Είναι από τις φορές που η επίσημη ιστορία αφήνει κάτι τόσο δυνατό έξω από την κεντρική αφήγησή της. Η ιστορία του Έλληνα φαντάρου που φωτογραφήθηκε στη Νορμανδία με λάβαρο μια σημαία των ναζί δεν είναι από αυτές που γράφτηκαν στα σχολικά βιβλία ή πήρε τις διαστάσεις που της άξιζε.
Πρόκειται ουσιαστικά για μια ξεχασμένη ιστορία την οποία θυμούνται, πλέον, ελάχιστοι άνθρωποι. Όταν, άλλωστε, μιλάμε για την τεράστια συμμαχική επιχείρηση της απόβασης στη Νορμανδία, οι ιστορίες -τραγικές ή λιγότερο τραγικές, μα πάντα ηρωικές- είναι πολλές με συνέπεια κάποιες από αυτές να περνάνε στη «σφαίρα» της λήθης.
Ο Έντι Λάμπρος είναι ο τραγικός πρωταγωνιστής μιας από αυτές. Κατάφερε να επιζήσει στα πρώτα δύσκολα εικοσιτετράωρα της απόβασης στη Νορμανδία. Η μονάδα στην οποία συμμετείχε σημείωσε πολλές και σημαντικές επιτυχίες, απέναντι στους ναζί. Φωτογραφήθηκε μαζί με τους υπόλοιπους συμπολεμιστές του, έγινε πρωτοσέλιδο στους New York Times αλλά την επόμενη ημέρα σκοτώθηκε σε μια από τις πιο σκληρές και αιματηρές μάχες.
Και όταν κάποιος μάθει για την ιστορία του Έντι Λάμπρος τότε θα γνωρίσει και εκείνη των -επίσης ξεχασμένων- δυο ακόμα ελληνοαμερικανών που πάλεψαν ηρωικά σε εκείνες της αιματοβαμμένες ακτές.
Ήδη από τα τέλη του 1943, οι συμμαχικές δυνάμεις σημείωναν τη μια νίκη μετά την άλλη κατά των ναζιστικών στρατευμάτων του Χίτλερ. Όλοι γνώριζαν πλέον πως ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος όδευε προς το τέλος του.
Αυτό που απέμενε ήταν το οριστικό χτύπημα. Στην ιστορική διάσκεψη της Τεχεράνης βρέθηκε και ο τόπος και ο χρόνος για αυτό το χτύπημα. Οι Σύμμαχοί είχαν έντονες διαφωνίες στο εσωτερικό τους σχετικά με το «πότε» και κυρίως το «πού». Τελικά, επικράτησε η άποψη του Ιωσήφ Στάλιν που με την υποστήριξη των Αμερικανών, επέβαλε τελικά την άποψη πως ο μόνος τρόπος για να ηττηθεί ο Χίτλερ ήταν να χτυπηθεί στη Γαλλία.
Τον Ιανουάριο του 1944 άρχισε να προετοιμάζεται η επιχείρηση «Επικυρίαρχος» (Operation Overlord). O αμερικανός στρατηγός Ντουάιτ Αϊζενχάουερ ορίστηκε ανώτατος διοικητής και έπρεπε να συγκροτήσει τον μεγαλύτερο στην ιστορία στόλο που επιχείρησε ποτέ απόβαση.
Σύμφωνα με το σχέδιο, η επίθεση θα γινόταν σ’ ένα στενό μέτωπο στη Νορμανδία, στις βόρειες ακτές της Γαλλίας, από πέντε σώματα στρατού. Σε περίπτωση επιτυχίας, η απόβαση θα αποτελούσε την απαρχή προέλασης μεγάλων συμμαχικών δυνάμεων προς Ανατολάς μέσω της Γαλλίας, κατευθείαν στην καρδιά της ναζιστικής Γερμανίας.
Την αυγή της 6ης Ιουνίου 1944, 1.200 πολεμικά πλοία, 10.000 αεροπλάνα, 4.126 αποβατικά σκάφη, 804 μεταγωγικά πλοία, εκατοντάδες τεθωρακισμένα άρματα και 156.000 άνδρες άρχισαν σταδιακά την απόβαση στις πέντε ακτές που είχαν οριστεί βάση σχεδίου. Οι τέσσερις ακτές καταλήφθηκαν εύκολα και γρήγορα από τις συμμαχικές δυνάμεις, ενώ στην πέμπτη, την Όμαχα, αντιμετώπισαν σκληρή γερμανική αντίσταση.
Η μάχη της απόβαση ολοκληρώθηκε με επιτυχία στις 19 Αυγούστου και στα τέλη του μήνα οι Σύμμαχοι διέσχισαν τον Σηκουάνα. Τον Σεπτέμβριο βρίσκονταν μπροστά στα γερμανικά σύνορα.
Μέσα στην κόλαση της μάχης, πολλές είναι οι τραγικές ιστορίες, απλών στρατιωτών, που έγιναν γνωστές. Μια από αυτές είναι και του Ελληνοαμερικανού Έντι Λάμπρος.
Ο Έντι υπηρετούσε στον Αμερικάνικο στρατό και συγκεκριμένα ως αλεξιπτωτιστής στην 82η Αερομεταφερόμενη Μεραρχία. Στη μονάδα του έλαχε να συμμετάσχει στις μάχες της παραλίας Όμαχα. Εκεί δόθηκαν οι πιο σκληρές μάχες καθώς οι ναζί επέδειξαν ιδιαίτερη αντοχή στις κατά κύματα επιθέσεις των συμμαχικών δυνάμεων.
Η μονάδα του Έντι Λάμπρος έχασε πολλούς άνδρες τις πρώτες ώρες της απόβασης. Κατάφεραν να εξουδετερώσουν πολλούς εχθρούς και να καταλάβουν μερικά καίριας σημασίας στρατηγικά σημεία με πτώσεις πίσω από τις γραμμές του εχθρού. Σε μια από αυτές τις μάχες που έδωσαν ο Έντι και οι συμπολεμιστές του, βρέθηκαν να πανηγυρίζουν την επιτυχία τους, ποζάροντας στον φωτογραφικό φακό, κρατώντας ως λάφυρο μια ναζιστική σημαία.
Η φωτογραφία αυτή έγινε πρωτοσέλιδο στην εφημερίδα New York Times, στο φύλλο της 10ης Ιουνίου, την επόμενη ημέρα της λήψης της.
Για την μονάδα του Έντι Λάμπρος, ωστόσο, ο πόλεμος δεν είχε τελειώσει και, μάλιστα, είχε αρχίσει να λαμβάνει μια άσχημη τροπή. Μετά από διαδοχικούς λάθος βομβαρδισμούς, αρκετά πολυβολεία των ναζί έμειναν άθιχτα με αποτέλεσμα να ανασυνταχθούν και να εξαπολύσουν διαρκείς αντεπιθέσεις.
Σε μια από αυτές ο Έντι Λάμπρος έπεσε νεκρός. Στις 11 Ιουνίου, μία μόλις ημέρα μετά τη δημοσίευση της πανηγυρικής φωτογραφίας του στους NYT και δύο μετά τη λήψη της έχασε τη ζωή του στην παραλία της Όμαχα ή σε κάποιο κοντινό λόφο στον οποίο είχαν προωθηθεί οι συμμαχικές δυνάμεις.
Στον Έντι Λάμπρος, μετά θάνατον, απονεμήθηκαν τρία μετάλλια μεταξύ των οποίων και το ύψιστο μετάλλιο ανδρείας (Medal of Valor) που δίνεται σε όσους υπηρέτησαν τα σώματα ασφαλείας των ΗΠΑ και ξεχώρισαν για τις πράξεις ηρωισμού τους.
Εκτός από τον Έντι Λάμπρος, ωστόσο, δυο ακόμα Έλληνες συμμετείχαν στις φονικές μάχες της συμμαχικής απόβασης στη Νορμανδία. Πρόκειται για τους Νικόλαο Μπούρα και Ευθύμιο Τσιμικλή!
Ο Μπούρας μπήκε στην πολεμική αεροπορία των ΗΠΑ το 1942 και μέχρι το 1945 οπότε και αποστρατεύτηκε είχε φτάσει στο βαθμό του επισμηναγού έχοντας στο ενεργητικό του 44 αποστολές μάχης στην Ευρώπη ως επικεφαλής βομβαρδιστής και πιλότος σε βομβαρδιστικά τύπου B-26 και A-26.
Ο επισμηναγός στη μάχη της Νορμανδίας είχε διαταγή να πετάξει σε εξαιρετικά χαμηλό ύψος και κάτω από τις χαμηλές νεφώσεις για να καταφέρει να εξουδετερώσει τα πυροβολεία των Ναζί.
Έφερε σε πέρας την αποστολή του, σώζοντας εκατοντάδες ζωές που διαφορετικά θα είχαν χαθεί στην προσπάθεια να καταληφθούν τα συγκεκριμένα πολυβολεία και γι αυτό του απονεμήθηκε ο διακεκριμένος σταυρός των ιπτάμενων και πολλά ακόμα βραβεία. Μετά το τέλος επέστρεψε στις ΗΠΑ όπου ασχολήθηκε με τη χαλυβουργία και ανέπτυξε σπουδαίο φιλανθρωπικό και ανθρωπιστικό έργο.
Ο Ευθύμιος Τσιμικλής ήταν πεζικάριος του αμερικάνικου στρατού και συμμετείχε στην 4η Μεραρχία η οποία βγήκε με στόχο να καταλάβει την παραλία της Γιούτα το συννεφιασμένο πρωινό της 6ης Ιουνίου.
Σε αντίθεση με τον Έντι Λάμπρος, η μονάδα του Τσιμικλή ανέλαβε να «καθαρίσει» από τα ναζιστικά στρατεύματα μια παραλία, οι μάχες της οποίας ήταν πιο ήπιες και λιγότερο αιματηρές από εκείνες στην Όμαχα και έτσι κατάφερε να επιστρέψει στις ΗΠΑ ζωντανός, να αφοσιωθεί στη δουλειά του και να δημιουργήσει οικογένεια.