Για δύο χρόνια το κορίτσι παλεύει να ξανασταθεί στα πόδια του, ενώ ο βιαστής, προσποιούμενος τον ανήλικο, κρατήθηκε στις φυλακές ανηλίκων – μέχρι που αποδείχτηκε ότι έλεγε ψέματα για την ηλικία του. Και μάλιστα όχι μόνο αυτός αλλά και η συνήγορός του. Μια γυναίκα.
Είναι απίστευτο ότι μια γυναίκα δέχτηκε να αναλάβει την υπεράσπιση του δράστη σε ένα έγκλημα βιασμού. Η αλήθεια είναι ότι δεν έσπευσε να την αναλάβει, τη διόρισε το δικαστήριο και η ίδια δεν δέχτηκε καν αμοιβή γι’ αυτό. Παρ’ όλα αυτά, δεν δίστασε να χρησιμοποιήσει πιθανά και απίθανα επιχειρήματα για να κάνει καλά τη δουλειά της.
Αφού το επιχείρημά της ότι ο δράστης ήταν ανήλικος κατέπεσε, εκείνη πρότεινε ένα άλλο. Οτι, επειδή ήταν ραμαζάνι, ο (μουσουλμάνος) δράστης είχε τόσο μακρόχρονη αποχή από το σεξ, ώστε όταν είδε την κοπέλα, έχασε τον έλεγχό του. Και σαν αυτό να μην ήταν αρκετό, υποστήριξε η συνήγορος, πρέπει το δικαστήριο να τον κρίνει με επιείκεια, γιατί έτσι κάνουν στα βουνά απ’ όπου κατάγεται ο δράστης: δεν τις έχουν και σε μεγάλη υπόληψη τις γυναίκες. Είναι αναλώσιμες.
Καταλαβαίνω πολύ καλά την υποχρέωση της συνηγόρου να υποστηρίξει επαρκώς τον κατηγορούμενο. Θα μπορούσε να μιλήσει για το θολωμένο μυαλό και να επικαλεστεί τη μετάνοια, τη συντριβή του δράστη, την παραδοχή του ότι έκανε ένα φρικιαστικό έγκλημα, την ανάγκη του να τιμωρηθεί για να εξιλεωθεί. Θα μπορούσε να επικαλεστεί το νεαρό της ηλικίας του, τον προηγούμενο έντιμο βίο του, το γεγονός ότι ποτέ δεν είχε δώσει αφορμές, την κακιά στιγμή. Θα μπορούσε να παρακαλέσει να εξαντλήσουν οι δικαστές την επιείκειά τους. Ομως δεν μπορούσε και δεν έπρεπε να υποστηρίξει ότι ο δράστης έκανε το έγκλημά του επειδή στο χωριό του οι γυναίκες είναι υποδεέστερες.
Είναι πραγματικά οδυνηρό μια γυναίκα, επιστήμονας μάλιστα, να θεωρεί ότι ένα τέτοιο επιχείρημα μπορεί να γίνει αποδεκτό. Είναι οδυνηρό έστω και το να το αναπαράγει. Θα έπρεπε, αντί γι’ αυτό, να ενώνει επίμονα τη σκέψη της και τη φωνή της με αυτήν των δεκάδων χιλιάδων γυναικών που έχουν υποστεί και συνεχίζουν να υφίστανται κάθε είδους κακομεταχείριση και ταπείνωση, ακριβώς επειδή τα επιχειρήματα αυτά αναπαράγονται.
Από τη στιγμή που ανέλαβε την υπόθεση, η συνήγορος δήλωσε ότι θα κάνει όσα την υποχρεώνει ο νόμος για να υπερασπιστεί τον κατηγορούμενο. Υποστήριξε ότι θα προσπαθήσει να μην πέσει ο πελάτης της θύμα διακρίσεων λόγω της θρησκείας ή της καταγωγής του. Σωστή και αξιέπαινη στάση. Δεν μπορεί, στην ευνομούμενη κοινωνία μας, να επιτρέπουμε να διαφοροποιείται η αντιμετώπιση των ανθρώπων –κατηγορουμένων ή θυμάτων, εργαζόμενων ή άνεργων, στεγασμένων ή άστεγων, πεινασμένων ή όχι– ανάλογα με το χρώμα τους ή με τη θρησκεία τους. Η συνήγορος προσπάθησε ώστε να απολαύσει ο πελάτης της την προστασία που πρέπει να απολαμβάνει κάθε κατηγορούμενος. Χωρίς διακρίσεις. Και μετά, στον υπερασπιστικό της λόγο, πρόβαλε η ίδια ως επιχείρημα την πιο αποτρόπαιη διάκριση, αυτήν ανάμεσα σε άνδρες και γυναίκες. Τη στόλισε με λίγα εθνογραφικά στοιχεία και την παρουσίασε στο δικαστήριο, σε ένα δημόσιο βήμα, δηλώνοντας έτσι ότι την αποδέχεται ως θεμιτή.
Η στάση αυτή, που λίγο απέχει από τη γνωστή θέση «τα ήθελε…», που ακολουθούσε για πολλά χρόνια ακόμα και στη δική μας κοινωνία τα θύματα των βιαστών, δεν θα έπρεπε να επιτρέπεται σε δημόσιους χώρους. Θα έπρεπε να της αφαιρεθεί ο λόγος της συνηγόρου, γιατί με το επιχείρημά της υποστήριξε όλους τους βιασμούς, όλων των γυναικών, σε όλη τη διάρκεια της ιστορίας.