Πριν από μερικούς μήνες, ο Πρόεδρος του Συλλόγου Αστυνομικών Υπαλλήλων Νοτιοανατολικής Αττικής, Γιώργος Καλλιακμάνης, σε αποκλειστική συνέντευξή του στο Books and Style και στη διευθύντρια σύνταξης του περιοδικού, Μαίρη Γκαζιάνη, μίλησε από καρδιάς για όσα απασχολούν τον κλάδο του: τις ανάγκες και τις ελλείψεις του Σώματος, τις ελπίδες και τους φόβους όλων όσοι δίνουν καθημερινό αγώνα για την πάταξη του εγκλήματος και την ασφάλεια του πολίτη, αλλά και για το κατά πόσο η σημερινή κρίση έχει «επεκταθεί» στο ύψιστο αγαθό της Δημοκρατίας, το οποίο δεν είναι άλλο από την προστασία των ανθρώπων και των περιουσιών. Με την παρούσα παρέμβασή του, ο κ. Καλλιακμάνης αναφέρει όλα όσα (λόγω χώρου και χρόνου) δεν ειπώθηκαν στην άκρως κατατοπιστική και ενδιαφέρουσα συνέντευξή του. Ο λόγος και οι απόψεις του έχουν ιδιαίτερο βάρος, καθώς ανήκει σε αυτή τη νέα γενιά (σε ηλικία αλλά και σε ιδέες) των αστυνομικών, οι οποίοι μοχθούν καθημερινά και με αυταπάρνηση για τη διατήρηση της ατομικής και συλλογικής ασφάλειας, αλλά και για την προστασία των ελευθεριών του ατόμου.
-Πάνος Παπαδάκης, αρχισυντάκτης του Books and Style.
__
Κυρίαρχο στοιχείο στη λήψη της απόφασής μου να ασχοληθώ συνδικαλιστικά με τον κλάδο μου, υπήρξε η ιδιότυπη πρόσκληση των συναδέλφων μου να συνδράμω στις προσπάθειές τους για αξιοκρατία, δικαιοσύνη, πρόοδο, βελτίωση των συνθηκών εργασίας και αποτελεσματικότητα. Όλα αυτά που σε μια ευνομούμενη, δημοκρατική πολιτεία είναι αυτονόητα, για τους συναδέλφους μου είναι απλά το ζητούμενο.
Η στελέχωση των Υπηρεσιών με το απαιτούμενο προσωπικό, οι αξιοκρατικές μεταθέσεις, η καθαριότητα των Υπηρεσιών, η υλικοτεχνική υποδομή, το μισθολόγιο, το συνταξιοδοτικό και πολλά άλλα μικρά και μεγάλα θέματα, χρειάζονται συνδικαλιστική παρέμβαση, τήρηση ισορροπιών και διεκδίκηση.
Ένα από τα προβλήματα που αντιμετωπίζει το Αστυνομικό Σώμα – το τελευταίο κυρίως διάστημα – εστιάζεται σ’ αυτό που όλοι αποκαλούν πρόβλημα οικονομικής φύσης. Οι περικοπές στους μισθούς μας έχουν πλήξει το βασικό κορμό του φιλότιμου του αστυνομικού. Για παράδειγμα, ο νέος συνάδελφος αμείβεται με 750 ευρώ περίπου και έχει να πληρώσει ενοίκιο, κοινόχρηστα, ατομικά έξοδα, ενώ πολλές φορές συντηρεί τα αδέρφια και τους γονείς του. Κάτω, λοιπόν, από τέτοια πίεση ψυχολογική, που τον οδηγεί κάθε λεπτό της ημέρας να σκέφτεται πώς θα τα καταφέρει, δεν αφήνει περιθώρια να δράσει ικανοποιητικά για την εξασφάλιση της τάξης, της περιουσίας και της ζωής των πολιτών, για τους οποίους εργάζεται και προσπαθεί. Πέραν αυτού, τα θεσμικά ζητήματα είναι αμέτρητα, αλλά και Υπηρεσιακά αξεπέραστα.
Παρόλα αυτά το Σώμα αντιμετωπίζει με ηρωισμό και αλτρουισμό την αύξηση της εγκληματικότητας, η οποία οφείλεται φυσικά στην οικονομική κρίση που μαστίζει την χώρα μας από το 2008. Όσο το κοινωνικό σύνολο φτωχαίνει, τόσο η εγκληματικότητα αυξάνεται. Όσο ο αστυνομικός δεν ενισχύεται και δεν προστατεύεται, τόσο οι εγκληματίες αποθρασύνονται. Όσο η δικαιοσύνη εμφανίζεται ελαστική, τόσο οι υπαίτιοι εγκλημάτων εντείνουν τη δράση τους. Όλα αποτελούν μέρος του ίδιου προβλήματος και αν δεν δράσουμε συλλογικά, συντονισμένα και αποτελεσματικά, είναι απολύτως βέβαιο ότι, ως κοινωνία, θα αντιμετωπίσουμε τεράστιο πρόβλημα.
Αυτό θέλει η κοινωνία: μία ασφαλή πολιτεία
Ο πολίτης εμπιστεύεται την Αστυνομία και αυτό είναι θετικό. Πρέπει όμως να δείξουν όλοι, και κυρίως αυτοί που επηρεάζουν μαζικά την κοινή γνώμη, τα απαιτούμενα αντανακλαστικά και να σταθούν αρωγοί και σύμμαχοι στην προσπάθειά μας. Αν καταγράφουμε μόνο ό,τι «πουλάει», αν αναφερόμαστε στο συνταξιούχο αστυνομικό που εμπλέκεται σε έγκλημα ως «αστυνομικό» για να μας διαβάσουν περισσότεροι, δεν είμαστε στο ίδιο στρατόπεδο. Όταν το έγκλημα θα χτυπήσει την πόρτα μας, ο αστυνομικός δεν θα μπορεί να ανταποκριθεί, και σ’ αυτό θα έχουμε συμβάλει όλοι.
Όταν το πολιτικό σύστημα στέκεται απέναντι στον αστυνομικό, όταν η δικαιοσύνη δείχνει τα νύχια της μόνο στον αστυνομικό με την παραμικρή ευκαιρία, ο αστυνομικός οχυρώνεται πίσω από τη φοβία, την ανασφάλεια και τον εύκολο ωχαδερφισμό και λειτουργεί ως απλός δημόσιος υπάλληλος. Μοιραία σκέφτεται: «να τελειώσω το ωράριό μου και να πάω ασφαλής στο σπίτι μου». Εμείς όμως δεν θέλουμε κάτι τέτοιο. Θέλουμε τον αστυνομικό μπροστάρη, υπέρμαχο των ελευθεριών του πολίτη, φύλακα άγγελο της ζωής του, της ευημερίας του, της ασφάλειας της οικογένειάς του, της επιχείρησής του, των γονέων του, ακόμη και στο μικρότερο χωριό της επικράτειας.
Αυτό θέλει η κοινωνία: μία ασφαλή πολιτεία. Θέλουμε να διέρχεται η περιπολία μπροστά από το σπίτι μας, την επιχείρησή μας, το σχολείο, την εκκλησία και να χαιρόμαστε. Να νιώθουμε ασφάλεια. Να είμαστε ελεύθεροι. Δυστυχώς όμως σήμερα, υπάρχουν ιδιαίτερα προβλήματα κυρίως σε διαρρήξεις οικιών, κλοπές οχημάτων και μικρό-εγκληματικότητα, αλλά πλέον και σε πιο σοβαρές μορφές (βαριά εγκλήματα), λόγω και των ανεξέλεγκτων διαστάσεων του φαινομένου της παράνομης μετανάστευσης, αλλά και του ελαστικού νομικού πλαισίου που έδωσε τη δυνατότητα σε εγκληματίες σοβαρών αδικημάτων να εξέλθουν των φυλακών.
Παράλληλα, η Ελληνική Αστυνομία και το ανθρώπινο δυναμικό της, είναι αλήθεια ότι δεν διαθέτουν σήμερα κατάλληλο και σύγχρονο εξοπλισμό, την υλικοτεχνική υποδομή που απαιτείται, την ψυχολογία του παρελθόντος. Εξ ανάγκης, λοιπόν, η λύση βασίζεται κατά κύριο λόγο στο φιλότιμο και στην συνέπεια του προσωπικού της. Ευτυχώς το επίπεδο είναι, παρόλα τα παραπάνω που κατέγραψα, αναβαθμισμένο καθώς εδώ και πολλά χρόνια η εισαγωγή των Αστυνομικών στις Αστυνομικές σχολές γίνεται με αξιοκρατικό τρόπο μέσω των Πανελληνίων εξετάσεων.
Από την Ηγεσία της Ελληνικής Αστυνομίας καταβάλλεται αξιοσημείωτη προσπάθεια το τελευταίο χρονικό διάστημα, για να διορθωθεί η υπάρχουσα κατάσταση
Λόγω των προαπαιτούμενων, όμως, – όπως αυτά μετουσιώνονται σε νομικές δεσμεύσεις από τους δανειστές της χώρας μας – ο αριθμός των κατατασσόμενων πλέον Αστυνομικών κατ’ έτος είναι απελπιστικά μειωμένος, με αποτέλεσμα να δημιουργούνται κενά στην κάλυψη των κενών θέσεων που δημιουργούνται λόγω αποστρατειών, αλλά και της αναγκαστικής μεγάλης διασποράς των δυνάμεων για την αντιμετώπιση των μεταναστευτικών ροών, την ίδρυση νέων Υπηρεσιών και την επιφόρτιση της Ελληνικής Αστυνομίας με ξένα έργα, όπως τελευταία ανέκυψε η ανάγκη φύλαξης με αστυνομικό προσωπικό και των ανοικτών δομών φιλοξενίας, που θα ανέλθει σε αρκετές εκατοντάδες, παρότι η σχετική αρμοδιότητα ανήκει στο Υπουργείο Μεταναστευτικής Πολιτικής, μειώνοντας έτσι τη δύναμη των αστυνομικών από τις Υπηρεσίες που παρέχουν πραγματική αστυνόμευση για τον πολίτη.
Η εμπειρία του προσωπικού, παρόλα αυτά, και η διάρθρωση των Υπηρεσιών της Ελληνικής Αστυνομίας είναι καθοριστικοί και λίαν σημαντικοί παράγοντες που συμβάλουν ουσιαστικά στην αντιμετώπιση της εγκληματικότητας. Από την άλλη, βέβαια, τα μέσα που χρησιμοποιεί το προσωπικό (οχήματα, εξοπλισμός, αλεξίσφαιρα) είναι απαρχαιωμένα. Αρκεί να λάβουμε υπόψη μας ότι η τελευταία προμήθεια οχημάτων αστυνόμευσης πραγματοποιήθηκε το 2004, για τις ανάγκες των Ολυμπιακών Αγώνων. Είναι άδηλο εάν δεν είχαμε αναλάβει τους Ολυμπιακούς Αγώνες, εάν θα είχαμε λάβει χρηματοδότηση για την προμήθεια των εν λόγω οχημάτων, τα οποία τώρα συμπληρώνουν έως και 700.000 χλμ.. Ομοίως, από το έτος 1999 η Αστυνομία δεν έχει προμηθευτεί οχήματα για χρήση από τα Μ.Α.Τ., με αποτέλεσμα να είναι ευάλωτα, να τα καταστρέφουν οι αγρότες με τις μαγκούρες, οι αναρχικοί με τις μολότοφ, κ.λπ. και οι αστυνομικοί να είναι επί ξύλου κρεμάμενοι, ενώ παράλληλα οι οικογένειές τους ζουν υπό διαρκή φόβο για το αν οι άνθρωποί τους, οι εργαζόμενοι δηλαδή για το μεροκάματο, θα επιστρέψουν στο σπίτι ή θα τους ειδοποιήσουν οι συνάδελφοί του για το χειρότερο.
Οφείλω, όμως, να επισημάνω στο σημείο αυτό ότι από την Ηγεσία της Ελληνικής Αστυνομίας καταβάλλεται αξιοσημείωτη προσπάθεια το τελευταίο χρονικό διάστημα, για να διορθωθεί η υπάρχουσα κατάσταση, η οποία δημιουργήθηκε λόγω έλλειψης χρημάτων, αξιοποιώντας κυρίως Ευρωπαϊκούς πόρους (Ευρωπαϊκά Ταμεία για τα Σύνορα και την Ασφάλεια, ΕΣΠΑ), που θα συμβάλλουν εν μέρει στην αντικατάσταση του παλαιού στόλου των οχημάτων της Ελληνικής Αστυνομίας δίνοντας έτσι μια ανάσα αναβάθμισης.
Ένα καίριο ζήτημα το οποίο απασχολεί τον Έλληνα πολίτη (καθώς επίσης και τον ευρωπαίο πολίτη που κατοικεί στη χώρα μας και φυσικά όλους όσοι ζουν νομίμως στην Ελλάδα), αφορά στην υπόθεση των μεταναστευτικών ροών. Φυσικά δεν αποτελεί θέμα μόνο της Αστυνομίας. Είναι ευρύτερο, δεν είναι καν εθνικό αλλά ευρωπαϊκό, το οποίο τείνει να εξελιχθεί σε διεθνές. Καθορίζεται από παράγοντες που δεν ελέγχονται από την Ελλάδα (πόλεμοι, φτώχια, ασθένειες, φυλετικές διακρίσεις, πολιτικές φιλοδοξίες και τακτικές, κ.λπ.). Γενικώς λοιπόν μιλώντας, υπάρχει διαρκής ανησυχία, διότι η χώρα μας αποτελεί το πέρασμα των παράνομων μεταναστών προς τις άλλες Ευρωπαϊκές χώρες, λόγω των εκτεταμένων χερσαίων και των υδάτινων συνόρων της.
Σε ό,τι αφορά το προφίλ των μεταναστών, προκύπτει πως πρόκειται στην πλειονότητά τους για απελπισμένους ανθρώπους που κανείς δεν ξέρει πού μπορεί να φτάσουν. Η Ελληνική Αστυνομία, όμως, και το προσωπικό της απέδειξαν ότι κάνουν καλά τη δουλειά τους, διότι διαχειρίζονται αυτό το μείζον ζήτημα με μεγάλη συνέπεια, συνέχεια, και τεράστια επιτυχία στον τομέα της διασφάλισης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων των μεταναστών χωρίς διακρίσεις φυλετικές, θρησκευτικές, κοινωνικές, σεξουαλικού προσανατολισμού κ.ά., με πρόνοια προστασίας των ευάλωτων ομάδων, όπως παιδιά, γυναίκες, υπέργηροι, ασθενείς, κ.λπ.. Σημειωτέον ότι το διεθνές δίκαιο ήταν και είναι ελλιπές ενώπιον τέτοιων καταστάσεων.
Αν λάβει κανείς υπόψη και τη στάση της γείτονος Τουρκίας, η οποία ουδέποτε δέχτηκε να εφαρμόσει τους κανόνες δικαίου και τις υποχρεώσεις που δεσμεύτηκε να τηρήσει για την επανεισδοχή των εισερχόμενων στη χώρα μας μεταναστών που προέρχονται από τα παράλιά της, αντιλαμβάνεται το μέγεθος του προβλήματος που καλείται να αντιμετωπίσει η Ελλάδα, χωρίς τις πρέπουσες βοήθειες από τους τύποις «φίλους ευρωπαίους», στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Αντίθετα, εφευρίσκουν πάντα τρόπους να πιέσουν τη χώρα να λάβει πίσω ακόμη και εκείνους που έφτασαν στις χώρες τους χωρίς την έγκρισή τους, αναφερόμενοι στις συνθήκες και στις υποχρεώσεις μας, παραβλέποντας όμως με απαράδεκτο τρόπο τις δικές τους, όσον αφορά στη φύλαξη των εξωτερικών συνόρων της Ευρώπης.
Η υπόθεση των μεταναστευτικών ροών δεν αποτελεί θέμα μόνο της Αστυνομίας. Είναι ευρύτερο, δεν είναι καν εθνικό, αλλά ευρωπαϊκό
Την ίδια όμως στιγμή – και αυτό είναι πολύ παρήγορο – αξίζει να αναφερθώ στις επιτυχίες της Ελληνικής Αστυνομίας στα εγκλήματα απαγωγών και στην αναίμακτη επιστροφή των απαχθέντων στο οικογενειακό τους περιβάλλον. Η τελευταία επιτυχία με τη σύλληψη των απαγωγέων του κ. Λεμπιδάκη είναι το μέγιστο παράδειγμα για τους εγκληματίες να πάψουν να επιδίδονται σε τέτοιες εγκληματικές ενέργειες, επειδή δεν υπάρχει περίπτωση να μην συλληφθούν και να μην οδηγηθούν ενώπιον της Δικαιοσύνης. Το… σπορ αυτό δεν είναι αποδοτικό. Παράλληλα όμως, από την πλευρά μας ως συνδικαλιστές πιέζουμε για προμήθεια νέου εξειδικευμένου υλικού, που θα δημιουργήσει τις προϋποθέσεις λειτουργίας μιας έξυπνης αστυνόμευσης, που με τη σειρά της θα καταστήσει τον Έλληνα Αστυνομικό ακόμη πιο αποτελεσματικό. Δεν νοείται, σήμερα, η επίδοση κλήσης της τροχαίας σε μπλοκάκι. Δεν νοείται η προσαγωγή του πολίτη στο Τμήμα για να αποδείξει την ταυτότητά του. Δεν νοείται ο έλεγχος των κινούμενων οχημάτων μετά από στάθμευση. Όλα αυτά και πολλά περισσότερα μπορούν να γίνουν με τη χρήση της τεχνολογίας και αυτό θα καταστήσει το το υφιστάμενο προσωπικό αποτελεσματικότερο και αποδοτικότερο, ενώ ο ίδιος πολίτης θα νιώσει περισσότερη ασφάλεια.
Ανέπτυξα προηγουμένως το σκεπτικό μου για τη δημιουργία κλίματος φόβου, ανησυχίας, προβληματισμού και δυσανεξίας στο προσωπικό, που αφενός δεν αμείβεται όπως πρέπει και αφετέρου δεν του παρέχεται ο αναγκαίος εξοπλισμός για να κάνει ακίνδυνα το έργο του. Άρα, όταν ζητούνται απ’ αυτό δράσεις που το ξεπερνούν, είναι πολύ λογικό και ανθρώπινο να φοβάται. Ο αστυνομικός δεν είναι ρομπότ, δεν είναι άτρωτος, δεν είναι αιθεροβάμων, ούτε παράλογος. Είναι άνθρωπος που προέρχεται από το ίδιο κοινωνικό σύνολο, με αδυναμίες και προσόντα, με κρίση και λογική, με υποχρεώσεις και δεσμεύσεις και έτσι πρέπει να αντιμετωπίζεται. Δυστυχώς, όμως, ο αστυνομικός αντιμετωπίζεται ως αναλώσιμο υλικό, ως η αναγκαία συνθήκη για τη λειτουργία της Αστυνομίας, αφού δεν ενισχύεται, δεν εξοπλίζεται, δεν τυγχάνει των ευεργετημάτων που δικαιούται (ημερήσιες αναπαύσεις, άδειες, ωράριο, εφαρμογή των μέτρων υγιεινής και ασφάλειας, ευπρεπές μισθολόγιο…), χωρίς να μπορώ να πω με βεβαιότητα ότι για όλα αυτά ευθύνεται η φυσική του Ηγεσία, η οποία αποδεδειγμένα – είναι σημαντικό να το επαναλάβω – βρίσκεται παρούσα σε κάθε κατάσταση όλο το εικοσιτετράωρο, με πραγματική αγωνία για την επίλυση των προβλημάτων.
Από εμπειρία σας μεταφέρω ότι πολύ συνάδελφοι έχασαν τη ζωή τους ή τραυματίσθηκαν σοβαρά από τρομοκρατικές επιθέσεις που δέχθηκαν όλως αναίτια, από επιθέσεις εγκληματιών στη διάρκεια καταδιώξεων, κατά τη διάρκεια συμπλοκών σε κοινωνικές διεκδικήσεις, σε επεισόδια σε αθλητικούς χώρους, λόγω πολιτικών διαξιφισμών, κατά τους ελέγχους καταστημάτων, σε χώρους φύλαξης κρατουμένων, σε επιχειρήσεις σύλληψης κακοποιών, λόγω τροχαίων ατυχημάτων, ακόμη και από κακή χρήση του οπλισμού τους. Τελευταία μάλιστα έχει ενσκήψει σοβαρός κίνδυνος από τη διαχείριση ζητημάτων που άπτονται διαγωνιστικών διαδικασιών. Οι ορισθέντες ως διατάκτες γενικοί και μερικοί διαχειριστές ανέλαβαν να ανέβουν το Γολγοθά που επιβλήθηκε στις σχετικές διαδικασίες από τις διατάξεις του ν. 4412/1016. Είναι ένα νόμος τέρας, 500 περίπου σελίδων, με άπειρες παραπομπές σε άλλους νόμους, ευρωπαϊκές οδηγίες, κανονισμούς και εγκυκλίους, ηλεκτρονικές φόρμες και εξωγενείς παράγοντες που απαιτούν συνεργασίες, και όλα αυτά χωρίς προηγούμενη ενημέρωση και εκπαίδευση, αλλά μόνο με σκληρές και αδιαπραγμάτευτες απαιτήσεις. Ο κίνδυνος είναι διπλός. Ελλοχεύει η παραπομπή στον Εισαγγελέα, αλλά και η δέσμευση της περιουσίας τους για τις δαπάνες που διαχειρίζονται και θα προκύψει λάθος χειρισμός. Από την πλευρά μας η πίεση στην Ηγεσία είναι ασφυκτική, ώστε να ενισχυθεί η γνώση και να απομακρυνθεί ο κίνδυνος.
Όχι, σκοπός μας δεν είναι η διεκδίκηση και οι απαιτήσεις άνευ λόγου και αιτίας. Ας αναφέρω ενδεικτικά τον κίνδυνο του επαγγέλματός μας, το οποίο αποτελεί στην ουσία λειτούργημα. Αυτοί που εκτίθενται ιδιαίτερα στον κίνδυνο είναι αυτοί που υπηρετούν στην ομάδα ΔΙ.ΑΣ., στην Άμεση Δράση, στην Αντιτρομοκρατική και στα ΜΑΤ. Επίσης όσοι υπηρετούν στα Αστυνομικά Τμήματα, καθώς και στις Υπηρεσίες Ασφαλείας κεντρικές ή περιφερειακές. Σε καμιά περίπτωση, βέβαια, δεν μπορεί να ισχυριστεί κάποιος ότι δεν κινδυνεύει το σύνολο των αστυνομικών. Για παράδειγμα, ένας αστυνομικός που υπηρετεί σε επιτελική θέση και δεν έχει άμεση σχέση με το κοινό, μπορεί ακίνδυνα να περάσει από τα Εξάρχεια; Μπορεί να μπει με τη στολή του σε ένα μέσο μαζικής μεταφοράς; Μπορεί να πιει ένα καφέ με το φίλο του δημόσια, χωρίς να κινδυνεύει να δεχθεί επίθεση από κάποιους θερμοκέφαλους; Μπορεί να εξηγήσει κανείς στο παιδί που ο πατέρας του, εκτελώντας μέτρα τάξης σε γήπεδο, είναι σήμερα αναγκασμένος να υποστεί πολλαπλές χειρουργικές επεμβάσεις με αβέβαιο αποτέλεσμα, αλλά με πολλαπλά έξοδα;
Διερωτήθηκε ποτέ κανείς, γιατί συμβαίνουν όλα αυτά; Γιατί ο υπαίτιος που συλλαμβάνεται για επίθεση κατά αστυνομικού αφήνεται σχεδόν αμέσως ελεύθερος από τις αρμόδιες δικαστικές αρχές, ενώ ο αστυνομικός που καταγγέλλεται για άσκηση βίας σε βάρος πολίτη, συλλαμβάνεται και προφυλακίζεται; Υπάρχει ποτέ περίπτωση αστυνομικός να επιτεθεί αναίτια σε πολίτη και να βιαιοπραγήσει σε βάρος του; Έτσι, χωρίς αιτία; Πάντα υπάρχει στις περιπτώσεις αυτές αιτία. Να είστε βέβαιοι. Ο ρομά που εμπορεύεται ναρκωτικά και σκοτώνει παιδιά, έχει δασκαλευτεί να υποβάλλει μήνυση σε βάρος του αστυνομικού που τον συνέλαβε, καταγγέλλοντάς τον για βιαιοπραγία. Η μη νόμιμη πόρνη, για εκμετάλλευση της σεξουαλικής της ιδιαιτερότητας. Ο μαστροπός, ο έμπορος ναρκωτικών, ο παραβάτης του Κώδικα Οδικής Κυκλοφορίας και ο κάθε παραβάτης εν γένει, θα βρουν κάτι να καταγγείλουν, βάζοντας τον αστυνομικό απέναντι στη δικαιοσύνη και καλείται να αποδείξει ότι δεν είναι… ελέφαντας!
Η φύση της εργασίας μας είναι να βρισκόμαστε απέναντι στο έγκλημα, απέναντι σε ανθρώπους που δεν συμβιβάζονται, που ο νόμος δεν έχει γι’ αυτούς την ίδια σημασία με τους σύννομους πολίτες. Όμως όπως προανέφερα, η καταγγελία κατά αστυνομικού πουλάει και αυτό αναδεικνύεται, χωρίς να υπολογίζεται η ζημιά που γίνεται επικοινωνιακά, αφού κόβονται τα φτερά του, πλήττεται η αξιοπρέπειά του, το φιλότιμό του και οδηγείται στη σκέψη «μην κάνεις τίποτε, δεν θα σου πει κανείς τίποτα». Ας επανεξετάσουμε όλοι τη στάση μας απέναντι στον αστυνομικό και στην ανάγκη να μπορεί να είναι αποτελεσματικός.
Σκοπός μας δεν είναι η διεκδίκηση και οι απαιτήσεις άνευ λόγου και αιτίας
Προφανώς δεν ζητάμε να μας χαρίζονται. Δεν συγχωρούμε τους επιλήσμονες τον όρκο τους. Είμαστε ίσως ο μοναδικός Οργανισμός που έχουμε και εφαρμόζουμε απολύτως διαδικασίες αυτοκάθαρσής. Και μάλιστα με τον ταχύτερο τρόπο. Και αυτό όμως αμφισβητείται. Και σ’ αυτό μας επέβαλαν, ως υπέρτερη αρχή ελέγχου, το Συνήγορο του Πολίτη. Με την ίδια διάθεση να ρωτήσω: τις παραβάσεις του Συνηγόρου του Πολίτη και των στελεχών του, ποιος θα τις ελέγχει; Ο ίδιος, ή ένας άλλος Οργανισμός πιο φερέγγυος; Άρα φαύλος κύκλος.
Αυτό λοιπόν που ζητάμε εμείς – μεταξύ άλλων – είναι μισθούς αξιοπρεπείς, αντί όμως αυτού έχουν φροντίσει όλες οι κυβερνήσεις που πέρασαν μέχρι τώρα να κακοπληρώνουν τον Έλληνα Αστυνομικό, να τον φτωχοποιήσουν και παράλληλα να τον διαβάλλουν, να τον μειώσουν και να καταστείλουν το φρόνημά του. Αν σε έναν άνθρωπο καταφέρεις να καταρρακώσεις την προσωπικότητά του, όσο και αν θέλει δεν μπορεί να αποδώσει. Άρα ο στόχος είναι φανερός: «Μην φροντίζεις τους αστυνομικούς, γιατί μια καλή αστυνομία, είναι αυτή που ίσως αύριο θα αναδείξει τις δικές μου ευθύνες». Και αυτό δεν το θέλει κανείς από αυτούς που φοράνε σήμερα λευκά κολάρα.
Η αξιοκρατία στις κρίσεις είναι επίσης μείζον ζήτημα για το συνδικαλιστικό κίνημα. Ο τρόπος δίκαιης και αμερόληπτης αξιολόγησης του προσωπικού πρέπει να αλλάξει και να αλλάξει γρήγορα. Δεν πρέπει να χαθεί ούτε μία πολύτιμη μέρα και να αφήνεται η επιλογή στο πολιτικό προσωπικό αυτής της χώρας να παίζει παιχνίδια στις πλάτες άξιων και έντιμων αστυνομικών, από το χαμηλότερο βαθμό, μέχρι τον Αρχηγό του Σώματος. Σε έναν τέτοιο Οργανισμό, ο κατάλληλος άνθρωπος στην κατάλληλη θέση έπρεπε να είναι κανόνας απαράβατος.
Σε κάθε περίπτωση οι αστυνομικοί είναι φίλοι, αρωγοί στην καθημερινότητα των πολιτών
Η αξιολόγηση της επικινδυνότητας των Υπηρεσιών είναι επίσης ακόμα ζητούμενο. Η ισοπεδωτική τακτική δεν ωφέλησε ποτέ κανέναν. Άλλος είναι ο ρόλος ενός αστυνομικού σε μια μεγάλη και επικίνδυνη Υπηρεσία και άλλος σε μια μικρή και σχετικά ακίνδυνη. Άρα και η εξέλιξη των υπηρετούντων, με διαφορετικές εμπειρίες, γνώσεις και προϋποθέσεις, θα έπρεπε να λαμβάνεται υπόψη. Ίσως το δικαιότερο θα ήταν να λαμβάνεται υπόψη και στην αμοιβή του. Αλλά οψόμεθα. Αδήριτη επίσης είναι πλέον η ανάγκη για ένα νέο καθηκοντολόγιο. Δεν κάνουν όλοι για όλα και δεν είναι σωστό και δίκαιο να κρίνονται ισοπεδωτικά για όλα. Άρα θεωρώ ότι το πλήρωμα του χρόνου έχει έρθει και γι’ αυτό. Είναι μέρος της συνδικαλιστικής ετοιμότητας να το θέσει και να αξιώσει λύση.
Όσο για το πώς μας βλέπει ο μέσος Έλληνας πολίτης, σκεφτείτε απλώς την εξής εικόνα. «Είμαι σε όλα σύννομος, άρα δεν έχω κανένα πρόβλημα απέναντι στο νόμο. Θέλω λοιπόν τον αστυνομικό έξω από το σπίτι μου, έξω από το σχολείο του παιδιού μου, από την επιχείρησή μου, στο δρόμο, τον θέλω φίλο, σύμμαχο, αρωγό στην προσπάθειά μου. Νιώθω ασφάλεια εγώ, η οικογένειά μου, το παιδί μου και οι εργαζόμενοί μου. Μπορώ να σχεδιάσω με ασφάλεια το μέλλον μου, δεν φοβάμαι εξωγενείς δυσμενείς επιδράσεις, δεν κινδυνεύω. Για τους λόγους αυτούς, προσπαθώ να πιέσω κάθε αρμόδιο να διατηρήσει το αξιόμαχο του Έλληνα αστυνομικού στο υψηλότερο δυνατό επίπεδο, για να έχω ποιοτική ζωή εγώ και η οικογένειά μου». Εμπρός σ’ αυτή την εικόνα, ποιος μπορεί να έχει διαφορετικό σκεπτικό; Ποιος μπορεί να αιτιολογήσει επαρκώς μια διαφορετική εκδοχή; Εμείς είμαστε ανοικτοί σε κάθε ειλικρινή διάλογο, απ’ όπου και αν προέρχεται.
Σε κάθε περίπτωση οι αστυνομικοί είναι φίλοι, αρωγοί στην καθημερινότητα των πολιτών, είναι αυτοί που αν χρειαστεί, θα δώσουν ακόμα και τη ζωή τους για να προασπίσουν τη δική τους ζωή, τις ελευθερίες τους και την ασφάλειά τους.
-Γιώργος Καλλιακμάνης