Το Καστελλόριζο (ή Μεγίστη), βρίσκεται πολύ συχνά τα τελευταία χρόνια στο προσκήνιο, κυρίως λόγω της γεωγραφικής του θέσης και της ΑΟΖ. Ευτυχώς φαίνεται ότι έστω και καθυστερημένα, η πολιτική ηγεσία της χώρας μας έχει καταλάβει τη στρατηγική αξία του νησιού και το θωρακίζει για να αντιμετωπίσει τις τουρκικές απειλές.
Το Καστελλόριζο πριν τους Βαλκανικούς Πολέμους
Το 1522 τα Δωδεκάνησα και ανάμεσά τους βέβαια και το Καστελλόριζο, πέρασαν από τους Ιωαννίτες ιππότες που τα κατείχαν, στους Οθωμανούς. Το 1659 οι Ενετοί κατέλαβαν για μικρό χρονικό διάστημα το Καστελλόριζο, το οποίο όμως πέρασε σύντομα ξανά στα χέρια των Οθωμανών. Κατά την Επανάσταση του 1821, το Καστελλόριζο συμμετείχε με τα πλοία του στον Αγώνα. Γράφει χαρακτηριστικά ο Παλαιών Πατρών Γερμανός: «Ομοίως και οι Κασιώται και Καστελλοριζιώται με τα μικρά των πλοία επροξένησαν φρίκην και τρόμον εις τα παράλια της Συρίας,και πολλά εκ των τουρκικών πλοίων εκυρίευσαν». Το 1835, ο σουλτάνος Μαχμούτ Β’, παραχώρησε στα Δωδεκάνησα εσωτερική αυτοδιοίκηση και φορολογικές απαλλαγές.
[custom:google-ads]
Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα, το Καστελλόριζο χάρη στη ναυτιλία, ως τις αρχές του 20ου αιώνα, να γνωρίσει τη μεγαλύτερη ακμή της ιστορίας του.
Πολλοί κάτοικοί του ασχολούνταν και με τη σπογγαλιεία.
Το 1886, υπήρχαν στο νησί 100 εργαστήρια επεξεργασίας σπόγγων. Μόνο στη Σύμη, απ’ όλα τα Δωδεκάνησα, υπήρχαν περισσότερα (150).
Για τον πληθυσμό του Καστελλόριζου το δεύτερο μισό του 19ου και τις αρχές του 20ου αιώνα, έχουν γραφτεί πολλά. Κάποιοι γράφουν ότι το 1890 είχε 15.000 κατοίκους, φαίνεται όμως ότι στην πραγματικότητα ο πληθυσμός του στο γύρισμα του αιώνα ήταν 9.000 – 10.000. Η Οθωμανική Γενική Απογραφή του 1881 – 1882, αναφέρει ότι στο νησί κατοικούσαν 4.860 ενήλικοι: 2.552 Έλληνες, 2.083 Ελληνίδες, 115 Τούρκοι και 110 Τουρκάλες. Η ετήσια έκθεση της Ιταλικής Διοίκησης στα Δωδεκάνησα για το 1922, πιστοποιεί ότι στο Καστελλόριζο υπήρχαν 1.407 σπίτια, κατοικημένα ή μη. Ο Νικόλαος Παπαναστασίου γράφει ότι το Καστελλόριζο στην περίοδο της ακμής του, είχε την υψηλότερη πυκνότητα πληθυσμού παγκοσμίως (700 κάτοικοι ανά τ.χλμ)!
Όμως το κίνημα των Νεότουρκων παρά τα όσα διακήρυττε, με μία σειρά από μέτρα, έφερε τα πάνω κάτω στα Δωδεκάνησα και φυσικά και στο Καστελλόριζο.
Στις 24 Δεκεμβρίου 1910, παραδόθηκε στο νησί το διάταγμα της υποχρεωτικής στράτευσης. Δύο μέρες αργότερα, οι Καστελλοριζιοί απέρριψαν τους όρους του διατάγματος. Παράλληλα καταργήθηκαν η εξαίρεση από τη φορολογία, περιορίστηκε σημαντικά το εμπόριο με τις απέναντι ακτές της Ανατολίας, καθιερώθηκε υποχρεωτικός κατάλογος αρρένων ικανών σωματικά, ενώ και οι θρησκευτικές ελευθερίες ανακλήθηκαν σε μεγάλο βαθμό.
Οι διαμαρτυρίες των νησιωτών με τη μεσολάβηση και την υποστήριξη του Οικουμενικού Πατριαρχείου, δεν έφεραν κανένα αποτέλεσμα.
Έτσι πολλοί κάτοικοι του Καστελλόριζου, κυρίως άντρες, αποφάσισαν να αναζητήσουν καλύτερη τύχη στο εξωτερικό. Οι περισσότεροι όμως, παρέμειναν στο νησί ελπίζοντας ότι τα πράγματα θα βελτιωθούν.
Ο ιταλοτουρκικός πόλεμος (1911-1912)
Η Ιταλία, ήδη από τα τέλη του 19ου αιώνα είχε δώσει δείγματα επεκτατικών διαθέσεων στην εξωτερική της πολιτική. Στις 29 Σεπτεμβρίου 1911, οι Ιταλοί εισέβαλαν στη Λιβύη που βρισκόταν κάτω από οθωμανική κυριαρχία. Η εισβολή αυτή, είχε αντίκτυπο και στα Δωδεκάνησα. Μεταξύ Οκτωβρίου 1911 και Μαΐου 1912, η εμπορική δραστηριότητα στην περιοχή μηδενίστηκε, με το σταμάτημα και από τους Νεότουρκους των συναλλαγών με την Ανατολία και τα χωρικά ύδατα των Δωδεκανήσων ελέγχονταν από ιταλικά πλοία που έκαναν περιπολίες. Ο Ιταλός στρατηγός Ameglio, επικεφαλής των στρατευμάτων της χώρας του στην περιοχή, έστειλε αναφορά στη Ρώμη, τονίζοντας τα οφέλη από την κατάληψη των Δωδεκανήσων, καθώς έτσι θα αναγκάζονταν οι Οθωμανοί να εγκαταλείψουν την Τρίπολη της Λιβύης και την Κυρηναϊκή. Η εισήγησή του έγινε δεκτή και μεταξύ 22 Απριλίου και 22 Μαΐου 1912, οι Ιταλοί κατέλαβαν όλα τα μεγάλα νησιά των Δωδεκανήσων εκτός από το Καστελλόριζο. Μόνο στη Ρόδο ,ειδικά στην Ψίνθο και την Κω λίγοι Τούρκοι αντιστάθηκαν.
Ο Ameglio απέκλειε την κατοχή του Καστελλόριζου από την ξηρά , καθώς βρισκόταν μακριά από τα άλλα νησιά του συμπλέγματος και δεν τη θεωρούσε στρατηγικά βιώσιμη επιλογή. Οι Καστελλοριζιοί, βλέποντας ότι απομονώνονται, έστειλαν στη Ρόδο τον πρωτοπρεσβύτερο Θεοδόσιο Σιμωνίδη, ο οποίος στις 8 Μαΐου 1912 συναντήθηκε με τον Ameglio, δεν κατάφερε όμως να τον πείσει να στείλει στρατεύματα στο νησί. Η κατάσταση στο Καστελλόριζο άρχισε να γίνεται δραματική.
Λίγο αργότερα, κάποιοι ποντοπόροι ναυτικοί, ανάρτησαν τη «σημαία των νησιών του Αιγαίου», το νέο σύμβολο των Δωδεκανησίων για ανεξαρτησία από την οθωμανική κυριαρχία. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα, όλα τα τουρκικά λιμάνια να κλείσουν για τα πλοία των Καστελλοριζιών. Ως το τέλος του 1912, περισσότεροι από 4.000 κάτοικοι του νησιού το εγκατέλειψαν οριστικά, αφήνοντας σ’ αυτό 4.000 – 5.000 κατοίκους, χωρίς εισοδήματα, τρόφιμα και χωρίς καμία επαφή με τον υπόλοιπο κόσμο.
Στις 5 Οκτωβρίου 1912, υπογράφτηκε η Συνθήκη του Ουσί, με την οποία τα οθωμανικά εδάφη στην Αφρική περνούσαν στην κατοχή της Ιταλίας, η οποία υποχρεωνόταν να εγκαταλείψει τα Δωδεκάνησα. Την ίδια μέρα όμως, η Ελλάδα κήρυττε τον πόλεμο στην οθωμανική αυτοκρατορία. Οι Βαλκανικοί πόλεμοι ξεκινούσαν, ενώ τα τύμπανα του πόλεμου, είχαν αρχίσει να ηχούν και στην υπόλοιπη Ευρώπη.
Με μια μυστική συμφωνία στο Λονδίνο, οι Μεγάλες Δυνάμεις, Μ. Βρετανία, Ρωσία και Γαλλία, αναγνώρισαν την κυριαρχία της Ιταλίας στα Δωδεκάνησα, με αντάλλαγμα την ουδετερότητα της στις εξελίξεις.
Οι υποσχέσεις του Ameglio για αυτονομία και αυτοδιοίκηση των Δωδεκανήσων, δεν τηρήθηκαν ποτέ…
Το Καστελλόριζο, που δεν είχε καταληφθεί από τους Ιταλούς, παρέμενε, τυπικά τουλάχιστον, κάτω από οθωμανική κατοχή.
Διαβάστε την συνέχεια του άρθρου στο protothema.gr