Οι αμερικανοί γερουσιαστές τερμάτισαν χθες τις διαπραγματεύσεις τους για το σχέδιο μεταρρύθμισης της αστυνομίας, πρωτοβουλία που είχε αναληφθεί εξαιτίας του αντίτυπου του θανάτου του Αφροαμερικανού Τζορτζ Φλόιντ, εξέλιξη που ενδέχεται να αποδειχθεί μοιραία για το κείμενο αυτό και αποτελεί σκληρό πλήγμα για τον πρόεδρο Τζο Μπάιντεν.
Παρά τους μήνες συνομιλιών, «δεν καταφέραμε να συμφωνήσουμε ως προς τη στρατηγική», συνόψισε ο Δημοκρατικός γερουσιαστής Κόρι Μπούκερ, ανακοινώνοντας στον Τύπο το τέλος της διαπραγμάτευσης με τους Ρεπουμπλικάνους συναδέλφους του.
Ο Δημοκρατικός πρόεδρος, ο οποίος εξελέγη με την υποστήριξη μεγάλου μέρους των αφροαμερικανών ψηφοφόρων και είχε μετατρέψει σε προτεραιότητά του τη μεταρρύθμιση αυτή, επέρριψε την ευθύνη για την αποτυχία στο GOP.
Χαρακτήρισε «λυπηρό» τον τρόπο με τον οποίο οι Ρεπουμπλικάνοι γερουσιαστές απέρριψαν «μετριοπαθείς μεταρρυθμίσεις» τις οποίες είχε υποστηρίξει «ακόμη και ο πρώην πρόεδρος», ο Ντόναλντ Τραμπ, και «αρνήθηκαν να ενεργήσουν πάνω σε σημεία-κλειδιά που ήταν διατεθειμένες να κουβεντιάσουν ακόμη και οι ίδιες οι δυνάμεις επιβολής της τάξης» σε ανακοίνωσή του.
Οι Ρεπουμπλικάνοι του επέστρεψαν το μπαλάκι. «Έπειτα από μήνες προόδου, είμαι πολύ απογοητευμένος που οι Δημοκρατικοί σπατάλησαν αυτή την ευκαιρία να γίνουν οι συνοικίες μας πιο ασφαλείς και να βελτιωθούν οι σχέσεις ανάμεσα στις δυνάμεις επιβολής της τάξης και τις κοινότητες των έγχρωμων», είπε ο γερουσιαστής Τιμ Σκοτ.
Πέραν των αντεγκλήσεων η πίκρα κυριαρχούσε μεταξύ των υποστηρικτών των μεταρρυθμίσεων. «Εκφράζουμε τη βαθιά μας απογοήτευση μπροστά στην ανικανότητα των ηγετών στη Γερουσία να βρουν μια λογική λύση για να υπάρξει ομοσπονδιακή μεταρρύθμιση της αστυνομίας», σχολίασε ο Μπεν Κραμπ, ο οποίος είχε εκπροσωπήσει την οικογένεια Φλόιντ και αρκετά άλλα θύματα αστυνομικής βαρβαρότητας.
«Έπειτα από μια χρονιά χωρίς προηγούμενο (...), τα συνδικάτα της αστυνομίας και οι πολιτικοί που τα υποστηρίζουν επέλεξαν να πάνε στη λάθος πλευρά της ιστορίας», έκρινε με πικρία ο Ντέρικ Τζόνσον, πρόεδρος της οργάνωσης υπεράσπισης των αστικών δικαιωμάτων NAACP.
Ο φόνος του Τζορτζ Φλόιντ, στον οποίο προκάλεσε ασφυξία λευκός αστυνομικός την 25η Μαΐου 2020 στη Μινεάπολη, πυροδότησε τεράστιες κινητοποιήσεις απ’ άκρου σ’ άκρο των ΗΠΑ εναντίον του ρατσισμού και της αστυνομικής βαρβαρότητας.
Αντιδρώντας, η Βουλή των Αντιπροσώπων, που ελέγχεται από τους Δημοκρατικούς, υιοθέτησε τον Μάρτιο σχέδιο μεταρρύθμισης με το όνομα του μαύρου σαραντάρη στον τίτλο του, που είχε σκοπό κυρίως να μπει τέλος στην ευρεία δικαστική ασυλία των αστυνομικών.
Το κείμενο προέβλεπε επίσης να απαγορευθούν οι λαβές και άλλες μέθοδοι που προκαλούν ασφυξία, να περιοριστεί η μεταφορά στρατιωτικού εξοπλισμού στην αστυνομία, να δημιουργηθεί εθνική βάση δεδομένων για τους αστυνομικούς που αποτάσσονται εξαιτίας καταχρήσεων κ.λπ..
Όμως οι Δημοκρατικοί χρειάζονταν να πείσουν περίπου δέκα Ρεπουμπλικάνους για να μπορέσει να περάσει το κείμενο από το εμπόδιο της Γερουσίας.
Στην προσπάθειά τους να μην εμφανιστούν ως νεκροθάφτες μιας μεταρρύθμισης που επιθυμούσε διακαώς η αφροαμερικανική μειονότητα, οι Ρεπουμπλικάνοι εμπιστεύθηκαν στον μοναδικό μαύρο γερουσιαστή που έχουν εκλέξει στο σώμα, τον Τιμ Σκοτ, την ευθύνη της διαπραγμάτευσης για να υπάρξει συναινετικό κείμενο.
Ο πρόεδρος Μπάιντεν παρότρυνε επανειλημμένα τους κοινοβουλευτικούς να δείξουν «θάρρος» ώστε η μεταρρύθμιση να προχωρήσει.
Παρά την αποτυχία της προσπάθειας, σημείωσε στην ανακοίνωσή του πως ελπίζει «μια μέρα να υπογράψει μια φιλόδοξη και συνολική μεταρρύθμιση της αστυνομίας που θα τιμά το όνομα και τη μνήμη του Τζορτζ Φλόιντ»· εν αναμονή, «ο Λευκός Οίκος θα συνεχίσει τις διαβουλεύσεις του» και θα εξετάσει τι μπορεί να κάνει με διατάγματα.