Ενα νέο αμερικανικό «ρομπότ», κόστους περίπου 650.000 ευρώ, για την αυτόματη ανάλυση και αποθήκευση ως και 200 δειγμάτων DNA κάθε ημέρα, ετοιμάζεται να αποκτήσει η ΕΛ.ΑΣ. Πρόκειται για την πιο εξελιγμένη τεχνολογία στη μαζική, ταχύρρυθμη ανάλυση δειγμάτων βιολογικού υλικού που θα διαθέτουν πλέον τα Εγκληματολογικά Εργαστήρια. Με αυτόν τον τρόπο εκτιμάται ότι θα διευρυνθεί ταχύτατα η τράπεζα δεδομένων DNA στη χώρα μας, η οποία εκτιμάται ότι σήμερα διαθέτει συνολικά περίπου 13.500 δείγματα γενετικού υλικού από διάφορες «σκηνές» εγκλήματος, από τα οποία έχουν ταυτοποιηθεί περίπου τα 700.
Κομβικός ρόλος
Τα «ελληνικά CSI» έχουν πλέον κομβικό ρόλο στην εξιχνίαση των περισσότερων εγκληματικών ενεργειών και ενόπλων επιθέσεων αφού ασχολούνται ετησίως με περίπου 24.000 υποθέσεις που οδηγούν σε ισάριθμες εργαστηριακές εξετάσεις.
Η απόκτηση του συγκεκριμένου ρομποτικού συστήματος, που θα ενταχθεί στην Υποδιεύθυνση Βιολογικών και Βιοχημικών Εξετάσεων και Αναλύσεων των Εγκληματολογικών Εργαστηρίων, πραγματοποιείται με τη μεσολάβηση του Κέντρου Μελετών Ασφαλείας (ΚΕΜΕΑ) του υπουργείου Δημόσιας Τάξης και αναμένεται να αλλάξει ριζικά τις έρευνες από τους τόπους των εγκληματικών ερευνών.
Μέχρι προ μερικών ετών η ανίχνευση και η ανάλυση του DNA μπορούσε να διαρκέσει ως και 15 ημέρες, με τους αρμόδιους αστυνομικούς που ερευνούσαν τη δράση δολοφόνων, ενόπλων οργανώσεων κ.ά. να παίρνουν τα σχετικά αποτελέσματα με σημαντική καθυστέρηση. Μάλιστα σε περιπτώσεις όπου το γενετικό υλικό είχε προσμείξεις και δεν ήταν εύκολα ανιχνεύσιμο, υπήρχαν περαιτέρω καθυστερήσεις ή τα δείγματα αποστέλλονταν σε ορισμένες περιπτώσεις σε εργαστήρια του εξωτερικού. Τώρα όμως τα δεδομένα έχουν αλλάξει εντυπωσιακά.
Οπως αναφέρουν στελέχη της ΕΛ.ΑΣ., «για τον πλήρη προσδιορισμό, την ανίχνευση αλλά και την πιθανή ταυτοποίηση του DNA απαιτούνται σήμερα μόνο οκτώ ώρες από τη στιγμή που θα ληφθεί το σχετικό υλικό. Πλέον το γενετικό υλικό ανιχνεύεται πολύ πιο εύκολα όπου μπορεί να αγγίξει με το δέρμα του ο δράστης. Εντοπίζεται και προσδιορίζεται όχι μόνο από τρίχες, σάλιο, ιδρώτα κ.τ.λ., όπως είναι γνωστό ως σήμερα, αλλά και από υπολείμματα κυττάρων από την απλή επαφή του δράστη με ένα οποιοδήποτε αντικείμενο. Γι' αυτό και για οποιοδήποτε εύρημα - όπλα, σφαίρες, χαρτιά κ.τ.λ. - εντοπίζεται σε έναν χώρο εγκλήματος ή σε μια γιάφκα πρώτα εξετάζονται για δείγματα DNA και αποτυπώματα και ύστερα αποστέλλονται για βαλλιστικούς, γραφολογικούς ελέγχους κ.τ.λ. Καταλαβαίνει λοιπόν κανείς ότι το ρομποτικό σύστημα που θα τεθεί σε λειτουργία θα μας διευκολύνει ιδιαίτερα σε μαζικούς ελέγχους DNA και σε άμεση, πλήρη εικόνα για τους δράστες των επιθέσεων. Ακόμη έλεγχοι βιολογικού υλικού θα επεκταθούν - υπό προϋποθέσεις - και σε μικρότερου βεληνεκούς εγκληματικές ενέργειες όπως κλοπές, διαρρήξεις κ.τ.λ.».
Κάθε χρόνο εξετάζονται 2.000-2.500 υποθέσεις
Κάθε χρόνο υπολογίζεται ότι εισάγονται για εξετάσεις δειγμάτων DNA περίπου 2.000-2.500 υποθέσεις. Υπάρχει όμως προβληματισμός των Αρχών για τη δημιουργία και την «έκταση» της τράπεζας δεδομένων DNA. Οπως λένε επιτελείς της ΕΛ.ΑΣ., «κανονικά, με βάση τον υπάρχοντα νόμο, θα πρέπει να λαμβάνονται δείγματα βιολογικού υλικού από όσους κατηγορούνται για κακουργήματα ή για πλημμελήματα που επισύρουν ένα συγκεκριμένο όριο φυλάκισης. Εδώ όμως υπάρχει ένα μικρό... οικονομικής φύσεως πρόβλημα. Κάθε λήψη DNA και ο έλεγχος στα αντιδραστήρια κοστίζει περίπου 30 ευρώ. Αν λοιπόν αρχίσουμε ακατάσχετα και ανεξέλεγκτα να παίρνουμε δείγματα DNA για όσους κατηγορούνται για οποιοδήποτε αδίκημα, θα έχουμε ένα ιδιαίτερα μεγάλο κόστος λειτουργίας χωρίς ουσιαστικά αποτελέσματα. Αν λοιπόν κάποιος κατηγορείται σε βαθμό κακουργήματος για απάτες, πλαστογραφίες, οικονομικά αδικήματα και άλλα σχετικά, είναι πιθανόν η λήψη DNA από αυτόν να είναι άχρηστη. Και αυτό διότι το πιθανότερο είναι να μην προχωρήσει ποτέ σε αδίκημα, όπως διάρρηξη, ληστεία, απόπειρα φόνου, συμμετοχή σε ένοπλη οργάνωση κ.τ.λ. που μπορεί να εξιχνιασθεί με τη χρήση DNA. Αντιθέτως, μπορεί να πάρουμε DNA από κάποιον δράστη μικρού αδικήματος ή ακόμη και υπεύθυνου σοβαρού τροχαίου ατυχήματος αν κρίνουμε ότι έχει συμπεριφορά ή διασυνδέσεις που μπορεί να οδηγήσουν σε εγκληματικές ενέργειες. Προσπαθούμε λοιπόν, πέρα από τον νόμο, να σταθμίζουμε τις καταστάσεις και να εχουμε "πρακτικά" κριτήρια στις επιλογές μας».
tovima.gr