1. Ο χειρισμός της υπόθεσης Novartis ανέδειξε με τον πλέον εμφαντικό τρόπο την προβληματική λειτουργία της Δικαιοσύνης, αφού για 5 τουλάχιστον χρόνια δεν κατόρθωσε να εκκαθαρίσει μια σοβαρή υπόθεση με πολιτικά χαρακτηριστικά. Είναι δυνατόν το Δικαστικό Συμβούλιο να φθάσει ύστερα από 2,5 χρόνια να κρίνει το ζήτημα της παραπομπής του Υπουργού και των άλλων μη πολιτικών προσώπων κυριολεκτικά στο παρά πέντε, λίγη ώρα πριν αποχωρήσουν λόγω συνταξιοδότησης μέλη του και η Ανακρίτρια; Δικαιολογούνται οι ανακριβείς και παραπλανητικές διαρροές για το περιεχόμενο του σχετικού Βουλεύματος; Επρόκειτο για «οργανωμένη παραπληροφόρηση (από ανώτατη δικαστική πηγή), ενδεχομένως και με πολιτικά κίνητρα», όπως έκανε λόγο το δικαστικό ρεπορτάζ ή μήπως ο «πληροφοριοδότης» είχε υπόψη του την αρχική εκδοχή αυτού;
2. Θυμίζουμε ότι η υπόθεση, πριν εκτραπεί για πολιτικούς λόγους (ο Υπουργός ζητούσε φορτικά από την πρώην Εισαγγελέα Διαφθοράς να παραπέμψει στη Βουλή την υπόθεση, παρότι εκείνη του απαντούσε-μέχρι να παραιτηθεί το 2017 καταγγέλλοντας το γεγονός- ότι δεν υπάρχουν στοιχεία κατά πολιτικών προσώπων), αφορούσε τις αθέμιτες πρακτικές των φαρμακευτικών εταιρειών με τη χρηματοδότηση ιατρών κ.λ.π. Γιατί όμως η Δικαιοσύνη αφήνει ατιμώρητο ένα υπαρκτό ζήτημα, για να επιδοθεί σε κυνήγι πολιτικών μαγισσών, αποδεχόμενη τη χειραγώγησή της;
Διαβάστε επίσης
3. Στόχος της εκτροπής ήταν η προσπάθεια της τότε Κυβέρνησης (η ίδια σήμερα προσπαθεί ξανά να «πολιτικοποιήσει» ποινικές υποθέσεις για μικροκομματικούς σκοπούς) να ελέγξει τους «αρμούς της εξουσίας» «εργαλειοποιώντας» τη Δικαιοσύνη (που την θεωρούσε «θεσμικό εμπόδιο») προ όφελος πολιτικών επιδιώξεων (ποιος δεν θυμάται τη ρήση Πολάκη «θα κερδίσουμε τις εκλογές αν βάλουμε κάποιους φυλακή»). Έτσι εξελίχθηκε σε ένα διαρκές πολιτικό-δικαστικό σκάνδαλο, με κύρια στοιχεία την «κατάχρηση εξουσίας» και την παραβίαση των δικονομικών κανόνων-αρχών (ως οι αρχές της ηθικής αποδείξεως και της αμεσότητας). Εξάλλου ήταν προβληματική εξαρχής η παραπομπή της Βουλής, που έστειλε στη Δικαιοσύνη την υπόθεση για τα περαιτέρω.
4. Με μια πρωτόγνωρη και ανεπίτρεπτη διαδικασία, εκτίθενται σε διώξεις πολιτικοί αντίπαλοι (που τελικά αρχειοθετούνται από τους ίδιους ελλείψει στοιχείων), τίθενται σε καθεστώς προστασίας μάρτυρες χωρίς να το δικαιούνται, επιτρέπονται ή και επιβάλλονται καταθέσεις (ασκώντας πιέσεις και αποδεχόμενοι προϊόντα συρραφής προδιατυπωμένων κειμένων) εν γνώσει ψευδών παραστατικών συνισταμένων κυρίως σε έκφραση (εκ του ασφαλούς πλέον) απλής γνώμης χωρίς κανένα απολύτως αποδεικτικό στοιχείο, το οποίο να στηρίζει τη γνώμη τους αυτή και συντονίζονται-υπαγορεύονται στόχοι με μια αδιανόητη πρακτική, ώστε να δημιουργηθούν προϋποθέσεις για να «στηθούν» ποινικές διώξεις.
5. Αποτέλεσμα της καταστρατήγησης των αρχών αυτών είναι η έκδοση αποφάσεων με προβληματική αιτιολογία, όπου είτε υπάρχει διάσταση ανάμεσα στο ουσιαστικό περιεχόμενο των αποδείξεων και στο αποδιδόμενο σε αυτές, είτε τα μνημονευόμενα αποδεικτικά μέσα δεν συνάδουν με τα συμπεράσματα. Πώς είναι δυνατόν να εκφράζονται (στο Βούλευμα) εκ διαμέτρου αντίθετες νομικές απόψεις όσον αφορά την αξιοπιστία των «κουκουλοφόρων» (που αποδεδειγμένα είχαν ιδιοτελείς-οικονομικούς-σκοπούς) μαρτύρων (εισαγγελέας και ανακριτής υποστήριξαν ότι «ψευδομαρτύρησαν»), όταν η κρίση τους πηγάζει από την ίδια δικογραφία; Στη λειτουργική αρμοδιότητα του δικαστή της ουσίας δεν εντάσσεται η διακριτική ευχέρεια να φαντάζεται, να παρερμηνεύει ή να διαστρέφει το περιεχόμενο των υφιστάμενων αποδεικτικών μέσων ή να θεμελιώνει την κρίση του σε ανύπαρκτα τέτοια. Σε καμιά περίπτωση πάντως η κακώς εννοούμενη συναδελφική αλληλεγγύη και η ενδεχόμενη απροθυμία «δίωξης» συναδέλφων δεν μπορεί να επηρεάζει τις αποφάσεις.
6. Οι συνηθισμένες ανακοινώσεις των «συνδικαλιστών»-εκπροσώπων της, ότι «…μόνη σταθερή εγγύηση προστασίας αποτελεί … η Ανεξάρτητη Δικαιοσύνη, η οποία εκδίδει τις αποφάσεις της με βάση τα στοιχεία της δικογραφίας και τα νόμιμα αποδεικτικά μέσα, που αναγνωρίζουν το Σύνταγμα και οι Νόμοι…», αποτελούν απλώς θεωρίες (που θυμίζουν φιλοσοφικές αναζητήσεις) και ωραία λόγια, που δυστυχώς απέχουν από την πραγματικότητα. Η τελευταία όμως ανακοίνωση-καταγγελία για την προσπάθεια «πολιτικοποίησης» ποινικών υποθέσεων αποτελεί μάλλον θετική εξέλιξη για τη χειραφέτηση από τα «θέλω» της Κομματικής-Πολιτικής Εξουσίας.
7. Κατά συνέπεια η προσωπική και λειτουργική ανεξαρτησία των λειτουργών της δεν αποτελεί «αυθεντία», ούτε άλλοθι για το ακαταδίωκτο αυτών (να είναι δηλαδή ανεξέλεγκτοι και στο απυρόβλητο) και δεν υπηρετείται με θεωρίες και λόγια, αλλά με έργο και πράξεις αντικειμενικές και αξιόπιστες. Και το ερώτημα είναι «ποιος θα μας φυλάξει από τους φύλακες»; Σε κάθε περίπτωση το Κράτος Δικαίου και η Δικαιοσύνη δεν κινδυνεύουν από τον αντίλογο και την (σκληρή) κριτική, αλλά από τις ενέργειες και παραλείψεις ολίγων (ευτυχώς) «επίορκων», αλλά και τις μεγάλες καθυστερήσεις στην απονομή της, που αγγίζει τα όρια της αρνησιδικίας, όπως τονίσαμε και σε προηγούμενο άρθρο μας (Φεβρουάριος 2022) με τίτλο: «Τα (παρα)δικαστικά κυκλώματα και η σκοτεινή πλευρά της δικαιοσύνης»!!!
Νικόλαος Αθ. Μπλάνης
Αντιστράτηγος Αστυνομίας ε.α.
Επίτιμος Προϊστάμενος Κλάδου Οργάνωσης
και Ανθρώπινου Δυναμικού Α.Ε.Α./Υ.Δ.Τ.