Στην Εισαγγελία Πλημμελειοδικών Ρόδου επέστρεψε προς επανεκτίμηση από την Εισαγγελία Εφετών Δωδεκανήσου μετά και τις τροποποιήσεις του Ποινικού Κώδικα και κυρίως μετά την κατάργηση της επιβαρυντικής διάταξης του νόμου περί καταχραστών του Δημοσίου, η ογκώδης δικογραφία, που έχει σχηματιστεί εις βάρος 19 ατόμων, συμπεριλαμβανομένης και μιας πρώην δημοσίας λειτουργού, για το σκάνδαλο των προσλήψεων στην δημοτική αστυνομία.
[custom:google-ads]
Νομικοί κύκλοι ανέφεραν χθες ότι όταν η δικογραφία εξεταστεί αρμοδίως πλέον από το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Ρόδου θα διαπιστωθεί ότι τα αδικήματα για τα οποία διώκονται είναι πλημμελήματα που έχουν ήδη υποπέσει σε παραγραφή.
Θυμίζουμε ότι ελεύθερη με τον περιοριστικό όρο της εμφάνισής της μια φορά κάθε μήνα στο αστυνομικό τμήμα του τόπου κατοικίας της, έχει αφεθεί πρώην δημόσια λειτουργός, που κατηγορείται για ηθική αυτουργία σε πλαστογραφία μετά χρήσεως και απάτη κατ’ επάγγελμα και κατά συνήθεια εις βάρος ΟΤΑ άνω των 120.000 ευρώ, αλλά και άνω των 150.000 ευρώ σε συνδυασμό με τον επιβαρυντικό νόμο περί καταχραστών του Δημοσίου.
Η δημόσια λειτουργός φέρεται συγκεκριμένα με πρόθεση να τέλεσε το αδίκημα της ηθικής αυτουργίας σε πλείονες πλαστογραφίες μετά χρήσεως κατ’ επάγγελμα και κατά συνήθεια και κατά συρροή και συγκεκριμένα ότι προκάλεσε σε 15 συγκατηγορούμενούς της δημοτικούς αστυνομικούς την απόφαση να εκτελέσουν την άδικη πράξη της πλαστογραφίας μετά χρήσεως κατ’ εξακολούθηση, κατ’ επάγγελμα και κατά συνήθεια με συνολικό όφελος και αντίστοιχη ζημία τρίτου που υπερβαίνουν το ποσό των τριάντα χιλιάδων ευρώ, των εκατό είκοσι χιλιάδων ευρώ αλλά και των εκατό πενήντα χιλιάδων ευρώ, το δε συνολικό όφελος το οποίο σκόπευε να προσπορίσουν οι ως άνω συγκατηγορούμενοί της στους εαυτούς τους με αντίστοιχη βλάβη τρίτου υπερβαίνει το ποσό των 150.000 €.
Για την βλάβη που υπέστη το δημόσιο υπολογίζονται στο κατηγορητήριο όχι μόνο ο χρόνος που απασχολήθηκαν οι δημοτικοί αστυνομικοί από την πρόσληψή τους αλλά και η βλάβη που θα απειλείτο εις βάρος του Δημοσίου από τις αποδοχές που θα είχαν μέχρι την συνταξιοδότησή τους.
Επεσήμανε ότι κατά την απολογία τους ουδείς από τους κατηγορούμενους αν και ερωτήθηκε δεν ενέπλεξε το όνομά της, ενώ τόνισε ότι «η δίωξη εναντίον της κινήθηκε με βάση δύο κατάπτυστες ανώνυμες επιστολές ενός ανθρώπου που κρύβεται στο σκοτάδι φοβούμενος την αλήθεια».
Πρόσθεσε ότι σε πολλούς δεν άρεσε ότι για πρώτη φορά συμμετέχοντας στις δημοτικές εκλογές το έτος 2006 εξελέγη πρώτη σύμβουλος του Δήμου Ροδίων και οι ενέργειες αυτές αποσκοπούσαν στη σπίλωση του ονόματός της έτσι ώστε τρίτοι να καρπωθούν πολιτικά οφέλη από την απουσία της.
Οι δηµοτικοί αστυνομικοί αρνήθηκαν την κατηγορία που τους απαγγέλθηκε ως µη νόµιµη, υποστηρίζοντας ότι το αδίκηµα που έχουν τελέσει είναι της πλαστογραφίας πιστοποιητικού, το οποίο διώκεται σε βαθµό πληµµελήµατος, είναι στιγµιαίο και έχει υποπέσει σε παραγραφή.
Υποστήριξαν ότι µε µη νόµιµο τρόπο ένα παραγεγραµµένο πληµµέληµα µετατράπηκε σε κακούργηµα προκειµένου να «νοµιµοποιηθεί» η εναντίον τους ποινική δίωξη.
Θυμίζουμε ότι η έρευνα για την υπόθεση ξεκίνησε από μια ανώνυμη επιστολή με την οποία καταγγέλθηκε δημόσια λειτουργός σε υπηρεσία αυξημένης ευθύνης για μεθοδεύσεις στο διαγωνισμό.
Ο ανώνυμος επιστολογράφος σε καταγγελία του προς τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου που κοινοποίησε στον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Ρόδου, στον Γενικό Γραμματέα της Περιφέρειας Νοτίου Αιγαίου, στο ΑΣΕΠ, στους Βουλευτές του νομού, στο Νομάρχη, στον Δήμαρχο Ροδίων και στις νομαρχιακές επιτροπές των κομμάτων, διατείνεται ειδικότερα ότι σε διαγωνισμό που προκηρύχθηκε το έτος 2004 για την πρόσληψη δημοτικών αστυνομικών διαπίστωσε ότι ένας φίλος του και συνυποψήφιός του στη διαδικασία, παρότι ήταν από τους χειρότερους μαθητές στο σχολείο, είχε παρουσιάσει απολυτήριο με βαθμό άνω του 18.