Ένα μέλος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής παραδέχτηκε, πρόσφατα, πως στην ΕΕ «δεν αρέσουν τα νέα πρόσωπα». Η δήλωση αυτή υπογραμμίζει τον τρόπο με τον οποίο το ευρωπαϊκό εποικοδόμημα προσπαθεί να αντιμετωπίσει την ανάδυση νέων πολιτικών δυνάμεων, οι οποίες προτείνουν την αλλαγή των ευρωπαϊκών πολιτικών.
Είτε αρέσει στους Ευρωπαίους, είτε όχι, η νίκη του ΣΥΡΙΖΑ στην Ελλάδα θα τους υποχρεώσει να συνεργαστούν με την πρώτη κυβέρνηση που αντιδρά στην πολιτική τους. Ακόμα σημαντικότερο, η ηγεσία των ΕΕ έχει λίγες επιλογές, οι οποίες όμως, στο σύνολό τους, μπορεί να έχουν απρόβλεπτες συνέπειες.
Η νίκη του ΣΥΡΙΖΑ προκάλεσε ενθουσιασμό στην Ισπανία όπου το κόμμα των Ποντέμος, επίσης, ζητά την αναδιαπραγμάτευση του ισπανικού χρέους. Οι Ισπανοί ηγέτες των παραδοσιακών πολιτικών δυνάμεων φοβούνται πως η νίκη του ΣΥΡΙΖΑ θα ενισχύσει τους Ποντέμος, στην Ισπανία, η οποία είχε επίσης ένα δικομματικό πολιτικό σύστημα. Στην Ισπανία θα γίνουν εκλογές στα τέλη του 2015 και ήδη φαίνεται πως η υποστήριξη για τα δύο παραδοσιακά κυβερνόντα κόμματα έχει πέσει κάτω από το 50%, για πρώτη φορά από την ανακήρυξη της ισπανικής δημοκρατίας, μετά τον θάνατο του Φράνκο. Το ίδιο άλλωστε συνέβη και στην Ελλάδα.
Την ώρα που η ισπανική κυβέρνηση ανησυχεί για τις πολιτικές εξελίξεις στη χώρα, οι κυβερνήσεις στη βόρεια Ευρώπη έχουν πιο άμεσες ανησυχίες. Ιδιαίτερα ευαίσθητη είναι η θέση της Γερμανίας. Η Γερμανία ήδη υποχρεώθηκε να καταπιεί το χάπι της ποσοτικής χαλάρωσης, από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ), στις 22 Ιανουαρίου, παρά τις περί του αντιθέτου προειδοποιήσεις της Γερμανικής Κεντρικής Τράπεζας και της γερμανικής ελίτ.
Η Γερμανίδα καγκελάριος Μέρκελ κατασκεύασε μια επιτυχή, εκλογικά, θέση, βάσει του οποίου οι Γερμανοί φορολογούμενοι δεν θα πληρώσουν για κυβερνήσεις που δεν προχωρούν σε μεταρρυθμίσεις. Μια αναδιαπραγμάτευση του ελληνικού χρέους θα εξασθενούσε ακόμα περισσότερο τη θέση αυτή.
Η διαγραφή μέρους του ελληνικού χρέους θα έχει οικονομικές επιπτώσεις στη Γερμανία. Το 80% του ελληνικού χρέους έχει περιέλθει στην κατοχή της ΕΚΤ και των κυβερνήσεων των χωρών της Ευρωζώνης. Όμως το Βερολίνο ανησυχεί για τις πολιτικές επιπτώσεις μιας τέτοιας κίνησης. Οι γερμανικοί φόβοι ότι αν υποκύψει στις ελληνικές απαιτήσεις ο κυρίαρχος ρόλος του Βερολίνου στην ΕΕ θα εξασθενίσει.
Στο εσωτερικό μέτωπο, η Μέρκελ, για πρώτη φορά, δέχεται πίεση και από τα δεξιά της, από το κόμμα «Εναλλακτική Λύση για τη Γερμανία». Η Γερμανία έχει δύο βασικούς, αλλά και αντικρουόμενους στόχους, πρώτον να κρατήσει όρθια την Ευρωζώνη, αλλά και να προστατεύσει τον εθνικό της πλούτο.
Η έξοδος μιας χώρας από την Ευρωζώνη απειλεί τον πρώτο γερμανικό στόχο, αλλά η απαίτηση των χωρών του ευρωπαϊκού Νότου για αναδιαπραγμάτευση των χρεών τους και η μεταφορά δημοσιοοικονομικών μεγεθών από το ευρωπαϊκό κέντρο στην ευρωπαϊκή περιφέρεια, θα απειλήσει τον δεύτερο γερμανικό στόχο.
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή είναι παγιδευμένη στη μέση αυτών. Αξιωματούχοι των Βρυξελλών είναι πρόθυμοι να προσφέρουν στην Αθήνα παράταση στον χρόνο αποπληρωμής του χρέους, μείωση των επιτοκίων και μεγαλύτερη ευελιξία, όσον αφορά τον ρυθμό των μεταρρυθμίσεων. Όλα αυτά δεν θα επιλύσουν, μόνιμα, το πρόβλημα του ελληνικού χρέους. Ακόμα χειρότερα, δε, ίσως οι προτάσεις αυτές δεν είναι αρκετές για να κατευνάσουν τους Έλληνες ψηφοφόρους και τους οπαδούς του ΣΥΡΙΖΑ που επιθυμούν την πλήρη απεμπλοκή από τους δανειστές.
Ο επικεφαλής του ΣΥΡΙΖΑ και νέος Έλληνας πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας, είναι όμως, εξίσου δέσμιος των εξαγγελιών του. Μετά τη νίκη του, στις 25 Ιανουαρίου, διακήρυξε πως έχει έρθει το τέλος της λιτότητας και το τέλος της επιρροής των δανειστών στην Ελλάδα. Ο Τσίπρας κέρδισε τις εκλογές υποσχόμενος μεγαλύτερες κρατικές δαπάνες, βασιζόμενος στο γεγονός ότι η ΕΕ δεν επιθυμεί την έξοδο της Ελλάδας από την Ευρωζώνη και πως οι Βρυξέλλες θα υποκύψουν στην απαίτησή του για αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους. Αν η νέα κυβέρνηση, όμως, δεν δείξει ευελιξία στις διαπραγματεύσεις ή το «τραβήξει» πολύ, η Ελλάδα αντιμετωπίζει τον κίνδυνο να οδηγηθεί εκτός Ευρωζώνης, κάτι όμως που οι περισσότεροι Έλληνες δεν το επιθυμούν.
Αυτά τα αντικρουόμενα συμφέροντα και οι περιορισμοί θέτουν στους Ευρωπαίους επιλογές, εκ των οποίων όμως καμία δεν είναι καλή. Αν η Ελλάδα πάρει αυτά που θέλει και το χρέος της τεθεί υπό επαναδιαπραγμάτευση, η Πορτογαλία, η Ισπανία και η Ιρλανδία θα ζητήσουν το ίδιο. Αν Αθήνα και Βρυξέλλες καταλήξουν σε μια συμφωνία, με την οποία η Ελλάδα θα λάβει μεγαλύτερο χρόνο για την αποπληρωμή του χρέους και χαμηλότερο επιτόκιο, ώστε να μπορέσει να ανατραπεί το κλίμα της σκληρής λιτότητας, τα μέτρα αυτά θα οδηγήσουν ψηφοφόρους στα κόμματα διαμαρτυρίας όπως οι Ποντέμος στην Ισπανία ή το Εθνικό Μέτωπο στη Γαλλία.
Τέλος, αν η ΕΕ συνεχίσει την σκληρή της γραμμή κατά της Ελλάδας, η χώρα αντιμετωπίζει την πιθανότητα μιας άτακτης χρεωκοπίας και εξόδου από τη Ευρωζώνη, η οποία όμως θα αποτελεί μια πολιτική ήττα την οποία λίγοι στην ΕΕ επιθυμούν να δουν.
Ο Έλληνας πρωθυπουργός θα συναντήσει τους ομολόγους του στις 12 Φεβρουαρίου στη σύνοδο κορυφής της ΕΕ. Εκεί οι δύο πλευρές θα δοκιμάσουν η μια την άλλη πριν την επίσημη έναρξη των διαπραγματεύσεων. Η Ελλάδα, πιθανότατα, δεν θα λάβει όλα όσα ζητά και οι διαπραγματεύσεις θα είναι μακρές και επίπονες, πριν οδηγήσουν σε συμφωνία. Ασχέτως με το τι θα συμβεί, όμως, στην Ελλάδα η ευρωπαϊκή κρίση έχει φτάσει σε ένα σημείο όπου τα μη συστημικά κόμματα υπάρχει πιθανότητα να κερδίσουν την εξουσία, είτε ως κυβερνήσεις, είτε ως κυβερνητικοί εταίροι. Το μόνο βέβαιο είναι πως θα υπάρξουν πολλά νέα πρόσωπα στην Ευρώπη.
Πηγή:onalert.gr