Αν σας αρέσουν οι πειρατές και σας ενθουσιάζουν τα θαλασσινά ταξίδια και φυσικά το ρούμι, τότε σίγουρα θα θέλατε να μάθετε τι έτρωγαν. Ωστόσο αν έχετε στο μυαλό σας τα πλούσια τραπέζια από τους «Πειρατές της Καραϊβικής» καλύτερα να τα ξεχάσετε.
Ιστορικά, η πραγματική ζωή των πειρατών ήταν άγρια, βάναυση, και σύντομη και ουδεμία σχέση είχε με την ωραιοποιημένη περίπτωση του Τζόνι Ντεπ επί της οθόνης.
Ακόμη και στη λεγόμενη Χρυσή Εποχή των Πειρατών, στα τέλη της δεκαετίας του 1600 με αρχές του 1700, μέχρι και οι «σούπερ σταρ» πειρατές όπως ο Μαυρογένης και ο Κάπταιν Κιντ περιπλανιόνταν στις θάλασσες, ζούσαν σε άθλιες συνθήκες και έπασχαν από εξουθενωτικές ασθένειες, ενώ η πλειοψηφία από αυτούς πιθανότατα δεν κατάφερνε να επιβιώσει ως τα 30, αφού τέλειωναν απότομα την καριέρα τους στη μάχη ή στην αγχόνη. Και πάνω απ 'όλα το φαγητό που έτρωγαν στα αλήθεια ήταν απαίσιο.
Μια πρόσφατη μελέτη που δημοσιεύεται στο Αμερικανικό έντυπο Φυσικής Ανθρωπολογίας, με βάση την ανάλυση των ισοτόπων αζώτου και διοξειδίου του άνθρακα που εντοπίστηκαν σε 80 οστά Βρετανών ναυτών του 18ου αιώνα, δείχνει τι ακριβώς έτρωγαν στο Βασιλικό Ναυτικό της Βρετανίας ως επίσημες μερίδες: ψωμί, βοδινό κρέας, μια κουταλιά βούτυρο και τυρί, και ένα γαλόνι μπίρα την ημέρα.
Η πραγματικότητα ήταν ακόμα χειρότερη από ότι ακούγεται. Πάνω στο πλοίο το φαγητό ήταν αναγκαστικά περιορισμένο ειδικά στα μεγάλα ταξίδια. Ενώ αυτό που αποκαλούσαν ψωμί, στην πραγματικότητα ήταν γαλέτες ή μπισκότα από ανθεκτική ζύμη και νερό, το οποίο βέβαια, μετά από μερικές εβδομάδες στη θάλασσα, ήταν αναπόφευκτα μουχλιασμένο. Επίσης το βοδινό κρέας ήταν παστό ή αποξηραμένο και έμοιαζε με κορμό βελανιδιάς.
Η μπίρα και το ρούμι ήταν προτιμότερα για κατανάλωση γιατί διατηρούνται σε καλύτερη κατάσταση από ότι φρέσκο νερό, το οποίο γλίτσιαζε στα βαρέλια αποθήκευσης.
Οι πειρατές, σύμφωνα με την γενική πεποίθηση ήταν επίσης φαν του αλκοόλ. Ωστόσο και αυτό κρύβει τις ανακρίβειες του. Ένας καπετάνιος, ονόματι Νατάνιελ Ούριγκ, ο οποίος ναυάγησε στην Καραϊβική το 1720 και πέρασε τέσσερις μήνες σε καταφύγιο πειρατών, τους χαρακτήρισε ως «αγενές μεθυσμένο πλήρωμα» που «η κύρια ευχαρίστησή τους ήταν το αλκοόλ».
Στην πραγματικότητα, ο Μαυρογένης λέγεται ότι πότιζε πολύ τους άντρες του για να μην είναι σε θέση να κάνουν ανταρσία, ενώ ο πειρατής Κάλικο Τζακ Ρακμαν τελικά συνελήφθη, επειδή ο ίδιος και το πλήρωμά του ήταν πάρα πολύ μεθυσμένοι για να φύγουν ή να παλέψουν. Μάλιστα ο ίδιος ο Μαυρογένης, ο πιο επιτυχημένος πειρατής της Χρυσής Εποχής, με 470 καταλήψεις πλοίων στο ενεργητικό του, δεν έπινε ποτέ αλκοόλ παρά μόνο τσάι.
Οσο για το φαγητό οι επιλογές ήταν μάλλον περιορισμένες. Σύμφωνα με αναφορές, ο πειρατής Χένρι Μόργκαν και το πλήρωμα του, το 1670, είχαν φτάσει σε σημείο να τρώνε δέρματα από σακίδια, ενώ στην περίπτωση της γυναίκας πειρατή Σαρλότ ντε Μπέρι, όταν το πλήρωμα της ναυάγησε και ήταν σε απελπιστική κατάσταση, στράφηκε προς τον κανιβαλισμό, τρώγοντας δύο σκλάβους και το σύζυγo της Σαρλότ.
Από την άλλη, υπήρχε και η περίπτωση του Γουίλιαμ Ντάμπιερ (1651-1715), που περιγράφεται ως «πειρατής με εξαίσιο μυαλό», ενώ κατά τη διάρκεια των εξερευνήσεων του υπήρξε επίσης φυσιοδίφης, πολυγραφότατος συγγραφέας, ταξιδιώτης του κόσμου και καλοφαγάς.
Οι πρωτοποριακές μελέτες του για τον άνεμο, τα ωκεάνια ρεύματα και τον φυσικό κόσμο, επηρέασαν μεταξύ άλλων τον Τζέιμς Κουκ, τον Οράτιο Νέλσον και τον ίδιο τον Δαρβίνο. Διέσχισε τον ισθμό του Παναμά με τα πόδια, περιέπλευσε τον κόσμο τρεις φορές, και έγραψε ένα βιβλίο γι 'αυτό το 1697, που γέννησε ένα ευρωπαϊκό πάθος για τα ταξιδιωτικά βιβλία, το οποίο διαρκεί ακόμα σε ένα βαθμό.
Επισκέφθηκε την Αυστραλία τουλάχιστον ογδόντα χρόνια πριν από τον Κάπτεν Κουκ και ήταν ο πρώτος που περιέγραψε τη χλωρίδα και την πανίδα της. Ο ίδιος έσωσε τον ναυαγό Αλεξάντερ Σέλκιρκ από το μοναχικό νησί του, εμπνέοντας έτσι Ντάνιελ Ντέφοε να γράψει τον Ροβινσώνα Κρούσο, ενώ ήταν επίσης ο πρώτος που είδε και περιέγραψε στα αγγλικά τη ζέβρα. Πάνω απ' όλα όμως, έτρωγε καλά.
Πάνω από χίλια λήμματα στο αγγλικό λεξικό της Οξφόρδης αποδίδονται στον Ντάμπιερ και τα περισσότερα από αυτά έχουν να κάνουν με το φαγητό. Ο Ντάμπιερ εισήγαγε όρους όπως το μπάρμπεκιου, τα κάσιους, το κουμκουάτ, η σάλτσα σόγιας, η τορτίγια, και το αρτόδεντρο που εντυπωσίασε τόσο τους Βρετανούς ώστε προσπάθησαν να το καλλιεργήσουν στις Βρετανικές Δυτικές Ινδίες.
Ο Ντάμπιερ συνδύαζε συνήθως τη βιολογία με τα γεύματα. Παρατήρησε, περιέγραψε προσεκτικά, και στη συνέχεια έφαγε φλαμίνγκο, αρμαντίλο, τροπικά φρούτα, ακρίδες, θαλάσσια λιοντάρια, αυγά στρουθοκαμήλου, και χελώνες Γκαλαπάγκος. Μάλιστα, τμήματα του ημερολογίου του έμοιαζαν με βιβλία μαγειρικής και είχαν, αυτό που θα μπορούσε να χαρακτηρίσει κανείς ως πρώτες συνταγές.
Στο 19ο αιώνα, με τη βοήθεια του Λόρδου Βύρωνα, του Σερ Γουόλτερ Σκοτ και του Ρόμπερτ Λούις Στίβενσον, ο οποίος, το 1883, έγραψε το «Νησί των Θησαυρών» οι πειρατές έλαβαν ρομαντικές και φανταστικές περσόνες που εντυπωσίαζαν τους νέους. Ωστόσο, δεν δόθηκε ποτέ – για ευνόητους λόγους- έμφαση στο τι έτρωγαν και πώς ζούσαν στ' αλήθεια.
Σήμερα, από τη γαλέτα και το παστό βοδινό, το πιο κοντινό που μπορούμε να φτάσουμε σε ένα πραγματικό πειρατικό πιάτο είναι μία σαλάτα με κρέας, λαχανικά και φρούτα και φυσικά άφθονο ρούμι ή μπίρα.