Λεκτικό επεισόδιο σημειώθηκε σε αστυνομικό σταθμό ανάμεσα σε δύο συνάδελφους της Δύναμης. Οι δύο γυναίκες αστυνομικοί έφτασαν μέχρι το Ανώτατο για την συγκεκριμένη υπόθεση.
[custom:google-ads]
Η αστυνομικός που κατηγορήθηκε άσκησε έφεση στην απόφαση από την οποία βρέθηκε ένοχη από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας σε κατηγορία δημόσιας εξύβρισης, κατά παράβαση και καταδικάστηκε σε ποινή προστίμου €100 και στην πληρωμή των εξόδων της πρωτόδικης διαδικασίας.
Με την έφεση προσβάλλεται η καταδίκη της στη βάση τριών λόγων έφεσης. Σύμφωνα με την απόφαση του Ανωτάτου «Δεν αμφισβητείται η ορθότητα της ποινής».
Όπως αναφέρει η απόφαση του Ανωτάτου, οι λεπτομέρειες του αδικήματος φέρουν την εφεσείουσα να εξύβρισε την συνάδελφο της μέσα σε Αστυνομικό Σταθμό με τη φράση «αυτή η αστυνομικός είναι πολύ μαλ…η, έκανε παράπονο στον σταθμάρχη ότι εγώ δεν πήγα τότε στην φρούρηση στο διαμέρισμα αλλά δεν είχε τα αρχ…. να μου το πει κατάμουτρα και πες της το» με τρόπο που ενδέχετο να προκαλέσει παριστάμενο πρόσωπο να διαπράξει επίθεση.
Έτσι έφθασε στα αυτιά της παραπονούμενης η… βρισιά
Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την εκδοχή της εφεσείουσας περί ψευδούς καταγγελίας εις βάρος της και αποδεχόμενο τη μαρτυρία των μαρτύρων κατηγορίας, προέβη σε ανάλογα ευρήματα.
Σύμφωνα με αυτά, δύο αστυνομικοί και η εφεσείουσα βρίσκονταν κατά τον επίδικο χρόνο στο γραφείο παραπόνων του Αστυνομικού Σταθμού, ο ένας εκ των δύο, άκουσε την εφεσείουσα να μιλά με έντονο ύφος σε αστυνομικό και να λέει τη φράση που της αποδόθηκε με την κατηγορία. Ακολούθως, οι δύο αστυνομικοί ενημέρωσαν την παραπονούμενη, η οποία επίσης υπηρετούσε στον παραπάνω Αστυνομικό Σταθμό, για όσα η εφεσείουσα ανέφερε εναντίον της.
Στις 25.4.2016, η παραπονούμενη υπέβαλε επιστολή παραπόνου εναντίον της εφεσείουσας στην οποία ανέφερε ότι στις «08/03/2016 πληροφορήθηκα από δύο συναδέλφους μου, ότι την 07/03/2016 το πρωί η συνάδελφος αστυνομικός καθώς βρισκόταν εντός του Αστυνομικού Σταθμού με εξύβρισε με την φράση «αυτή η xxx είναι πολύ μαλ…η» απαιτώντας μάλιστα όπως με πληροφορήσουν για τα όσα είπε εναντίον μου, πράγμα το οποίο οι υπό αναφορά συνάδελφοι μου έπραξαν».
Η δικαίωση και η θέση της αστυνομικού που έβρισε
Βασική θέση της εφεσείουσας είναι ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο «παρερμήνευσε την έννοια του όρου της δημόσιας εξύβρισης και τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος με αποτέλεσμα να καταλήξει σε εσφαλμένη απόφαση». Συγκεκριμένα, θεώρησε εσφαλμένα ότι το ενδεχόμενο πρόκλησης επίθεσης σε παρευρισκόμενο πρόσωπο εξετάζεται ουσιαστικά in abstracto εξαιτίας της φύσης της πράξης της εξύβρισης και όχι in concreto, ενώ εσφαλμένη ήταν και η προσέγγισή του να θεωρήσει δυνατό να εξυβρισθεί πρόσωπο στην απουσία του.
Όπως αναφέρει η απόφαση του Ανωτάτου, η γυναίκα – αστυνομικός, παραπονείται, επίσης, και για την απόρριψη της εκδοχής της, ότι ουδέποτε διέπραξε το αδίκημα της εξύβρισης με τον τρόπο, τις λέξεις και τη φράση που αποδίδεται στο κατηγορητήριο και περί χαλκευμένης και ψευδούς καταγγελίας, καθώς επίσης για την αποδοχή της εκδοχής των Αστυφυλάκων. Σημειώνεται πως ότι δεν προσβάλλεται το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι οι χαρακτηρισμοί που αποδόθηκαν στην εφεσείουσα είναι υβριστικοί.
Το ερώτημα δε σε κάθε υπόθεση είναι κατά πόσο υφίστατο τέτοιο ενδεχόμενο, ακριβώς μετά την εκστόμιση των λέξεων, με αναφορά στα επικρατούντα κατά το χρόνο εκείνο γεγονότα και περιστάσεις και σε συνάρτηση με τη δυνητική αντίδραση του μέσου λογικού ανθρώπου.
Προσεγγίζοντας το ζήτημα του ενδεχόμενου πρόκλησης παριστάμενου σε επίθεση, το πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε ότι «παριστάμενος που θα άκουγε τις ύβρεις μπορούσε να αντιδράσει επιθετικά», περιοριζόμενο, όπως φαίνεται, στους χαρακτηρισμούς που χρησιμοποιήθηκαν, χωρίς οποιαδήποτε ανάλυση ή αναφορά στα γεγονότα και περιστάσεις που τους περιέβαλλαν. Αυτά, βέβαια, είχαν τη σημασία τους ως δυνάμενα να εξουδετερώσουν το όποιο ενδεχόμενο πρόκλησης σε επίθεση, δεδομένου ιδιαίτερα ότι τα λόγια εκστομίστηκαν στο πλαίσιο συνομιλίας μεταξύ αστυνομικών οργάνων, κατά αστυνομικού οργάνου που δεν ήταν παρών.
«Η διαπίστωση αυτή δικαιολογεί την παρέμβασή μας προς ανατροπή της πρωτόδικης ετυμηγορίας. Ενόψει της κατάληξής μας, δεν θα εξυπηρετήσει κανένα σκοπό η ενασχόλησή μας με τα άλλα ζητήματα που εγείρονται με την έφεση».
Το Ανώτατο αποφάσισε πως η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται και η εφεσείουσα αθωώνεται και απαλλάσσεται από την κατηγορία.