«Η Ελληνική Αστυνομία, ως φορέας προστασίας των εννόμων αγαθών και των δικαιωμάτων του ανθρώπου, οφείλει να αντιμετωπίζει την ανομία και την εγκληματικότητα, σεβόμενη παράλληλα τα ανθρώπινα δικαιώματα. Κάθε έγκλημα, με ρατσιστικό υπόβαθρο, αποτελεί ιδιαίτερη προσβολή της ανθρώπινης αξιοπρέπειας και για το λόγο αυτό το Αρχηγείο της Ελληνικής Αστυνομίας αξιώνει την έντονη επαγρύπνηση και τη δυναμική αντίδραση του προσωπικού των Αστυνομικών Υπηρεσιών».
Αυτό αναφέρει στην Ημερήσια Διαταγή του ο Αρχηγός της ΕΛ.ΑΣ. Αντιστράτηγος Δημήτριος Τσακνάκης για την Ημέρα των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.
Η Διαταγή αυτή έρχεται λίγες ώρες μετά τα στοιχεία για τα εγκλήματα με πιθανολογούμενο το ρατσιστικό κίνητρο που έχει καταγράψει η ΕΛ.ΑΣ. και διαβίβασε στη Βουλή ο υπουργός Δημόσιας Τάξης. Όπως αναφέρεται τα στοιχεία αφορούν την περίοδο από το 2009 και μετά και δείχνουν υψηλή την ποσοστιαία εμπλοκή αστυνομικών σε τέτοιες υποθέσεις. Είχε προηγηθεί ερώτηση που είχε καταθέσει η βουλευτής της ΔΗΜΑΡ, Μαρία Γιαννακάκη, με την οποία ζητούσε στοιχεία για τα εγκλήματα μίσους που έχει καταγράψει η Ελληνική Αστυνομία.
Όπως σημειώνει ο κ. Τσακνάκης «η 10η Δεκεμβρίου έχει καθιερωθεί από τον Ο.Η.Ε και εορτάζεται κάθε χρόνο ως «Ημέρα των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων», καθώς η διεθνής κοινότητα, το 1948, της προσέδωσε επισήμως οικουμενικό χαρακτήρα, επιβεβαιώνοντας με την υπογραφή της Οικουμενικής Διακήρυξης των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων την πρόθεσή της να προστατέψει, να υποστηρίξει και να σεβαστεί την ανθρώπινη υπόσταση και τα σύμφυτα με αυτήν δικαιώματα. Η Οικουμενική Διακήρυξη για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου αποτελεί ένα ζωντανό, διεθνές, κείμενο που δεν έχει αξία μόνο σε περιόδους σύγκρουσης ή σε κοινωνίες υπό καταπίεση, αλλά και σε περιόδους ειρήνης, σε εδραιωμένες δημοκρατίες, για την αντιμετώπιση της κοινωνικής ανισότητας και αδικίας».
Αναφέρει ακόμη ότι «στην χώρα μας, στο εθνικό νομικό μας σύστημα, τα ανθρώπινα δικαιώματα κατοχυρώνονται πλήρως με ένα ισχυρό πλέγμα συνταγματικών, ποινικών και δικονομικών διατάξεων, καταδεικνύοντας την βαθύτατη ουμανιστική αντίληψη, αλλά και το αίσθημα δικαίου που διέπει την ελληνική κοινωνία. Η άμεση ανταπόκριση του Έλληνα νομοθέτη ερείδεται στον ανθρωποκεντρικό χαρακτήρα του νομικού μας πολιτισμού, που στόχο έχει την εύρυθμη και αποτελεσματική λειτουργία των δημοκρατικών θεσμών του κράτους δικαίου».
Και επισημαίνει ότι «ωστόσο, παρά την θεσμική κατοχύρωση και προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων σε διεθνές, περιφερειακό, ευρωπαϊκό αλλά και εθνικό επίπεδο, η προάσπισή τους δεν είναι πάντοτε αυτονόητη ή δεδομένη. Προκρίνεται αδήριτη ανάγκη, ειδικά την τρέχουσα, κρίσιμη, ιστορική περίοδο που διανύουμε, να συνειδητοποιήσουμε την σπουδαιότητα του σεβασμού των δικαιωμάτων, της αξίας και της αξιοπρέπειας του ανθρώπου, προκειμένου να επικρατήσει η κοινωνική ομαλότητα και η ευταξία στους κόλπους της ελληνικής κοινωνίας. Η διαμόρφωση των προϋποθέσεων κοινωνικής προόδου σχετίζεται άλλωστε άμεσα με το βαθμό προστασίας και προάσπισης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων».
Η Διαταγή κλείνει με τη φράση: «Απαιτείται, η χρήση κάθε διαθέσιμου νομίμου μέσου για την καταπολέμηση του εν λόγω φαινομένου και για την, εν γένει, προάσπιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, προκειμένου να ενισχυθούν τα θεμέλια της δημοκρατικής κοινωνίας, όπου η διαφορά δεν θεωρείται απειλή, αλλά συνεισφορά στον εμπλουτισμό της πολιτισμικής της ταυτότητας».
http://www.tovima.gr