Kάποτε η Νέα Υόρκη δεν είχε καμία σχέση με την κοσμοπολίτικη μητρόπολη που όλοι γνωρίζουμε σήμερα. Κάποτε και για πολλά χρόνια οι συμμορίες έκαναν κουμάντο στην πόλη και ανάγκαζαν την αστυνομία σε ρόλο κομπάρσου. Κάποτε η κυκλοφορία απαγορευόταν στην πόλη με την δύση του ηλίου. Μάλλον περιττό μέτρο δεδομένου πως αφενός τα μέλη των συμμοριών δεν έπαιρναν… χαμπάρι από κρατικές απαγορεύσεις, αφετέρου οι απλοί πολίτες, ο άμαχος πληθυσμός, δεν τολμούσε να ξεμυτίσει από τα σπίτια του γιατί όλοι γνώριζαν πως μπορεί να έχαναν ακόμα και τη ζωή τους.
Μια… μικρή ιδέα του τι γινόταν εκείνη την εποχή στη Νέα Υόρκη πήραμε όλοι μας τέλη του 2002 (αρχές του 2003 στην Ελλάδα) όταν βγήκε στους κινηματογράφους η ταινία του Μάρτιν Σκορτσέζε «Οι Συμμορίες της Νέας Υόρκης» με τον εκπληκτικό Ντάνιελ Ντέι Λιούις και τον Λεονάρντο Ντι Κάπριο να «κρατάνε» τους πρωταγωνιστικούς ρόλους.
Το αίμα κύλισε άφθονο στα τέλη του 19ου αιώνα, ο τρόμος από τη δράση των συμμοριών ήταν διάχυτος, οι άγριες δολοφονίες ήταν καθημερινό φαινόμενο, η ανομία, η διαφθορά κυριαρχούσαν και όταν όλα αυτά μεταφέρθηκαν στην μεγάλη οθόνη οι νεότεροι πήραν μια μικρή γεύση του τι πραγματικά σήμαιναν οι Bowery Boys, οι Dead Rabbits, οι Short Tails, οι Gopher, οι Whyos και οι Montgomery…
Οι Συμμορίες της Νέας Υόρκης…
Οι Bowery Boys ήταν μια συμμορία που είχαν δημιουργήσει πυροσβέστες και φορούσαν κόκκινες μπλούζες και καπέλα. Οι Short Tails φορούσαν ξεκούμπωτα πουκάμισα. Οι Ιρλανδοί Dead Rabbits κρατούσαν ραβδιά στην κορυφή των οποίων υπήρχαν κεφάλια κουνελιών. Οι Whyos είχαν ειδικό κάλεσμα το οποίο ακουγόταν σαν κελάηδισμα πουλιών και σκοπό είχε να προειδοποιήσει τους ανθρώπους πως βρίσκονταν στο δρόμο. Αιματηρότερη κόντρα απ’ όλες αυτή που είχαν μεταξύ τους οι αντικαθολικοί Bowery Boys με τους Ιρλανδούς Dead Rabbits.
Η πιο ζόρικη περιοχή ήταν νότια του Μανχάταν. Φονικότερο σημείο ένα παλιό ζυθοποιείο. Εκεί έδιναν τα ραντεβού του θανάτου τα μέλη των συμμοριών. Κανείς δεν πλησίαζε τη συγκεκριμένη περιοχή. Ούτε βέβαια η αστυνομία.
Υπήρχαν οι Ιταλοί μετανάστες. Σκληρά καρύδια που έβαλαν τις βάσεις για να αναπτυχθεί αργότερα η μαφία. Οι «ντόπιοι», δηλαδή όσοι είχαν γεννηθεί στην Αμερική που θεωρούσαν ότι η περιοχή τους ανήκει δικαιωματικά. Υπήρχαν βέβαια και οι Ιρλανδοί που ήταν τα πιο… γρήγορα μαχαίρια απ’ όλους. Αν έμπλεκες, δύσκολα ξέμπλεκες.
Οι μάχες μεταξύ τους μπορεί να διαρκούσαν και 48 ώρες. Δεκάδες οι νεκροί και εκατοντάδες οι τραυματίες που άφηναν πίσω τους. Μετά αναδιοργανωνόντουσαν και ο κύκλος του αίματος συνεχιζόταν. Ουσιαστικά για έναν ολόκληρο αιώνα οι συμμορίες «διοικούσαν» με τους δικούς τους νόμους και τους δικούς τους τρόπους τη Νέα Υόρκη χωρίς κανείς να μπορεί να τους ελέγξει.
Κεντρικό πρόσωπο σε όλο αυτό το χάος έπαιξε ένας «ντόπιος». Το όνομα του ήταν William Poole. Ήταν ο αρχηγός των Bowery Boys. Ήταν ο άνθρωπος που έμεινε στην ιστορία με το παρατσούκλι «Bill The Butcher». Ήταν ένας σκληροτράχηλος μποξέρ που γεννήθηκε στο Sussex του Νιου Τζέρσεϋ. Το 1832 μετακόμισε στην Νέα Υόρκη και άνοιξε κρεοπωλείο.
Ο William Poole ήταν ένας αδίστακτος άνθρωπος. Λένε πως μια ημέρα μπήκε μέσα σε ένα μπαρ και χωρίς αιτία και αφορμή κυριολεκτικά σακάτεψε τον μπάρμπαν στο ξύλο. Ήταν τέτοια η βιαιότητα της επίθεσης που ο ιδιοκτήτης του μπαρ υπέστη σοκ και νοσηλεύτηκε σε ψυχιατρική κλινική για να μπορέσει να συνέλθει!
Ο μεγάλος εχθρός του Poole ήταν ο Ιρλανδός John Morrisey, επίσης ένας πολύ φημισμένος πυγμάχος. Ο θρύλος λέει πως η μεταξύ τους βεντέτα ξεκίνησε όταν ο «Χασάπης» στοιχημάτισε ενάντια στον «Ιρλανδό» κατά τη διάρκεια ενός αγώνα. Λέγεται πως ο «Ιρλανδός»… στράβωσε και «έστησε» τον αγώνα, ώστε να χάσει ο «Χασάπης» τα λεφτά του. Εκείνος τον κατάλαβε και δεν έμεινε με σταυρωμένα τα χέρια. Μπορεί να έχασε τα λεφτά του αλλά περίμενε τον Ιρλανδό έξω από το μαγαζί που έγινε ο αγώνας και όταν τον είδε να βγαίνει, κυριολεκτικά τον σακάτεψε στο ξύλο. Τον έστειλε για πολλούς μήνες στο νοσοκομείο με ένα βγαλμένο μάτι και ένα θρυμματισμένο πόδι.
Το τέλος του William Poole ήρθε στις 8 Μαρτίου 1855, όταν ένας φίλος του Ιρλανδού τον είδε να πίνει τα ποτά του σε ένα μπαρ στο νότιο Μανχάταν, τον πλησίασε και τον πυροβόλησε εξ’ επαφής. Ο Χασάπης πέθανε λίγες ημέρες αργότερα. Λίγο πριν αφήσει την τελευταία του πνοή είπε: «Αντίο αγόρια μου. Πεθαίνω σαν αληθινός Αμερικανός».
…και οι «Συμμορίες» του Σκορτσέζε
Αρχές της δεκαετίας του 1970 ο σπουδαίος Μάρτιν Σκορτσέζε διαβάζει το ομώνυμο βιβλίο και, όπως ο ίδιος έχει δηλώσει, θέλησε από την πρώτη στιγμή να το μεταφέρει στη μεγάλη οθόνη. Στα τέλη της ίδιας δεκαετίας αγοράζει τα δικαιώματα.
Επί πολλά χρόνια ψάχνει να βρει τον παραγωγό που θα χρηματοδοτήσει την ταινία. Τον βρίσκει στο πρόσωπο του Χάρβεϊ Γουάινστιν που σήμερα βρίσκεται στη φυλακή καταδικασμένος για σεξουαλικές επιθέσεις, βιασμούς και ήταν η αφορμή για τη γέννηση του κινήματος #MeToo.
Αρχικά ο Σκορτσέζε ήθελε για τους δυο πρωταγωνιστικούς ρόλους τον Μελ Γκίμπσον (ως Βάλον) και τον Γουίλεμ Νταφόε (ως τον Χασάπη Μπιλ). Έπειτα πρότεινε το ρόλο του Χασάπη στον Τομ Χανκς αλλά εκείνος αρνήθηκε γιατί είχε ήδη υπογράψει να πρωταγωνιστήσει στην ταινία «Ο δρόμος της απώλειας». Τελικά οι ρόλοι κατέληξαν στον σπουδαίο Ντάνιελ Ντέι Λιούις και τον Λεονάρντο Ντι Κάπριο.
Ο σπουδαίος σκηνοθέτης δεν βασίστηκε απλά στο βιβλίο για να γυρίσει την ταινία. Συμβουλεύτηκε ιστορικούς για να είναι σίγουρος πως θα καταφέρει να μεταφέρει το κλίμα εκείνης της εποχής και να αποφύγει τα λάθη. Ήταν τέτοιο το πάθος του και η προσήλωση στο να γίνουν όλα όπως έπρεπε που έδωσε στους ηθοποιούς να ακούσουν μια ηχογράφηση του 1892 , στην οποία ο Ουόλτ Γουίτμαν απήγγειλε ένα ποίημα, προκειμένου να καταλάβουν πως θα πρέπει να είναι η προφορά τους.
Οι δυο πρωταγωνιστές παθιάστηκαν τόσο πολύ με τους ρόλους που βρίσκονταν στη Νέα Υόρκη ακόμα και σε εξωτερικούς χώρους για να κάνουν πρόβες μόνοι τους.
Ο Ντάνιελ Ντέι Λιούις, μάλιστα, απέδειξε γιατί είναι ίσως ο κορυφαίος ηθοποιός της γενιάς του, όταν προσέλαβε δασκάλους για να του μάθουν πως να μιλάει με τη σωστή προφορά, ταχυδακτυλουργούς για να του εξηγήσουν πως θα πρέπει να χειρίζεται τα μαχαίρια ενώ πήγε ακόμα και κρεοπωλείο για να του δείξουν πως θα πρέπει να κόβει σωστά το κρέας!
Ντι Κάπριο και Ντέι Λιούις , πάντως, είχαν και μια άσχημη στιγμή όταν σε κάποια σκηνή μάχης ο πρώτος έσπασε τη μύτη του δεύτερου με ένα δυνατό χτύπημα. Ο πολυβραβευμένος Βρετανός ηθοποιός, ωστόσο, συνέχισε κανονικά το γύρισμα, σα να μη συμβαίνει τίποτα, για να μην το διακόψει.