Μία μελέτη του γερμανικού ιδρύματος Bertelsmann, αποδεικνύει πως η Ελλάδα συμπεριλαμβάνεται στις χώρες που ευνοήθηκαν λιγότερο από την ενιαία αγορά της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ταυτόχρονα είναι ξεκάθαρο πως περισσότερο ωφελημένα είναι τα μεγάλα βιομηχανικά και αστικά κέντρα της Γηραιάς Ηπείρου.
H Γερμανία, ως η μεγαλύτερη ευρωπαϊκή οικονομία, ήταν η μεγάλη κερδισμένη της οικονομικής ένωσης, με την ενιαία αγορά να της προσφέρει 86 δισ. ευρώ ετησίως. Ιδιαίτερα κερδισμένες είναι και οι υπόλοιπες μεγάλες οικονομίες της κεντρικής Ευρώπης, όπως η Ολλανδία και η Αυστρία. Το Bertelsmann υπολογίζει, ότι κάθε Γερμανός πολίτης έγινε πλουσιότερος κατά 1.046 ευρώ, ενώ ο μέσος πολίτης της Ε.Ε. επωφελήθηκε 840 ευρώ.
Λιγότερο ωφελημένες από την ελεύθερη διακίνηση αγαθών, κεφαλαίου, υπηρεσιών και ανθρώπων ανά τα κράτη μέλη της Ένωσης φαίνεται να είναι οι χώρες του Νότου και της Ανατολικής Ευρώπης.
[custom:google-ads]
Ελλάδα
Όσον αφορά την Ελλάδα, η χώρα μας βρίσκεται στις χαμηλότερες θέσεις της σχετικής λίστας, με το κατά κεφαλήν εισοδηματικό κέρδος από την ενιαία αγορά της Ε.Ε να ανέρχεται στα 400 ευρώ. Παρόμοια νούμερα ισχύουν σε όλο τον ευρωπαϊκό νότο και στις αγροτικές περιοχές της ανατολικής Ευρώπης κυρίως λόγω της χαμηλής ανταγωνιστικότητας. Ωστόσο, σύμφωνα με την έκθεση, οι περιοχές αυτές λαμβάνουν σημαντικά κονδύλια στο πλαίσιο πολιτικών της Ε.Ε.
Η ενιαία αγορά της Ε.Ε. καθιερώθηκε το 1992 με στόχο την εξάλειψη όλων των δασμών και των ρυθμίσεων που εμπόδιζαν το ελεύθερο εμπόριο μεταξύ των χωρών - μελών της, δημιουργώντας για τις ευρωπαϊκές εταιρείες μία μεγάλη εσωτερική αγορά που θα μπορούσε να ανταγωνιστεί αυτή των ΗΠΑ και της Ιαπωνίας.
Ωστόσο μετά την χρηματοπιστωτική κρίση του 2007, ενώ η Γερμανία και οι υπόλοιπες ισχυρές βιομηχανικές χώρες της κεντρικής και βόρειας Ευρώπης συνέχισαν να παρουσιάζουν ισχυρή ανάπτυξη, ορισμένες από τις υπόλοιπες χώρες της Ένωσης -ιδιαίτερα στη νότια και ανατολική Ευρώπη-, αντιμετώπισαν χαμηλή ανάπτυξη και υψηλή ανεργία.
Το γεγονός αυτό στον πολιτικό χώρο μεταφράστηκε σε ενίσχυση της άκρας δεξιάς, ενώ στη Μεγάλη Βρετανία, οι φωνές της απόσχισης ενισχύθηκαν με αποτέλεσμα την ψήφιση του Brexit, το 2016.
Διαβάστε περισσότερα στο ethnos.gr