλάδα και ταυτόχρονα να θίξω θέματα τα οποία γεννήθηκαν σε μένα όταν άκουσα αυτή την ιστορία. Θέματα όπως αυτό της συκοφαντίας, το θέμα της ηθικής. Υπάρχουν πάρα πολλοί διάλογοι για την ηθική, για το τι είναι ηθική και γιατί η ηθική μπορεί να επηρεάσει τόσο πολύ τις ζωές των ανθρώπων σε σημείο που και να τους καταστρέψει.

«Ο Καστελάνης ήταν ίσως από τις πρώτες περιπτώσεις διάδοσης ψευδών ειδήσεων στην Ελλάδα»

ΠτΘ: Από την δική μας ανάγνωση του μυθιστορήματός σας θα μπορούσαμε να πούμε πως πρόκειται για μία ιστορία που αποδεικνύει το πώς η κοινωνία μπορεί να δημιουργήσει εγκληματίες…
Π.Δ.: Έχετε απόλυτο δίκιο. Η κοινωνία πολλές φορές δημιουργεί τέρατα. Άλλες φορές από την έμφυτη τάση της να βρίσκει εξιλαστήρια θύματα, κρύβοντας και ξεχνώντας η ίδια και τα δικά της λάθη. Πόσες φορές βλέπουμε δίπλα μας, στην οικογένειά μας ανθρώπους να κατηγορούν τον αδελφό τους για κάτι, όταν οι ίδιοι το κάνουν από εγωισμό και υποκρισία, προσποιούμενοι ότι αυτοί είναι οι ηθικοί και πάντα άμεμπτοι, ψάχνοντας αποδιοπομπαίους τράγους; Στη συγκεκριμένη περίπτωση ο άνθρωπος αυτός, ο Καστελάνης, είχε κάποια ψυχολογικά προβλήματα, πιθανότατα να ήταν ήσσονος σημασίας, όπως η ανασφάλεια, η οποία όμως ετράφη τόσο πολύ από τα αιχμηρά, δεικτικά σχόλια των ανθρώπων, που κάποια στιγμή γιγαντώθηκε. Πολλές φορές γύρω μας βλέπουμε ανθρώπους που έχουν μια μικρή μελαγχολία, και τον χαρακτηρίζουμε «τρελό» κ.ο.κ. χωρίς να εμβαθύνουμε στο τι μπορεί να οδηγεί σε αυτή την κατάσταση. Κι αντί να βοηθήσουμε αντιθέτως την οξύνουμε.

 

Οι άνθρωποι πάντα είχαν την τάση να βγάζουν κανόνες, ηθικούς, κοινωνικούς και ο,τιδήποτε ξέφευγε από αυτούς κατευθείαν καταδικάζονταν ως μεμπτό, ως ανήθικο ακόμα και ως διαβολικό, οπότε πάρα πολλοί άνθρωποι στην ιστορία έχουν οδηγηθεί είτε σε εγκλήματα, είτε σε αντικοινωνικές συμπεριφορές, μόνο και μόνο επειδή υπήρχε ένας κοινωνικός αποκλεισμός, το bullying, που βέβαια δεν υπήρχε ως όρος το 1909 κι όμως ο Καστελάνης υπήρξε ένα ξεκάθαρο θύμα bulling και των fake news. Είναι ίσως από τις πρώτες περιπτώσεις στην Ελλάδα διάδοσης ψευδών ειδήσεων, οι οποίες όπως βλέπουμε και τώρα, αγκαλιάζονται τόσο εύκολα από το κοινό, χωρίς να γίνει διασταύρωση και αυτό είναι και το οξύμωρο. Στην εποχή μας έχουμε τόσα πολλά μέσα για να διασταυρώσουμε κατά πόσο ισχύει κάτι, όμως ο περισσότερος κόσμος απλά διαβάζει μια είδηση και κατευθείαν την ενστερνίζεται σαν «Ιερό Ευαγγέλιο» χωρίς να κοιτάξει και αυτό βέβαια έχει αρνητικές συνέπειες για πολλά πράγματα.

ΠτΘ: Οι «Δεκαεπτά κλωστές» αποτελούν όμως και ένα καταπληκτικό «οδηγό» για τα Κύθηρα, τουλάχιστον του 1900…
Π.Δ.: Πριν από δύο μήνες μου έστειλε  μήνυμα μια Κυθήρια δημοσιογράφος, η κ.Μάρω Λεονάρδου,  η οποία μου έκανε την τιμή να έρθει και στη δεύτερη παρουσίαση, το σχόλιο της οποίας ήταν ότι «δεν ξέρω ποιος είναι ο Πάνος Δημάκης, αλλά ξέρει τα Κύθηρα καλύτερα από εμάς τους Κυθήριους». Για μένα αυτό είναι μεγάλη τιμή, γιατί όντως δεν έχω καμία σχέση με τα Κύθηρα, ωστόσο προσπάθησα να κάνω μια ενδελεχή έρευνα, και της εποχής, και της περιοχής, οπότε όλα αυτά που διαβάσατε, είτε έχουν να κάνουν με ήθη και έθιμα, είτε έχει να κάνει με την γεωγραφία του νησιού. Αφιέρωσα πάρα πολύ χρόνο διαβάζοντας χάρτες, καταγράφοντας ακόμα και αν ο δρόμος είναι ανηφορικός ή κατηφορικός κτλ. γιατί η διαδρομή του πρωταγωνιστή παίζει πολύ σημαντικό ρόλο με την εξέλιξη της σφαγής. Μια λοξοδρόμηση των οδήγησε εκεί. Μια από τις πρώτες αναγνώστριες του βιβλίου, τυγχάνει να είναι ίσως η πιο διάσημη σεναριογράφος στην Ελλάδα, η κ. Μιρέλλα Παπαοικονόμου, μου είπε ότι θα την ενδιέφερε πάρα πολύ να το μετατρέψει σε σειρά ή σε ταινία, και ένας από τους λόγους ήταν ότι την τάραξε η ιστορία, αλλά και το κλίμα της εποχής και η ατμόσφαιρα η οποία θεώρησε ότι αναπαριστάνεται αρκετά αποτελεσματικά.

«Ο Καστελάνης από τη μία βλάφτηκε από την προσποιητή ηθική των ανθρώπων γύρω του και από την άλλη χρησιμοποίησε την δική του ελεύθερη βούληση στρεφόμενος όμως στο κακό»

ΠτΘ: Ποιο είναι για σας το επιστέγασμα στο οποίο θα θέλατε  να καταλήξει ο αναγνώστης στο τέλος του βιβλίου;
Π.Δ.: Θεωρώ ότι το βιβλίο, παρόλο που έχει μια αστυνομική χροιά, δεν είναι ακριβώς αστυνομικό. Θα έλεγα ότι είναι ένα ψυχολογικό, κοινωνικό θρίλερ, με πολύ σασπένς, που προσπάθησα να το αποδώσω με μια ψυχολογική, κοινωνική πλευρά, γιατί θεωρώ το σημαντικότερο πράγμα είναι να αφήσει μια γεύση στον αναγνώστη. Θεωρώ ότι οι άνθρωποι πρέπει να ζουν τις ζωές τους, σύμφωνα με τη δική τους ελεύθερη βούληση, χωρίς όμως αυτή η ελεύθερη βούληση και η προσωπική ηθική που φτιάχνει ο καθένας, να βλάπτει τους άλλους. Ο Καστελάνης από τη μία βλάφτηκε από την προσποιητή ηθική των ανθρώπων, οι οποίοι δεν μπορούσαν να δεχθούν κάποια πράγματα ή απλά έγιναν θύματα της συκοφαντίας που επικρατούσε. Ο ίδιος ο Καστελάνης από την άλλη χρησιμοποιεί τη δική του ελεύθερη βούληση και πικραμένος, αντί να στραφεί προς το καλό, στράφηκε προς το κακό. Ένα από τα μηνύματα που πρέπει να μείνει είναι ότι οι άνθρωποι πρέπει να ζουν τις ζωές τους με τον τρόπο που αυτοί επιθυμούν, χωρίς να βλάπτουν τον κοινωνικό περίγυρο. Να ζούμε όπως επιθυμούμε, χωρίς να βασιζόμαστε στις επιταγές των άλλων, πάντοτε όμως με σεβασμό στην ανθρώπινη ύπαρξη, στον ανθρώπινο χαρακτήρα και την ανθρώπινη προσωπικότητα.

www.paratiritis-news.gr

Policenet.gr © | 2024 Όροι Χρήσης.
developed by Pixelthis