Για να πιστοποιήσουμε εάν έχει πετύχει ο εμβολιασμός έναντι του κορονοϊού, θα πρέπει να γίνει εξέταση αντισωμάτων δύο έως τρεις εβδομάδες μετά τη δεύτερη δόση του εμβολίου. Γι' αυτό, θα πρέπει να γίνουν οι αντίστοιχες προμήθειες και η πολιτεία να προετοιμαστεί, ώστε να υπάρχει επάρκεια σε τεστ αντισωμάτων πριν και μετά το τέλος του εμβολιασμού, αναφέρει ο καθηγητής πολιτικής της υγείας στο London School of Economics (LSE) Ηλίας Μόσιαλος, σε ανάρτηση στο λογαριασμό του στο Facebook.
Ο κ. Μόσιαλος τονίζει ότι στην Ελλάδα αφού τεθούν οι προτεραιότητες για τις ομάδες που θα εμβολιαστούν στο γενικό πληθυσμό, θα πρέπει να επιβεβαιωθούν τόσο η αποτελεσματικότητα όσο και τα ποσοστά της ειδικής ανοσοαπόκρισης ανά ηλικιακή ομάδα ή ομάδα ασθενών.
ΣΑΣ ΕΝΔΙΑΦΕΡΕΙ: Κερδίστε 2 μήνες δωρεάν ρεύμα
Όπως επισημαίνει, τα εμβόλια των Moderna και AstraZeneca έχουν μεσοδιάστημα μεταξύ της πρώτης και της δεύτερης δόσης του εμβολίου τέσσερις εβδομάδες, ενώ εκείνο των Pfizer/BioNTech τρεις εβδομάδες. Σχετικά με το δεύτερο εμβόλιο, αναφέρει ότι ενώ υπάρχουν στοιχεία που δείχνουν υψηλά επίπεδα βραχυπρόθεσμης προστασίας από την πρώτη δόση του εμβολίου, αυτό που έχει εγκριθεί από τις βρετανικές αρχές και αναμένεται επίσης να ισχύει στην Ευρώπη, είναι το πρόγραμμα των δύο δόσεων. Και οι δύο θα εγχυθούν στον δελτοειδή μυ (στο μπράτσο) και η δεύτερη δόση θα πρέπει να χορηγηθεί τουλάχιστον 21 ημέρες μετά την πρώτη.
Για το εμβόλιο της Pfizer, το ανακοινωμένο ποσοστό αποτελεσματικότητας υπολογίστηκε επτά ημέρες μετά τη δεύτερη δόση. Δηλαδή, όπως αναφέρει, «μετά από επτά ημέρες φαίνεται ότι αναπτύσσονται αντισώματα, αλλά ίσως χρειαστεί να περιμένουμε για περισσότερο από επτά ημέρες, καλύτερα για δύο εβδομάδες, για να είμαστε σίγουροι».
«Άρα», τονίζει, «συνεχίζουμε να προσέχουμε από την έναρξη της πρώτης δόσης για τέσσερις έως πέντε εβδομάδες για το εμβόλιο της Pfizer και για πέντε έως έξι εβδομάδες για τα εμβόλια των Moderna και ΑstraΖeneca. Είναι πιθανό δηλαδή πως θα υπάρχει κάποια προστασία και πριν από αυτό το διάστημα, αλλά αυτός είναι ο χρόνος που θεωρείται πως ενδείκνυται για να ξεκινήσει η πλήρης προστασία. Θα μάθουμε περισσότερα σχετικά με την έκταση της προστασίας και πόσο διαρκεί, καθώς εισέρχονται δεδομένα από τρέχουσες κλινικές δοκιμές».
Επισημαίνει επίσης ότι με βάση τα δεδομένα από τις κλινικές δοκιμές, η αποτελεσματικότητα των εμβολίων ανέρχεται στο 94% και στο 95% για τα εμβόλια των Moderna και Pfizer αντίστοιχα. «Αλλά, είναι πιθανό τα ποσοστά αποτελεσματικότητας να είναι λίγο μικρότερα, όταν γίνουν μαζικοί εμβολιασμοί, ίσως για τους πολύ μεγάλους σε ηλικία ή τους ανοσοκατεσταλμένους. Όμως, δεν περιμένουν να είναι πολύ μικρότερα αυτά τα ποσοστά».
Καταλήγει ότι «το τελικό στάδιο της διαχείρισης της πανδημίας θα χρειαστεί εξαιρετικό και ακριβή συντονισμό. Θα είναι μια πρόκληση για τις υγειονομικές αρχές, αλλά και μια ευκαιρία να κρατήσουν το πρώτο εθνικό ηλεκτρονικό αρχείο της νόσου, όπως θα κάνουν εξάλλου και όλες οι άλλες χώρες».