H μουσική της Καραΐνδρου μας συντροφεύει στον ομιχλώδη, φθινοπωρινό δρόμο μέσα στο δάσος του όρους Βίτσι, ενώ κατευθυνόμαστε προς τις Πρέσπες. Οι νεαροί ξυλοκόποι φορτώνουν τα μουλάρια και τις φοράδες με ξύλα δημιουργώντας εικόνες μιας άλλης εποχής.
Ο Αποστόλης Καλλιώρας μάς περιμένει χαράματα στην προκυμαία της Μικρής Πρέσπας. Πλέουμε, σε μια κατανυκτική σιωπή, με την ομάδα του φωτογραφικού, βιωματικού εργαστηρίου «Ροή» ενώ ο ίδιος οδηγεί την ηλιακή βάρκα του δήμου Πρεσπών, χωρίς μηχανή, γύρω από το νησάκι Άγιο Αχίλλειο με τη Βασιλική, στο πτηνο-κατοικημένο Βιδρονήσι και σε αγνώστους παράδεισους.
Σπάνια ήδη πουλιών τιτιβίζουν σε συγχορδία με τα θροΐσματα των φτερούγων των αργυροπελεκάνων και των χηνών στο νερό, ενώ οι καλαμιώνες αποκρίνονται μελωδικά στο χάδι του ανέμου. Θαρρείς ότι αυτή η πρωινή, υδάτινη συναυλία ξυπνά τον ήλιο και τον υψώνει. Το τσαχπίνικο χαμόγελο του Αποστόλη μοιάζει με τη συνέχεια του ορίζοντα, στις λίμνες του Τριεθνούς. «Με έφερε εδώ το συμπλήρωμα της ζωής στην πόλη, το υπεργέμισμα, το “δεν πάει άλλο” κι η έλξη της φύσης», μας λέει μεσολίμνια κατά τη μοναδική αυτή, ευλογημένη βαρκάδα καθώς η ηχώ της «γλύφει» το νερό.
Καθόμαστε στη αυλή της «Λιβελούλας», το μπαράκι που μόλις πέρυσι ονειρευόταν. Στα τραπεζάκια της πλατείας του πρεσπιώτικου χωριού Λευκώνα, ακούμε τον Bryan Ferry στο «Kiss and tell». Και η κουβέντα μας ξεκινά.
Από αστυνομικός στην πρωτεύουσα, γίνεσαι αγρότης, βαρκάρης, επιχειρηματίας και DJ στις Πρέσπες.
«Γεννήθηκα στην Αθήνα. Μεγάλωσα στην Λαμπρινή μέχρι τα δέκα μου, όταν μετακομίσαμε στα Τρίκαλα, για να ζήσουμε με τον αδερφό μου την παιδικότητα στο χωριό. Έτσι αποφάσισαν οι γονείς μας. Μετά το λύκειο έφυγα στην Ξάνθη όπου πέρασα αστυνομικός στη σχολή. Ήθελα την εργασία αυτή, όχι σαν όνειρο ζωής ντε και καλά, μα, για να γνωρίσω τον κόσμο και να δω πράγματα. Και είδα. Άλλη δουλειά είναι να είσαι αστυνομικός στα πεζοδρόμια κι άλλη για παράδειγμα, αρχιτέκτονας σε ένα γραφείο. Άλλες οι εμπειρίες. Ούτε ονειρευόμουν τον εαυτό μου με στολή αστυνομικού. Ήταν οι συγκυρίες κι η αποκατάσταση. Ήμουν δεκαεπτάμισι χρονών με εργασία, μισθό, στέγη και τροφή. Και στα είκοσί μου, που όλοι σπουδάζανε, εγώ είχα πλήρη αυτονομία. Ο πατέρας μου με έλεγε και με λέει «σοκακιάρη», επειδή εξερευνούσα ότι άγνωστο σοκάκι και πόρτα υπήρχε.
Αστυνομικές ταινίες έβλεπες;
Ό,τι έχουν οι ταινίες με τους ντετέκτιβ, τα περισσότερα τα έχω βιώσει μέσα σε δέκα χρόνια, στο λεκανοπέδιο. Έχεις ακούσει για τους ταξιτζήδες στο Λονδίνο, ότι κάποια στιγμή «αλλάζει ο εγκέφαλός τους» και αποκτούν το «the knowledge», τη γνώση της πόλης; Ε, αυτό είναι το πρώτο που απέκτησα, τη γνώση. Το δεύτερο είναι το ψυχογράφημα του Αθηναίου ανά περιοχή. Γνωρίζω την πόλη, πώς αναπνέει, πώς κοιμάται, τι την απασχολεί, πώς εργάζεται και κατ’ επέκταση τον Έλληνα, γιατί η Ελλάδα δεν είναι μόνο η Αθήνα, αλλά είναι. Και από ό,τι ξέρω δεν έχουν αλλάξει πολλά από τότε, κι ας έχουν περάσει χρόνια. Μακροσκοπικά γνωρίζω τις φυλές της πόλης, τους Περιστεριώτες, τους Γλυφαδιώτες, τους ανθρώπους «του κέντρου». Από την τριβή με τον κόσμο, ξέρω το ζόρι του ταξιτζή στην Αθήνα, το ζόρι αυτού που εργάζεται στην εταιρεία, τη «Χ», τη «Ψ», την «Ω», του δημοσίου υπαλλήλου. Έφθασα κάποια στιγμή πριν φύγω από την Αθήνα που αγαπώ, να βγαίνω από το σπίτι μου στον λόφο Γαλατσίου κοιτώντας τη θέα στο λεκανοπέδιο και να νιώθω ότι έχω πιει τουλάχιστον μια φορά καφέ με όλους, ότι τα μάτια μου έχουν περάσει από όλους, έστω μια φορά. Ότι γνωρίζω κάθε πλακάκι, κάθε στενό και κάθε τετράγωνο της Αθήνας οριζοντίως και καθέτως, τα υπόγεια και τα σαλόνια.
Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου στην ιστοσελίδα travel.gr