Κείμενο-Συνέντευξη: Γιώργος Ψωμιάδης
Φωτογραφίες: Δημήτρης Τσίπας
Όταν ήμασταν παιδιά, ίσως τα τελευταία που δε μεγάλωσαν με ένα κινητό καθημερινά μπροστά στα μάτια τους, δε ξέραμε τι θα πει facebook ή instagram. Δίναμε το χέρι στους μεγάλους οι οποίοι μας χάιδευαν το κεφάλι ρωτώντας «τι θέλεις να γίνεις όταν μεγαλώσεις;» και η φαντασία μας ταξίδευε στους ήρωες της ανθρωπότητας και της κοινωνίας. Ήταν και εκείνοι οι κύριοι με τις κόκκινες στολές και τα κράνη, οι πυροσβέστες, που πάλευαν με τις μάνικες απέναντι στις φωτιές. Εκείνοι που μας προκαλούσαν δέος και θαυμασμό όταν τους βλέπαμε στην τηλεόραση ή στον δρόμο.
Όταν ο Γρηγόρης, ο Γιώργος και ο Σταύρος κάθισαν γύρω μου σε μια καρέκλα στο ισόγειο του 1ου Πυροσβεστικού Σταθμού Θεσσαλονίκης και μου έσφιξαν το χέρι, με διαβεβαίωσαν πως ο θαυμασμός αυτός των παιδιών είναι η μεγαλύτερη ικανοποίηση. Αυτή ήταν η αρχή για μια κουβέντα που επρόκειτο να αγγίξει τη ζωή του πυροσβέστη σε όλα της τα επίπεδα.
Πώς ξεκίνησε η δική σας πορεία στο πυροσβεστικό σώμα;
Γρηγόρης: Εγώ δεν είχα καμία σχέση με την πυροσβεστική. Κάποια στιγμή άκουσα ότι υπάρχει προκήρυξη, είχα σπουδάσει ηλεκτρολόγος μηχανικός στην Πτολεμαΐδα. Στην πορεία εμφανίστηκε η προκήρυξη και το είδα καθαρά σαν επαγγελματική αποκατάσταση. Άρχισε να μου κινεί το ενδιαφέρον η προσφορά, η ανταπόκριση του κόσμου, αυτό μας δίνει πολύ μεγάλη δύναμη. Μας δίνει χαρά το γεγονός ότι περιμένουν βοήθεια από εμάς.
Σταύρος: Ο ρόλος μας είναι πολύ ελκυστικός. Πάντα πηγαίνεις για να κάνεις καλό. Αυτή η εικόνα που υπάρχει εκεί έξω και στις μικρές ηλικίες και στους μεγάλους, είναι πολύ ωραίο πράγμα.
«19 στους 20 ανθρώπους που ξυπνάνε για να πάνε στη δουλειά σκέφτονται πώς θα περάσει η μέρα. Για εμένα δεν ισχύει αυτό. Πάω στη δουλειά μου με χαρά».
«Άρα δεν υπάρχει ρουτίνα;», ρωτάω τον Γιώργο που κάθεται αμίλητος στη μέση.
«Κάθε συμβάν που έχουμε αντιμετωπίσει είναι τελείως διαφορετικό από όλα τα προηγούμενα. Και χωροταξικά. Δεν υπάρχουν ομοιότητες. Σίγουρα έχουμε κάποια μεθοδολογία όμως η μεγαλύτερη προεργασία έρχεται από τα συμβάντα. Και εμείς υπήρξαμε νέοι πυροσβέστες, και μας δείξανε κάποια πράγματα οι μεγαλύτεροι, αλλά οι σχολές και ό,τι κάνεις εικονικά δεν έχει σχέση με την πραγματικότητα. Καμία. Σιγά σιγά μπαίνεις αυτό που λέμε μέσα στα συμβάντα. Στα φλεγόμενα διαμερίσματα, στους ψηλούς ορόφους».
Από το σημείο που καθόμασταν μπορούσες να δεις τα τρία λαμπάκια που βρίσκονταν σε διάφορα σημεία. Κόκκινο, μπλε και πράσινο. Το καθένα είναι ένας διαφορετικός λόγος για τους πυροσβέστες προκειμένου αυτοί να ετοιμαστούν όπου και να βρίσκονται. Όπως μου εξήγησε ο Γρηγόρης ξεναγώντας με στο «σπίτι» τους, έχουν 40 δευτερόλεπτα μάξιμουμ για να βρεθούν μέσα στα οχήματα, από τη στιγμή που το λαμπάκι θα φωτίσει και ο συναγερμός θα χτυπήσει. Οι εργατοώρες μετριούνται ανά 24ωρο. Για 24 ολόκληρες ώρες οι ίδιοι πρέπει να περάσουν την ώρα τους όντας συνεχώς σε επιφυλακή. Δεν έχει σημασία που βρίσκεσαι, στο ΚΨΜ, στο δωμάτιο ξεκούρασης ή στο γυμναστήριο, τα 40 δευτερόλεπτα είναι νόμος. Και το τηλέφωνο χτυπάει για πολλούς λόγους. Από κρυμμένα φίδια μέχρι παγιδευμένα ζώα, από ξεχασμένα μάτια στην κουζίνα μέχρι και ολόκληρα κτήρια που φλέγονται.
«Ο διαχωρισμός στην ημέρα σου έγκειται στο γεγονός ότι από τις 7.30 το πρωί που είσαι εδώ, πρέπει να εξοικονομήσεις δυνάμεις για να ανταποκριθείς όταν σου τύχει κάτι. Πρέπει να έχεις φάει, να έχεις ξεκουραστεί, να είσαι έτοιμος», λέει ο Γιώργος.
Υπάρχει κάποιο συγκεκριμένο περιστατικό που να θυμάστε από την περίοδο που ξεκινήσατε; Ποια είναι η πρώτη σκηνή διάσωσης που έχει χαραχτεί στο μυαλό σας;
Σταύρος: «Όταν είχα ξεκινήσει εδώ, είχαμε μικρά συμβάντα χωρίς κάτι τραγικό. Για πολύ καιρό ήταν πολύ ήρεμα. Ένα Σάββατο βράδυ στην Τσιμισκή, 1.30 η ώρα, ξεσπάει φωτιά στον 6ο όροφο μιας πολυκατοικίας. Μέχρι να μπούμε με τα οχήματα και την κίνηση, δυσκολευτήκαμε πολύ. Μία γυναίκα είχε εγκλωβιστεί στο δωμάτιο, χωρίς μπαλκόνι, χωρίς τίποτα. Είχαμε άσχημη κατάληξη. Εκεί κατάλαβα ότι δεν παίζουμε».
«Θυμάμαι ένα περιστατικό στην οδό της Ολυμπιάδος, εκεί που ήταν ο Σταθμός παλιότερα», συνεχίζει ο Γιώργος.
«Εκεί μπορείς να δεις τις πολυκατοικίες, όμως επειδή υπάρχει υψομετρική διαφορά, από πίσω έχει πέντε και έξι υπόγεια αλλά και χαμηλότερα κτήρια που δε φαίνονται. Ένα πρωί λοιπόν, σε εκείνο τον σταθμό που με το ζόρι βρίσκαμε να παρκάρουμε για να αναλάβουμε βάρδια, επάνω στην αλλαγή, 7.25, 7.30 η ώρα, φεύγουμε για ένα περιστατικό. Είναι ένας ηλικιωμένος, κοντά στα 70. Προσπάθησε να σβήσει τη φωτιά που άναψε και δε μας κάλεσε».
«Η φωτιά εξαπλώθηκε μπήκε στα διαμερίσματα, κάηκαν τέσσερις όροφοι. Όλος ο κόσμος κοιμότανε, τα παιδιά δεν είχαν ξυπνήσει για σχολείο, οι άνθρωποι δεν είχαν πάει στις δουλειές τους».
«Ο ηλικιωμένος στο τέλος πέθανε από τις αναθυμιάσεις. Για τέσσερα, πέντε σκαλοπάτια δεν πρόλαβε να βγει. Προσπαθούσαμε να βρούμε από πιο στενό θα πάμε. Δεν υπήρχε δρόμος για εκεί. Σε όλο αυτό το διάστημα, λόγω και της καθυστερημένης ειδοποίησης και της οικοδομής η φωτιά έφτασε τρίτο και τέταρτο όροφο. Οι άνθρωποι δεν μπορούσαν να κατεβούν λόγω του καπνού.
«Ξέρεις τι άσχημο είναι να ξυπνάς και να μη ξέρεις που να πας; Πολλοί θέλανε να πηδήξουν από τα μπαλκόνια».
Κάναμε μια πολύ σοβαρή επέμβαση, βοήθησαν όλοι οι σταθμοί της πόλης. Εκείνη την ημέρα διασώσαμε 30 και 40 άτομα. Λίγο θέλαμε για να έχουμε φαινόμενο δίδυμων πύργων, να πηδάει ο κόσμος από τα μπαλκόνια. Μιλάμε θερμοκρασίες άνω των 900 βαθμών.
«Πολλές φορές οι πολίτες, δυστυχώς, προκειμένου να υπερασπιστούν τις περιουσίες τους, δε δίνουν σημασία στη ζωή τους. Με θλίβει αυτό. Πάρε την πυροσβεστική. Φύγε και μη παίρνεις τίποτα από το διαμέρισμα».
Όπως μου είπαν και οι ίδιοι, τα περιστατικά αυτά είναι μόνο μερικά από εκείνα που έχουνε ζήσει. Από τρομοκράτες που έκρυβαν ένα ολόκληρο οπλοστάσιο σε μια μεσοτοιχία, μέχρι καυγάδες για αστείους λόγους ή συναισθήματα ανθρώπων που εκφράζονται στην πιο ευάλωτη στιγμή.
«Μια φορά μας καλέσανε και είπανε ότι έχουν κλειδωθεί έξω από το σπίτι. Ο άνδρας έμενε στον 3ο. Δυστυχώς, λέμε, η σκάλα δε φτάνει για τον τρίτο. Αυτός όμως ήθελε να ακουμπήσει η σκάλα στον τρίτο χωρίς να ακουμπήσει τον δεύτερο γιατί ήταν μαλωμένοι με ένοικο του δεύτερου. Ένα άλλο περιστατικό ήταν στην Άνω πόλη. Ήταν ένας άντρας που είχε πολλά πουλάκια μαζεμένα σε ένα κλουβί. Έγινε μια έκρηξη από σόμπα. Την έβαλε η γυναίκα και δε χαμήλωσε την ροή του πετρελαίου, έτσι κείνη εξερράγη, πήρε φωτιά όλο το διαμέρισμα. Αυτόν δεν τον ένοιαζε το διαμέρισμα, τον ένοιαζαν τα πουλάκια. Τον κρατούσαμε για να μην ορμήσει. Είναι πολλά τα περιστατικά», κλείνει ο Γιώργος.
Τότε ο Γρηγόρης πήρε τον λόγο για να μου εξηγήσει όσα ζει ένας πυροσβέστης τη στιγμή της φωτιάς.
«Ο πυροσβέστης δε γνωρίζει τον χώρο. Αν στο σπίτι σου κοπεί το ρεύμα και δε μπορείς να δεις πας να πάρεις ένα κερί, έναν αναπτήρα, ένα φακό. Φαντάσου ο πυροσβέστης που δεν έχει πάει καθόλου στον χώρο. Στο σπίτι θα ξέρεις ότι κάπου εκεί θα βρεις το κομοδίνο, το ράδιο. Σαν πυροσβέστης δε μπορείς να προσανατολιστείς, δεν ξέρεις πώς είναι διαρρυθμισμένος ο χώρος. Μιλάμε για απόλυτο σκοτάδι και χωροταξικά μπορεί να έχουν αλλάξει όλα με τη φωτιά. Πρέπει να φέρεις όλες τις εκδοχές που μπορούν να συμβούν, την εμπειρία σου και να πάρεις τη σωστή απόφαση εκείνη τη στιγμή. Επικοινωνούμε χωρίς να επικοινωνούμε γιατί φοράμε μάσκα. Μάτια, κινήσεις εμπειρία. Η ομαδικότητα είναι πολύ σημαντικό πράγμα».
Έχετε ενοχές όταν κάτι πάει στραβά;
Έχουμε ήσυχη τη συνείδηση μας γιατί ξέρουμε ότι κάναμε τα πάντα. Κάθε φορά υπάρχει κάτι που θα σε σοκάρει. Θυμάμαι στο περιστατικό με τον σεισμό του 1999 στην Αθήνα, ο κόσμος έτρεχε δεξιά και αριστερά πανικόβλητος, όλες οι υπηρεσίες ήταν κινητοποιημένες , σπάσανε σωλήνες, άλλοι ζητήσανε βοήθεια, ακόμη και εμείς οι πυροσβέστες δεν μπορούσαμε να επικοινωνήσουμε μεταξύ μας. Κάτσαμε 8 μέρες στην πυροσβεστική. Η εικόνα στα ερείπια ήταν απογοητευτική.
«Ο κόσμος τραβούσε τα μαλλιά του, άλλος έψαχνε το παιδί του, άλλος προσπαθούσε να σώσει την περιουσία του. Άλλος να κλέψει».
Το συναίσθημα την πρώτη φορά είναι σοκ. Μένεις παγωτό. Καταβάλεις κάθε δυνατή προσπάθεια και σιγά σιγά εξοικειώνεσαι με αυτό. Μετά από ένα συμβάν γυρνάμε πίσω στον σταθμό και συζητάμε τι έπρεπε να κάνουμε, πώς θα μπορούσε να ήταν καλύτερη η μεταξύ μας επικοινωνία, τι άλλο θα μπορούσαμε να είχαμε χρησιμοποιήσει. Ο καθένας λέει τη γνώμη του και από αυτό βγαίνει ένα συμπέρασμα.
Επηρεάζεται καθόλου η προσωπική σας ζωή;
Γιώργος: Πιστεύω ότι έχει να κάνει με τον χαρακτήρα του καθενός. Θα το θέσω διαφορετικά. Άλλοι λένε άλλη μια μέρα στο γραφείο, εμείς λέμε άλλη μια μέρα στην υπηρεσία. Θα μας τύχει ότι είναι να μας τύχει αλλά όταν θα πάμε σπίτι, η περιγραφή μας θα είναι 1 προς 100. Πιο Light. Κανείς μα κανείς δε μπορεί να μπει στην ιδιοσυγκρασία σου την ώρα που δουλεύεις σε ένα τέτοιο περιστατικό, κανείς δε μπορεί να μπει μέσα στην ψυχοσύνθεση σου. Δε μπορείς να μεταφέρεις ακριβώς το τι έκανες, τι θα μπορούσε να είχε συμβεί σε άλλους πολίτες. Παππούδες, μητέρες, παιδιά.
«Έχουμε και μια αρχή. Να μη μεταφέρουμε προβλήματα ή άγχη στην οικογένεια, στο σπίτι», συμφωνεί και ο Σταύρος.
«Για ποιο λόγο να αγχώσεις τη γυναίκα σου; Αφήνεις να επηρεάσει μόνο εσένα. Το κρατάς για τον εαυτό σου».
Το να ανεβάσουμε σφυγμούς, το να αναπνέουμε από τη συσκευή κρατώντας την ανάσα μας – γιατί κρατάει 20-25 λεπτά -, το να ανεβαίνεις με τον εξοπλισμό μαζί τους ορόφους, όλα είναι μέσα.
«Μου έχει τύχει να μη την ακούσω τη συσκευή που βαράει όταν σου μένει ένα τρίλεπτο και να μου τελειώσει ο αέρας σε υπόγειο μέσα».
Αυτά όμως είτε αφορούν εμάς, είτε τους πολίτες, τα κρατάμε για εμάς και έτσι έχουμε και μια ηρεμία. Μας μένει η ικανοποίηση γιατί όλοι συνάδελφοι δίνουν τον καλύτερο εαυτό. Μένουν εδώ.
Κάνει ο κόσμος στην άκρη όταν περνάει η πυροσβεστική;
Γιώργος: Είναι περισσότερο ευαισθητοποιημένοι οι πολίτες που τους έχει τύχει κάτι. Εγώ όμως έχω αρνητικό πρόσημο. Υπάρχει μεγάλο ποσοστό που ή δεν καταλαβαίνει ή δεν αντιλαμβάνεται τι γίνεται δίπλα του.
«Δεν αντιλαμβάνονται ότι για να γίνεται αυτό το σκηνικό με τις σειρήνες και το όχημα, κάποιος πολίτης έχει ένα πρόβλημα».
Να μη μιλάω στο κινητό, να το κλείσω εκείνη την ώρα. Έτσι πρέπει να γίνεται. Θα έπρεπε να υπάρχει παιδεία και να λειτουργούμε και πιο συντεταγμένα. Είναι ένα θέμα και για τις σχολές οδηγών αυτό. Δε νομίζω να διδάσκεται όταν βγάζεις δίπλωμα.
Πάμε στο Μάτι. Υπήρχε ένα vibe, μια συγκεκριμένη ατμόσφαιρα που νιώθατε τις ημέρες εκείνες; Τι απαντάτε σε έναν άνθρωπο που ρίχνει ευθύνες στην πυροσβεστική;
Γρηγόρης: Είναι δύσκολο να διαχειριστείς μια τέτοια κατάσταση γιατί ξέρεις πως όλοι οι πυροσβέστες έχουν δώσει στο συγκεκριμένο συμβάν το 100 %. Και αν μπορούσαν και παραπάνω, το έχουν δώσει. Συχνά αποφεύγουμε την αντιπαράθεση με τον κόσμο γιατί πρέπει να του εξηγήσουμε όλα όσα συζητάμε σήμερα.
«Όταν χάνεται άνθρωπος είμαστε στα μαύρα χάλια μας, ακόμη και σε τραυματισμούς. Λες “αν μπορούσα να κερδίσω ένα λεπτό από κάπου, από τη στροφή στο φανάρι, μπορεί να προλάβαινα κάτι”».
Σε ένα μεγάλο συμβάν τα πράγματα είναι πολύ δύσκολα. Το παραδεχόμαστε ότι γίνανε λάθη από την πυροσβεστική. Και εμείς κάνουμε λάθη. Είναι δύσκολο όπως είπαμε να πας σε ένα σημείο όταν δε το γνωρίζεις, όταν ο άνεμος είναι πολύ δυνατός, όταν οι μεταβλητές είναι αρκετές, συν τα άλλα χωροταξικά προβλήματα. Έχουμε εμπειρία από τέτοια σκηνικά.
Είχα πάει στο Πανόραμα, απέναντι από τα εκπαιδευτήρια Μαντουλίδη, σε ένα δαιδαλώδες συμβάν.
«Όταν ρώτησα έναν άνθρωπο «Γιατί κόψατε τον δρόμο εδώ στη μέση και από εκεί που ήταν οκτώ μέτρα τον κάνατε τέσσερα;» Και μου λέει «Ξέρεις πόσο κάνει εδώ αγόρι μου το μέτρο;»»
Έχουμε δει λοιπόν πάρα πολλά. Ξέρουμε πώς λειτουργεί το κατεστημένο στην Ελλάδα, πώς φέρεται ο πολίτης. Άλλος καίγεται το σπίτι του και λέει αν είναι να πεθάνω, ας πεθάνω στο σπίτι μου, άλλους τους τραβάς και τους βγάζεις με το ζόρι. «Εγώ δε φεύγω από το σπίτι. Κάνετε ό,τι θέλετε».
«Είναι πολύ εύκολο να πούμε ο Πυροσβέστης κάθεται, ο αστυνομικός πίνει καφέ», τελειώνει λέγοντας ο Γρηγόρης.
Ξέρεις υπάρχει ένα ποίημα του Κίπλνιγκ, συμπληρώνει ο Σταύρος. «Να αντιμετωπίζεις τον θρίαμβο ή την καταστροφή με τον ίδιο ακριβώς τρόπο. Ούτε να θριαμβολογείς ούτε να απογοητεύεσαι. Να σου φέρω ένα παράδειγμα.
Κάθομαι στην πλατεία Αριστοτέλους και ένα περιστέρι έχει μπλέξει το πόδι του στα σύρματα. Προσπαθώ να το ελευθερώσω και από κάτω έχουν μαζευτεί 50 άτομα. Προσπαθώ 5, 10 λεπτά, το πόδι από το περιστέρι κρέμεται, χάνει τις αισθήσεις του. Δε τα καταφέρνω εύκολα όταν προσπαθώ να κόψω το σκηνάκι. Η ψυχολογία του πλήθους αρχίζει να πηγαίνει στο χειρότερο. «Σιγά ρε άνθρωπε, θα κόψεις το ποδαράκι του». Εγώ έχω να διαχειριστώ και αυτό και κάποια στιγμή κόβω το σκηνάκι και το πουλί αισθάνεται την πτώση. Κάνει ένα ηρωικό πέταγμα και αρχίζει το χειροκρότημα, οι φωτογραφίες. «Εμείς το ξέραμε, μόνο εσείς θα μπορούσατε να κάνετε κάτι». Αν τα πράγματα δεν είχαν πάει καλά θα ήταν «Τεμπέληδες ήρθατε και το πεθάνατε».
Πριν σηκωθούμε για να μπούμε στα οχήματα και να κάνουμε μία αναπαράσταση ενός περιστατικού, τους ρώτησα πώς θα περιέγραφαν τη δουλειά τους, μια δουλειά που κρύβει όλα αυτά τα περιστατικά τα οποία και μου διηγήθηκαν.
Η ικανοποίηση που παίρνεις, το συναίσθημα δεν πληρώνεται με τίποτα. Ούτε με τα χρήματα που παίρνεις. Είναι η ηθική ικανοποίηση. Και στο παιδί αυτό που θέλει να γίνει πυροσβέστης όταν μεγαλώνει έχω μόνο να του πω ένα πράγμα.
«Να το κάνει. Και θα είναι παραπάνω από χαρούμενος».