Γράφει ο Νεόφυτος Ασπριάδης*
Σόϊμπλε εναντίoν Βαρουφάκη. Τσίπρας εναντίoν Μέρκελ. Ελλάδα εναντίoν Γερμανίας. Άκρως προσβλητικές θεωρήθηκαν οι δηλώσεις του Γερμανού Υπουργού Οικονομικών κ. Σόϊμπλε με κύριο αποδέκτη τον Έλληνα ομόλογό του κ. Βαρουφάκη. Την ίδια στιγμή ο Πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας επαναφέρει το ζήτημα των γερμανικών αποζημιώσεων στη Βουλή, έπειτα από μια ανάλυση πάνω στο ζήτημα του δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου και των εγκλημάτων του ναζισμού.
Στις Βρυξέλλες την ίδια ώρα συζητούνται ζητήματα σχετικά με την ελληνική ρευστότητα και την εκταμίευση της δόσης. Σε συνέχεια της πρώτης συμφωνίας της Ελλάδας που επετεύχθη τον προηγούμενο μήνα, η Ελληνική Κυβέρνηση πρέπει να συνεχίσει τις διαπραγματεύσεις, ώστε να μπορέσει να ξεπεράσει το πρόβλημα της ρευστότητας για το μήνα που διανύουμε.
Στις διαπραγματεύσεις του προηγούμενου Eurogroupη νεοσύστατη τότε ακόμα Κυβέρνηση κατάφερε να συσπειρώσει τον ελληνικό λαό και να αποκτήσει μία δυναμική της τάξεως του 75%. Το ιστορικό ποσοστό υποστήριξης για κυβέρνηση στα χρόνια της κρίσης επετεύχθη χάρη στη στρατηγική της σύγκρουσης την οποία καλλιέργησε ήδη από τον προεκλογικό της αγώνα και την σιωπηρή στάση της αντιπολίτευσης για όλο το διάστημα των διαπραγματεύσεων.
Η μεγάλη αυτή υποστήριξη οφείλεται στο λεγόμενο φαινόμενο της «Συσπείρωσης γύρω από την Σημαία» το οποίο όμως παρατηρείται κυρίως σε ζητήματα εξωτερικής πολιτικής, διακρατικές κρίσεις ή μεγάλες φυσικές καταστροφές.
Ο ορισμός του φαινομένου περιγράφει πως το φαινόμενο της «Συσπείρωσης γύρω από την Σημαία» αποτελεί μια ξαφνική και αξιοσημείωτη αύξηση της κοινής αποδοχής της Κυβέρνησης, που προκύπτει ως αντίδραση σε κάποιου είδους διεθνή δραματικά γεγονότα. Μέχρι στιγμής το φαινόμενο αυτό έχει παρατηρηθεί σε γεγονότα τα οποία αφορούν την εξωτερική πολιτική, ενέχουν σοβαρό κίνδυνο για το κράτος και περιλαμβάνουν εκτεταμένη χρήση βίας.
Σε περιόδους αυξημένου κινδύνου (όπως διακρατικές κρίσεις, μεγάλες φυσικές καταστροφές κλπ.) η κοινή γνώμη συσπειρώνεται γύρω από την Κυβέρνηση και τον Πρόεδρο ή Πρωθυπουργό της χώρας όχι για λόγους επιδοκιμασίας αλλά περισσότερο ως μια θετική έκφραση ανησυχίας.
Η μία σχολή σκέψης για τα γενεσιουργά αίτια του φαινομένου αυτού υποστηρίζει πως η ξαφνική αύξηση της αποδοχής της Κυβέρνησης προκαλείται από το αίσθημα πατριωτισμού των πολιτών. Σύμφωνα με αυτή την εκδοχή μια διεθνής κρίση προκαλεί αισθήματα απειλής κατά του έθνους και οι πολίτες θεωρούν πως προκειμένου αυτό να επικρατήσει θα πρέπει να παρέχουν μια άνευ όρων υποστήριξη στην Κυβέρνηση.
Έτσι, η Κυβέρνηση αποκτά έναν συμβολικό χαρακτήρα, εκπροσωπεί το έθνος και την εθνική ενότητα. Με αυτόν τον τρόπο έχει την δυνατότητα να διαχειριστεί μία κρίση από θέση ισχύος εκφράζοντας το σύνολο των πολιτών του κράτους.
Μία άλλη σχολή σκέψης θεωρεί πως παραγωγικό αίτιο του φαινομένου αποτελεί η πλήρης συναίνεση στο εσωτερικό πολιτικό σκηνικό. Η αντιπολίτευση και άλλες πολιτικές ελίτ σταματάνε προσωρινά την κριτική με αποτέλεσμα τα ΜΜΕ να μην έχουν την δυνατότητα να αναπαράγουν αντιθετικά μηνύματα, επιτρέποντας την «ελεύθερη» διέλευση του κυβερνητικού μηνύματος, πράγμα που οδηγεί την κοινή γνώμη σε συστράτευση.
Όσο τα γεγονότα παράγουν διακομματική συναίνεση και υποστήριξη της πολιτικής ελίτ προς την ηγεσία τόσο πιο αποτελεσματική είναι η παραγωγή υποστήριξης προς την Κυβέρνηση, επιτυγχάνοντας εσωτερική νομιμοποίηση. Γενικότερα, η εξήγηση του φαινομένου της συσπείρωσης γύρω από την ηγεσία βρίσκεται και στις δύο ερμηνείες, καθώς από ψυχολογικής απόψεως οι εξωτερικές απειλές αυξάνουν την συνοχή της έσω- ομάδας.
Το φαινόμενο της συσπείρωσης είναι εντελώς προσωρινό και δεν επιφέρει μακροπρόθεσμα πολιτικά οφέλη ακόμα και από επιτυχημένα εγχειρήματα. Μόλις η κρίση περάσει η υποστήριξη επιστρέφει στα κανονικά της επίπεδα. Επιπλέον, σε περίπτωση που μια διεθνής κρίση οδηγηθεί σε αδιέξοδο ή κρατήσει περισσότερο απ’ όσο αναμενόταν, ο αντίκτυπος στην υποστήριξη μπορεί να είναι ιδιαίτερα αρνητικός. Σε περίπτωση δηλαδή που η κρίση παρατείνεται η υποστήριξη της αντιπολίτευσης μετατρέπεται σε κριτική με αποτέλεσμα η κοινή γνώμη να λαμβάνει αντιθετικά μηνύματα και διαφορετικές ερμηνείες του ζητήματος με αποτέλεσμα να χαλαρώσει την υποστήριξη, μειώνοντας έτσι τη συσπείρωση.
Η Οικονομική Κρίση, ωστόσο, διαφέρει από μία διακρατική κρίση ή μία φυσική καταστροφή. Αυτό οφείλεται στο ρόλο του παιγνίου απόδοσης ευθυνών, το οποίο αποδίδει ευθύνες σε εσωτερικούς παράγοντες ή συστημικά λάθη με αποτέλεσμα να αυξάνεται η εσωτερική πόλωση. Επίσης, ακόμα και αν επιτευχθεί η Συσπείρωση με κάποιον τρόπο, η μεγάλη διάρκεια που χαρακτηρίζει μία οικονομική κρίση θα οδηγήσει στον περιορισμό του φαινομένου.
Η Κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ κατάφερε έπειτα από μια παρατεταμένη κρίση να συσπειρώσει τον Ελληνικό λαό και να οδηγηθεί στη διαπραγμάτευση με ισχυρό εσωτερικό μέτωπο. Αυτό το πέτυχε μέσα από την αλλαγή της ρητορικής και την απόδοση των ευθυνών σε εξω-συστημικούς παράγοντες.
Με άλλα λόγια, η Κυβέρνηση κατά την πρώτη διαπραγμάτευση εξύψωσε το ήθος του λαού αφενός με την απόδοση ευθυνών στη Γερμανία για τη λιτότητα και αφετέρου μέσα από τα θετικά μηνύματα που πρόβαλε. Απέφευγε συστηματικά την εκτενή απόδοση ευθυνών στις προηγούμενες κυβερνήσεις, ενώ δαιμονοποίησε το Μνημόνιο (Μνημονιακή βαρβαρότητα», «εκδικητικό») , συσχετίζοντάς το με το «Σκοτεινό παρελθόν» και αντιπαρέβαλε με φωτεινά και θετικά μηνύματα για το μέλλον («Ελπίδα του Μέλλοντος»)
Ταυτόχρονα, παρουσίασε τη διαπραγμάτευση σε όρους σύγκρουσης Ελλάδας – Γερμανίας, κατασκευάζοντας ταυτότητες και ετερότητες – εχθρούς και φίλους – όπως συμβαίνει σε έναν πόλεμο ή μία σύγκρουση. Η Στρατηγική χρήση του χρόνου σχετικά με τα κατοχικά δάνεια ξύπνησε τις μνήμες του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, φτιάχνοντας έμμεσες αναμνήσεις και συλλογικές μνήμες από ηρωικές στιγμές της Ελληνικής ιστορίας, εξυψώνοντας το πατριωτικό αίσθημα.
Η διαπραγμάτευση κάτω από τις επικοινωνιακές και ρητορικές πιέσεις της κυβέρνησης δεν ήταν μία απλή τυπική διαδικασία αλλά μία κίνηση επαναστατική ανάλογη της επανάστασης του 1821. Μπορεί το σχήμα αυτό να μην χρησιμοποιήθηκε ανοιχτά αλλά η συλλογική μνήμη και η άμεση χρήση του στοιχείου των πολεμικών αποζημιώσεων επεκτάθηκε μέσω των γνωσιακών λειτουργιών της μνήμης σε όλες τις ηρωικές στιγμές της ελληνικής ιστορίας.
Από την άλλη πλευρά, η αντιπολίτευση σταμάτησε την όποια κριτική και δήλωσε ανοιχτά την υποστήριξη στην Κυβέρνηση και την «Εθνική προσπάθεια». Η έλλειψη αντιθετικών πλαισιώσεων του ζητήματος ανάγκασε σε συναίνεση ολόκληρο το πολιτικό σύστημα που δεν επέτρεπε την οποιαδήποτε αντιλογία, χαρακτηρίζοντας ως αντι- πατριώτη όποιον το επιχειρούσε.
Το αποτέλεσμα της επικοινωνιακής αυτής στρατηγικής ήταν να συσπειρώσει σε μεγάλο βαθμό το εσωτερικό μέτωπο αλλά αυτό είχε ως επακόλουθο και να δημιουργήσει μια αντι-συσπείρωση στη Γερμανία. Η ρητορική κατασκευή της Συσπείρωσης, όταν ουσιαστικά απουσιάζει ένας πραγματικός εχθρός, οφείλει να εφεύρει έναν μέσω της δαιμονοποίησης.
Το αντίπαλο δέος στην προκειμένη ήταν η Γερμανία, που παρουσιάστηκε ως η ηγεμονική δύναμη της Ευρώπης που συμπεριφέρεται στα πρότυπα του ναζιστικού παρελθόντος. Από τη στιγμή που αποδέκτης της ρητορικής αυτής δεν ήταν μόνο η ελληνική κοινή γνώμη, αλλά υπήρξε πολιτική επιλογή η αφύπνιση των υπολοίπων λαών της Ευρωζώνης και κυρίως του Νότου, ήταν αναμενόμενο να υπάρξει παρόμοια αντίδραση στη Γερμανική κοινή γνώμη.
Η πολιτική ηγεσία δεν επιχείρησε επισήμως να χρησιμοποιήσει αντι-συσπείρωση για την Ελλάδα, πράγμα που είχε πράξει το 2010 χωρίς η Ελλάδα να έχει προχωρήσει σε κατηγορίες κατά της Γερμανίας, ο Γερμανικός Τύπος ήταν αυτός που ξεκίνησε την εκστρατεία σύγκρουσης με την Ελλάδα. Στη συνέχεια ο Υπουργός Οικονομικών Β. Σόιμπλε ήταν αυτός ο οποίος ενίσχυσε τις κινήσεις των μέσων μαζικής ενημέρωσης με στόχο τη δαιμονοποίηση της Ελλάδας στο εσωτερικό της Γερμανίας.
Καταλήγοντας, η Συσπείρωση που επετεύχθη από την Ελληνική Κυβέρνηση για τη διαπραγμάτευση του Φεβρουαρίου, έλαβε τέλος ήδη με την λήξη της τελευταίας στις αρχές του μήνα. Τα ποσοστά αποδοχής της Κυβέρνησης επέστρεψαν στα φυσιολογικά τους επίπεδα. Είναι πολύ πιθανό ο Πρωθυπουργός με την τελευταία ομιλία του στη Βουλή να στόχευσε στη δημιουργία κλίματος επαναφοράς της υψηλής αποδοχής του κόμματός του εν όψει του νέου κύκλου διαπραγματεύσεων.
Σε κάθε περίπτωση η οικονομική κρίση της Ελλάδας έχει περάσει σε ένα νέο στάδιο όπου έχει μετατραπεί σε ευθεία σύγκρουση μεταξύ Ελλάδας και Γερμανίας. Αυτό έχει αλλάξει ριζικά το πλαίσιο κάτω από το οποίο γίνεται αντιληπτή η κρίση. Εφόσον η σύγκρουση συνεχιστεί για μεγάλο διάστημα η οικονομική κρίση στην Ελλάδα θα συσχετιστεί άμεσα με τις πολιτικές διαφορές της Ελλάδας με την Γερμανία. Αυτό πιθανότατα θα φέρει όμως περισσότερα προβλήματα από όσα θα μπορέσει να επιλύσει, καθώς θα χαθεί ο αντικειμενικός στόχος ενώ η θυματοποίηση της Ελλάδας που έχει επιτύχει μέχρι στιγμής η Κυβέρνηση στα μάτια της ευρωπαϊκής γνώμης θα εξαλειφθεί. Οι μελλοντικοί χειρισμοί της Κυβέρνησης θα πρέπει να είναι προσεκτικοί στη διαχείριση της αντι-συσπείρωσης της Γερμανίας που η ίδια δημιούργησε.
Ο Ασπριάδης Νεόφυτος είναι Σύμβουλος Επικοινωνίας και Διεθνολόγος, Συνεργάτης Ερευνητής στο Εργαστήρι Στρατηγικής Επικοινωνίας και Δημοσιογραφίας του Πανεπιστημίου Πειραιά.
Πηγή: Ελευθερία Σερρών