Για ακόμη μία φορά, η δικαστική γραφειοκρατία βάζει µπλόκο στην έκδοση Πάσσαρη στη χώρα μας, όπως αποκάλυψε το «Εθνος της Κυριακής». Οι ρουµανικές Αρχές συνεχίζουν να απορρίπτουν το ελληνικό αίτημα, καθώς δεν καθορίζεται το χρονικό διάστημα που θα χρειαστεί να παραμείνει στη χώρα µας ο κακοποιός για ναδικαστεί. Δεκαοκτώ χρόνια μετά και οι συγγενείς των δολοφονηµένων από τα χέρια του Κώστα Πάσσαρη ακόμη ζητούν δικαίωση.
[custom:google-ads]
Ο διαβόητος κακοποιός δεν έχει ακόμη λογοδοτήσει για τους φόνους που του αποδίδονται – και, όπως όλα δείχνουν, θα αργήσει, εάν προηγουμένως δεν αποφυλακιστεί από τις ρουµανικές φυλακές στις οποίες κρατείται. Στις 17 Απριλίου έχει προσδιοριστεί -για πολλοστή φορά- η δίκη του από την ελληνική Δικαιοσύνη. Αυτή είναι η ιστορία του πιο σκληρού κακοποιού, Κωνσταντίνου Πάσσαρη.
Η απόδραση
Tο πρωί της 16ης Φεβρουαρίου 2001, ο Αρχιφύλακας Διονύσης Αλεβιζόπουλος σηκώθηκε από το κρεβάτι, φόρεσε τη στολή του και ήπιε μία κούπα καφέ – όπως συνήθιζε να κάνει κάθε μέρα προτού φύγει για τη δουλειά. Είχε ξυπνήσει νωρίτερα απ' ό,τι συνήθως.
Τον είχαν ειδοποιήσει να πάει στο Τμήμα Μεταγωγών. Είχαν αλλάξει τις υπηρεσίες την τελευταία στιγμή, με αποτέλεσμα να δοθεί εντολή στον Αλεβιζόπουλο για «μεταγωγή κρατουμένου στο νοσοκομείο για εξέταση». Δεν γνώριζε όμως ποιον θα μεταφέρει. Ο γκριζομάλλης αστυνομικός μπήκε στο αμάξι του και έφυγε για τις φυλακές, χωρίς να ξυπνήσει τη σύζυγο και τα δύο αγόρια του. Στη Διεύθυνση Μεταγωγών Δικαστηρίων Αττικής που υπηρετούσε, ήταν ένας από τους πιο παλιούς και συχνά αστειευόταν ότι σε λίγο καιρό θα έβγαινε στη σύνταξη. Είχε τη φήμη του ηθικού και σωστού ανθρώπου, του οικογενειάρχη. Όμως, τη μέρα εκείνη οδηγούσε προς τον θάνατο. Όχι επειδή το είχε επιλέξει, ούτε επειδή ήταν πλήρης ημερών. Ο Αλεβιζόπουλος θα έπεφτε δολοφονημένος σε ηλικία 49 ετών, στο προαύλιο ενός νοσοκομείου.
Ο αστυνομικός επρόκειτο να μεταφέρει τον Κωνσταντίνο Πάσσαρη από τις Δικαστικές Φυλακές Κορυδαλλού στο Γενικό Κρατικό Νοσοκομείο Αθηνών «Γ. Γεννηματάς». «ΠΡΟΣΟΧΗ! Άκρως επικίνδυνος απόδρασης, οι συνοδοί θα παρίστανται κατά την εξέταση μέσα στο ιατρείο». Αυτό έγραφε η εντολή μεταγωγής. Όμως παρά τη σαφή προειδοποίηση, η μεταφορά του ανατέθηκε σε δύο αστυνομικούς των οποίων η καριέρα έβαινε προς τη δύση της και σ' έναν νεαρό σωφρονιστικό υπάλληλο. Όταν ο Αλεβιζόπουλος έφτασε στις φυλακές Κορυδαλλού, ενημερώθηκε ότι θα παραλάβει τον πλέον επικίνδυνο κακοποιό της Ελλάδας. Δεν είχαν διαταχτεί επιπλέον μέτρα ασφαλείας ή προστασίας. «Είχαν στείλει το "αρνί" να φυλάξει τον "λύκο"», υποστηρίζει ο Αλέξης Αναγνωστάκης, δικηγόρος της οικογένειας Αλεβιζόπουλου και προσθέτει: «Τη μοιραία μέρα, δεν είχε καν υπηρεσία».
Στις 8:10 το πρωί ο Πάσσαρης επιβιβάσθηκε μαζί με άλλους κρατουμένους, άνδρες και γυναίκες, σε ειδικά διαμορφωμένο όχημα της αστυνομίας, προκειμένου να μεταβεί στο νοσοκομείο. Είχε παραπονεθεί ότι πάσχει από κρίσεις επιληψίας και θα υποβαλλόταν σε εξετάσεις «CT εγκεφάλου» - αξονική τομογραφία. Στο Εφετείο Αθηνών έγινε αλλαγή αυτοκινήτων και ο Πάσσαρης επιβιβάσθηκε σε μία μικρή αστυνομική κλούβα. Τον συνόδευαν ο Αρχιφύλακας Αλεβιζόπουλος μαζί με τον Αρχιφύλακα Αθανάσιο Δρακόπουλο και τον σωφρονιστικό υπάλληλο Ανδρέα Φυσέκη.
Οταν έφθασαν στο «Γ. Γεννηματάς», ο Αλεβιζόπουλος πέρασε χειροπέδες στον Πάσσαρη και κρατώντας τον αγκαζέ προχώρησε με γρήγορο βηματισμό προς την είσοδο. Ο Δρακόπουλος μαζί με τον Φυσέκη τους πλησίασαν και όλοι μαζί ξεκίνησαν να κατευθύνονται προς τα εξωτερικά ιατρεία. Ξαφνικά, ο 26χρονος Πάσσαρης πυροβόλησε σχεδόν εξ επαφής επτά φορές κατά των Αλεβιζόπουλου, Δρακόπουλου και Φυσέκη.
«Ευρισκόμενος σε ήρεμη ψυχική κατάσταση η οποία επέτρεπε την πλήρη σκέψη σκόπευσε τους παθόντες και πυροβόλησε κατ' αυτών με ανθρωποκτόνο σκοπό […] Μετά τις αποτρόπαιες πράξεις του, ο Πάσσαρης τρέχοντας εξήλθε του Νοσοκομείου Γεννηματάς και πέρασε στο Νοσοκομείο Σωτηρία, όπου αντελήφθη τον Β. ο οποίος οδηγούσε το αυτοκίνητό του. Ο κατηγορούμενος εισήλθε βίαια εις το αυτοκίνητο και προτείνοντας το όπλο απείλησε τον Β. ότι θα τον σκοτώσει. Επιπλέον δε του είπε "πούστη προχώρα, θα με πας όπου σου πω" και τον εξανάγκασε να οδηγήσει μέχρι τη Λ. Μεσογείων», αναφέρεται στο Βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, το οποίο έρχεται στο φως της δημοσιότητας.
Την επόμενη μέρα, οι δύο Αρχιφύλακες κατέληξαν. «Ένας γεννημένος δολοφόνος, με απαξία για την ανθρώπινη ζωή και τους γύρω του», λέει για τον κακοποιό απόστρατος αξιωματικός της ΕΛ.ΑΣ. που την εποχή εκείνη κατείχε υψηλόβαθμη θέση και παρακολουθούσε από κοντά τις έρευνες. «Το όνομα Πάσσαρης προκαλούσε ταυτόχρονα φόβο και οργή στους αστυνομικούς. Από τη μία, όλο το Σώμα ήθελε να τον πιάσει, ήταν ζήτημα τιμής για εμάς, από την άλλη επικρατούσε ανησυχία», προσθέτει ο αξιωματικός, που δεν επιθυμεί να δημοσιευθούν τα στοιχεία του. Πολύ πριν από το μακελειό στο Νοσοκομείο «Γεννηματάς», ο Πάσσαρης είχε «προφητεύσει» την κατάληξή του: «Γνωρίζω ότι το να πεθάνω ή να μπω στη φυλακή με ισόβια έχει να κάνει με τον λογικό υπολογισμό των πιθανοτήτων», είχε δηλώσει κυνικά ο κακοποιός.
Από την εφηβεία φαίνεται ότι μισούσε θανάσιμα τους αστυνομικούς και τελικά η οργή του ξεπέρασε κάθε όριο, τη χρονιά που ο πλανήτης ετοιμαζόταν να υποδεχθεί τη νέα χιλιετία. Τα εγκλήματα που διέπραξε ο Πάσσαρης κατά τη διετία 2000-2001 μοιάζουν να έχουν βγει από την ταινία Γεννημένοι Δολοφόνοι των Oliver Stone και Quentin Tarantino: Οκτώ απόπειρες ανθρωποκτονίας, επτά τελεσμένες ανθρωποκτονίες μέσα σε μόλις έξι μήνες και δεκάδες ένοπλες ληστείες, συμπεριλαμβάνονται στο βιογραφικό του στην Ασφάλεια.
Από το αναμορφωτήριο στη φυλακή
Ο Κωνσταντίνος Πάσσαρης γεννήθηκε στις 9 Μαρτίου 1975 και μεγάλωσε στις προσφυγικές γειτονιές του Παλαιού Φαλήρου - παιδί της Μαρίας-Αυγούστας, νεαρής μετανάστριας από τη Ρουμανία και του 17χρονου Ευάγγελου Πάσσαρη. Η μητέρα του πέθανε, όταν εκείνος ήταν έξι ετών. Τη δεκαετία του '90, τίποτα δεν προμήνυε ότι το αγόρι με το βραχύσωμο κορμί και τα γαλάζια μάτια θα εξελισσόταν στον νούμερο 1 κακοποιό της Ελλάδας.
Ως παιδί ήταν αθλητικός, ατίθασος, με τεράστια αγάπη για τις γρήγορες μηχανές. Ήθελε να τα καταναλώσει όλα και γρήγορα, βιαζόταν να γευτεί τα γκάζια μιας χιλιάρας μηχανής, τη γλύκα της «καλής ζωής». Δεν ήταν ιδιαίτερα θρησκευόμενος, αλλά την εποχή εκείνη έδειχνε να ισορροπεί ανάμεσα στο καλό και το κακό, με μικρές παραβάσεις. Αργότερα, θα έδειχνε ότι είχε απωλέσει κάθε ηθικό φραγμό.
«Ο κυνισμός και η σκληρότητα του Πάσσαρη ήταν το κάτι άλλο. Η δράση του μπορεί να θεωρηθεί και ως "πρόδρομος" της οργάνωσης "Συνωμοσία των Πυρήνων της Φωτιάς"», υποστηρίζει ο καθηγητής Εγκληματολογίας Γιάννης Πανούσης, ο οποίος έχει αφιερώσει μεγάλο κομμάτι της ακαδημαϊκής του καριέρας στη μελέτη εγκληματιών, ενώ κατά τη θητεία του ως υπουργός Προστασίας του Πολίτη, εφάρμοσε ειδική αντεγκληματική πολιτική για το οργανωμένο έγκλημα. Μολονότι ο Πάσσαρης δεν τελείωσε το σχολείο, ήταν έξυπνος και προσαρμοστικός, ικανός να αντεπεξέλθει σε κάθε περίσταση. Ατρόμητος και ολοένα και πιο βίαιος, δύο χαρακτηριστικά της προσωπικότητάς του που αργότερα θα τον κατέτασσαν στην πρώτη θέση της λίστας των πλέον καταζητούμενων.
Η πρώτη φορά που μπήκε στα γρανάζια του συστήματος ήταν σε ηλικία των 15 ετών, για κλοπές. Καταδικάστηκε σε ποινή έξι μηνών σε αναμορφωτήριο. Όταν βγήκε έξω, οι αστυνομικοί τον συνέλαβαν για επαιτεία και πήρε ξανά τον δρόμο για το αναμορφωτήριο. Ίσως να ήταν τότε που ο Πάσσαρης μίσησε τους «μπάτσους». Λίγο μετά την ενηλικίωσή του, κατετάγη στον Στρατό και υπηρέτησε μέρος της θητείας του στο 29ο Σύνταγμα Πεζικού, στην Κομοτηνή. Ξεκίνησε να πραγματοποιεί κλοπές εντός και εκτός στρατοπέδου. Η δράση του έγινε αντιληπτή και δεν άργησε να βρεθεί και πάλι κατηγορούμενος. Τον Ιανουάριο του 1995 συνελήφθη από τη Στρατονομία και εστάλη στις Στρατιωτικές Φυλακές Αυλώνας - το σημερινό Ειδικό Κατάστημα Κράτησης Νέων. Έναν χρόνο αργότερα θα αποδράσει. Σε ηλικία 21 ετών, θα βρεθεί καταζητούμενος και κηρυγμένος λιποτάκτης.
Το Πανεπιστήμιο της Φυλακής
Η εγκληματική του δράση θα ξεκινήσει το έτος 1996, όταν θα φανούν και τα πρώτα σημάδια του «δημόσιου κινδύνου» (όπως θα τον χαρακτηρίσουν αργότερα υψηλόβαθμα στελέχη της ΕΛ.ΑΣ). Στον σταθμό του Ηλεκτρικού στην Καλλιθέα ληστεύει υπό την απειλή όπλου πωλήτρια φρούτων. Αστυνομικοί που είχαν ειδοποιηθεί από περαστικούς τον καταδιώκουν, με τον Πάσσαρη να ανοίγει πυρ εναντίον τους. «Οι σφαίρες πετούσαν πάνω από τα κεφάλια τους. Έριχνε με σκοπό να βρει στο ψαχνό, ήταν αποφασισμένος για όλα», θυμάται αστυνομικός που δέχθηκε να μιλήσει υπό καθεστώς ανωνυμίας. Τελικά ο Πάσσαρης πέφτει στα χέρια των αστυνομικών και φυλακίζεται στις Αγροτικές Φυλακές Κασσάνδρας, στη Χαλκιδική.
«Θα σκοτώσω τρεις αστυνομικούς για να εκδικηθώ»
Η φυλακή για έναν κακοποιό σαν τον Πάσσαρη, ήταν σαν πανεπιστήμιο. Είχε τον χρόνο να ανασυνταχθεί, να έρθει σε επαφή με άλλους κακοποιούς και να εμπλουτίσει τις επαφές του. Γυμναζόταν σηκώνοντας βάρη, ενώ είχε επιλέξει ένα διαφορετικό λουκ, κόβοντας τα μαλλιά του κοντά, επιτρέποντας ενίοτε στον εαυτό του ένα μουσάκι. Οι μέρες του στη φυλακή κυλούσαν χωρίς ιδιαίτερα προβλήματα. Γνωρίστηκε με τον ρουμάνο Nικολάε Γκόρεα, με τον οποίο περνούσε τον περισσότερο χρόνο του. Η μητέρα του Πάσσαρη ήταν Ρουμάνα και οι δύο φυλακισμένοι κακοποιοί ανέπτυξαν μία ισχυρή σχέση που σφυρηλατήθηκε στα κελιά των αγροτικών φυλακών. Ξεκίνησαν να καταστρώνουν εγκληματικά σχέδια τα οποία θα έβαζαν σε εφαρμογή μόλις έβγαιναν έξω.
Ο Γκόρεα αποφυλακίσθηκε στις 12 Νοεμβρίου του 1999 και απελάθηκε από τη χώρα μας, για να επιστρέψει παράνομα λίγες ημέρες μετά. Τον Δεκέμβριο του ίδιου έτους αποφυλακίσθηκε και ο Πάσσαρης. Οι δυο τους συνέστησαν σπείρα, στην οποία στρατολόγησαν τον Ρουμάνο Ίον Βασίλι. Σύμφωνα με την Αστυνομία, οι τρεις αχώριστοι κακοποιοί πραγματοποίησαν μέσα σε τρεις εβδομάδες (31 Ιανουαρίου με 17 Φεβρουαρίου του 2000), σειρά ένοπλων ληστειών σε ξενοδοχεία, ανταλλακτήρια συναλλάγματος και ταξιδιωτικά γραφεία στο κέντρο της Αθήνας.
«Είχαν πέσει στα χέρια τους περίστροφα, αυτόματα όπλα και χειροβομβίδες και κυκλοφορούσαν σαν να ήταν άτρωτοι. Στα γραφεία της Ασφάλειας είχαν φτάσει πληροφορίες ότι ο Πάσσαρης έκανε χρήση μεγάλων ποσοτήτων κοκαΐνης, γεγονός που δικαιολογούσε την ασταθή συμπεριφορά του. Έκανε σαν άγριο θηρίο σε κλουβί», λέει ο απόστρατος αξιωματικός της ΕΛ.ΑΣ. Ξημερώματα Σαββάτου της 19ης Φεβρουαρίου 2000, η συμμορία του Πάσσαρη πέφτει σε τυχαίο μπλόκο της Ομάδας Σίγμα της Αστυνομίας στην πλατεία Βάθης. Ο Πάσσαρης και τα πρωτοπαλίκαρά του δέχονται πρόθυμα τον έλεγχο ρουτίνας, προετοιμασμένοι να μετατρέψουν την οδό Μαιζώνος σε πεδίο μάχης. Με αυτόματα Uzi γαζώνουν το πλήρωμα του περιπολικού.
Οι σφαίρες πέφτουν βροχή, δύο αστυνομικοί τραυματίζονται, ενώ πέφτει νεκρός ο Ίον Βασίλι. Πάσσαρης και Γκορέα καταφέρνουν να διαφύγουν. «Θα σκοτώσω τρεις αστυνομικούς για να εκδικηθώ», απειλούσε ο κακοποιός λίγες μέρες αργότερα, στον ραδιοφωνικό σταθμό Alpha. «Εκείνη τη στιγμή ανακηρύχθηκε στον πλέον καταζητούμενο της χώρας, με την ηγεσία της ΕΛ.ΑΣ. να ζητάει επιτακτικά τη σύλληψή του. Το κύρος μας είχε δεχθεί ισχυρό πλήγμα», λέει σήμερα αστυνομικός που συμμετείχε τότε στις έρευνες.
Ο Πάσσαρης έρχεται ξανά αντιμέτωπος με τους αστυνομικούς τρεις ημέρες αργότερα, στις 22 Φεβρουαρίου. Έχει αφήσει μουσάκι και λίγο γένι, φοράει μπλε καπέλο τύπου τζόκεϊ και κρύβεται στην περιοχή της πλατείας Αμερικής. Έχει επισκεφθεί ένα μπαρ μαζί με μία γυναίκα. Αξιωματικοί της Ασφάλειας Αττικής έχουν φθάσει στα ίχνη του και τον παρακολουθούν, περιμένοντας να βγει έξω για να τον συλλάβουν - όπως και έκαναν. Ο Πάσσαρης ήταν οπλισμένος με εννιάρι πιστόλι, που δεν πρόλαβε να χρησιμοποιήσει.
Το απόγευμα της ίδιας μέρας, ο αδερφικός του φίλος και πρώην συγκρατούμενός του πέφτει νεκρός στην Πετρούπολη, σε συμπλοκή με αστυνομικούς. Ένας κάτοικος είχε τηλεφωνήσει στην Άμεση Δράση για ληστεία σε τράπεζα στην οδό Δωδεκανήσου: Ο ληστής είναι ο Γκόρεα. Φοράει αλεξίσφαιρο γιλέκο και κρατάει ένα σάκο που είναι γεμάτος βαρύ οπλισμό. Στο σημείο σπεύδει περιπολικό της ΕΛ.ΑΣ. και το πλήρωμα έρχεται αντιμέτωπο με τον Ρουμάνο κακοποιό. Οι αστυνομικοί προτάσσοντας τα όπλα φωνάζουν «Ψηλά τα χέρια». Σύμφωνα με την επίσημη εκδοχή της ΕΛ.ΑΣ., ο Ρουμάνος κάνει μία απρόσεκτη κίνηση. Απανωτοί πυροβολισμοί, λάμψεις και καπνισμένες κάννες. Ο σάκος που κρατούσε ο Γκόρεα πέφτει στο έδαφος. Το φανάρι στη γωνία ανάβει κόκκινο, γίνεται πράσινο και μετά ξανά κόκκινο, αλλά κανένα όχημα δεν κινείται. Ο Γκόρεα είναι νεκρός από σφαίρα στο κεφάλι. Ισχυρές αστυνομικές δυνάμεις σπεύδουν στο σημείο και αποκλείουν την περιοχή.
Καταστρώνοντας το σχέδιο απόδρασης
Μετά τη σύλληψη, ο Πάσσαρης οδηγείται στις Δικαστικές Φυλακές Κορυδαλλού, περιμένοντας να δικαστεί για απόπειρα ανθρωποκτονίας κατ'εξακολούθηση, ληστείες - κλοπές, απειλή και παράβαση του νόμου περί όπλων. Όσο βρίσκεται έγκλειστος, ξεκινά να διαβάζει Gabriel Garcia Márquez, Noam Chomsky, Wolfgang Sofsky. Τον ίδιο καιρό, κείμενα υποστήριξης με τίτλους «λευτεριά στον αγωνιστή Πάσσαρη» δημοσιεύονται στον ιστότοπο athens.indymedia.
Ο Αντώνης Αραβαντινός, που έχει συνδέσει το όνομά του όσο κανείς άλλος με τις φυλακές Κορυδαλλού, θυμάται τον Πάσσαρη να παραμένει άγριο θηρίο: «Η πρώτη επαφή μαζί του ήταν στη Β' Πτέρυγα. Δύο ισοβίτες και ο Πάσσαρης επρόκειτο να τραυματίσουν τον Γιάννη Αϊδινιώτη.Στις φυλακές υπήρχε και άλλος Κώστας Πάσσαρης, και όταν πήγα να διαλύσω τη συμπλοκή, νόμιζα ότι ήταν αυτός. Όταν έφτασα στο σημείο, έπιασα το χέρι του Πάσσαρη και του πήρα το μαχαίρι.
Η συμπλοκή διαλύθηκε και καθώς έφευγα, ο Πάσσαρης μου είπε: "Παρατηρώ τις χαμένες δυνατότητες του παρελθόντος να πλέουν δίπλα μου σαν ναυάγια και ένα από τα ναυάγια γράφει το όνομά σου. Τώρα πρέπει να σε σκοτώσω". Θεωρούσε ότι τον είχα προσβάλλει και είχε στείλει σπίτι μου έναν Ρουμάνο να μου βάλει βόμβα στο αυτοκίνητο. Εγώ τον κατάλαβα και βγήκα με το όπλο μου και τον ακινητοποίησα. Τον άφησα να φύγει και μερικές ημέρες μετά, ο Πάσσαρης ζητούσε ακρόαση να μου μιλήσει. Πήγα εγώ στο κελί του. "Δεν πρόκειται να σε πειράξω. Αυτό που έκανες, ήταν σωστό"», θυμάται ο κ. Αραβαντινός. Μετά το επεισόδιο, ο Πάσσαρης μετακινήθηκε στη Δ" Πτέρυγα. Είχε πάντα μικρό κύκλο φίλων, κυρίως Ρουμάνων.
«Διάβαζε για να βρει άλλοθι. Στο κελί του είχα βρει τα βιβλία Πραγματεία περί Βίας, Αφήγηση ενός Ναυαγού και άλλα. Όσο ήταν στον Κορυδαλλό, είχε διαύγεια, αν και ήταν γνωστό ότι έκανε χρήση κοκαΐνης. Οπαδός της αυτοδικίας, εφάρμοζε τους δικούς του κανόνες. Θεωρούσε την ανθρώπινη ζωή συγκρίσιμο μέγεθος. Όσο ήταν στον Κορυδαλλό, είχε αποκτήσει ανησυχίες, ψάχνοντας να βρει άλλοθι και να ενδύσει με ιδεολογία τις παρανομίες του», υποστηρίζει ο Αρχιφύλακας των Φυλακών Κορυδαλλού.
Ο Πάσσαρης φαίνεται πως περίμενε καρτερικά να ωριμάσουν οι συνθήκες για να αποδράσει. Προφανώς, ήταν σε επικοινωνία με συνεργούς του έξω από τη φυλακή, οι οποίοι τον προμήθευσαν και με το όπλο που χρησιμοποίησε για να δολοφονήσει τους δύο Αρχιφύλακες της ΕΛ.ΑΣ. Στις 7 Φεβρουαρίου 2001, όταν το αρμόδιο δικαστικό συμβούλιο ενέκρινε τη μεταγωγή του στο νοσοκομείο «Γ. Γεννηματάς». Προτού αναχωρήσει για τις εξετάσεις, ο Πάσσαρης είχε κάνει ανάληψη 100.000 δραχμές από τον ατομικό του λογαριασμό στο λογιστήριο της φυλακής, μία κίνηση που προφανώς δεν αραξένευσε κανέναν. Έναν χρόνο μετά τις απειλές του στο ραδιόφωνο του Alpha, ο Πάσσαρης τις κάνει πράξη, δολοφονώντας εν ψυχρώ δύο αστυνομικούς και τραυματίζοντας σοβαρά έναν σωφρονιστικό υπάλληλο. Το ποιοι βοήθησαν τον Πάσσαρη να αποδράσει, παραμένει μυστήριο έως τώρα.
Η χρονιά που κήρυξε τον πόλεμο
Με την απόδραση Πάσσαρη να μονοπωλεί τα δελτία ειδήσεων και τους αστυνομικούς να τον αναζητούν με το δάχτυλο στη σκανδάλη, θα ανάμενε κάποιος ότι ο κακοποιός θα κρυβόταν, μέχρι να ηρεμήσουν τα πράγματα. Αντιθέτως, το 2001 ήταν η χρονιά που κήρυξε τον πόλεμο σε όλους. Σύμφωνα με τον δικηγόρο- εγκληματολόγο και Αντιπρόεδρο του Κέντρου Μελέτης του Εγκλήματος, Διονύση Χιόνη, «ο Πάσσαρης αποτελεί ιδιαίτερη περίπτωση στα εγκληματολογικά χρονικά της Ελλάδας, τόσο για τα εγκλήματά του όσο και για τη στάση του απέναντι στο σύστημα της ποινικής δικαιοσύνης και την κοινωνία εν γένει. Κομβικά σημεία της εγκληματικής εξέλιξής του, στάθηκαν τόσο η χρόνια εξάρτησή του από σκληρά ναρκωτικά, που πιθανότατα τον οδήγησε στις ληστείες, όσο και η θανάτωση συνεργών του από αστυνομικούς, που προσωποποίησαν το μένος του έναντι ενστόλων, με τα γνωστά τραγικά αποτελέσματα».
Ελεύθερος από φυσικά και ηθικά δεσμά, ο Πάσσαρης θα γίνει πιο βίαιος από ποτέ. Στις 26 Φεβρουαρίου 2001, κλέβει από κατάστημα στην οδό Αναπαύσεως μία χιλιάρα Honda. Έπειτα από τρεις ημέρες, εμφανίζεται με συνεργό του σε πρακτορείο της ΔΕΗ στο Περιστέρι. Φοράει μαύρη κουκούλα και κρατάει στα χέρια του ένα εννιάρι Luger. Εξαναγκάζει τους τρεις υπαλλήλους να του παραδώσουν τα χρήματα, αλλά μάλλον δεν τους εμπιστεύεται και περνάει ο ίδιος πίσω από τα γκισέ, για να αδειάσει τα ταμεία που είχαν 3 εκατ. δραχμές. Εξαπολύει απειλές και βγαίνει τρέχοντας από το πρακτορείο. Ανεβαίνει στη μηχανή που οδηγεί ο συνεργός του.
Στο εσωτερικό του πρακτορείου της ΔΕΗ βρίσκεται ο φύλακας, ο οποίος μολονότι οπλοφορούσε, κατά τη διάρκεια της ληστείας επέλεξε να προσποιηθεί τον πελάτη. Μαζί μ' έναν υπάλληλο, θα επιχειρήσει να τον καταδιώξει, για να τον συλλάβει.Βρίσκει κάλυμμα πίσω από ένα αυτοκίνητο και πυροβολεί δύο φορές στον αέρα για εκφοβισμό, ενώ ο υπάλληλος τρέχει πίσω από τη μηχανή και πετάει ένα σιδερένιο τασάκι στον Πάσσαρη. Τότε, ο κακοποιός γυρίζει από τη θέση του συνεπιβάτη, σκοπεύει κατά του υπαλλήλου και πυροβολεί δύο φορές στο ψαχνό. Εν συνεχεία πυροβολεί κατά του φύλακα, αλλά αστοχεί. Ο υπάλληλος δεν στέκεται εξίσου τυχερός: η μία σφαίρα τον έχει βρει στο πόδι, αλλά η δεύτερη έχει καρφωθεί στον δεξιό πνεύμονα, στη βάση του περικαρδίου. «Τυφλό τραύμα του θώρακος προκληθέν δια βλήματος πυροβόλου όπλου από το οποίο επήλθε ο θάνατος», θα γνωματεύσει ο ιατροδικαστής.
Τη νύχτα της 24ης Απριλίου, ο Πάσσαρης θα κλέψει ένα σκούρο BMW από μάντρα πώλησης μεταχειρισμένων αυτοκινήτων στη Νίκαια. Στις 8:30 το βράδυ της 8ης Μαΐου, θα παρκάρει το BMW έξω από ταξιδιωτικό γραφείο επί της οδού Αριστείδου στον Πειραιά. Φορώντας την ίδια κουκούλα και κρατώντας το ίδιο όπλο, ο Πάσσαρης θα κολλήσει το εννιάρι του στον κρόταφο μίας υπαλλήλου. Με τη βάση του όπλου θα τη χτυπήσει στο πρόσωπο προκαλώντας της δύο θλαστικά τραύματα, ώστε να την εξαναγκάσει να του παραδώσει 200.000 δραχμές. Ο Πάσσαρης θα βγάλει την κουκούλα και θα υποχρεώσει την υπάλληλο να κλειστεί στην τουαλέτα.
Δύο ημέρες αργότερα, θα προβεί σε ένα από τα πιο ειδεχθή εγκλήματά του. Στις 6 το απόγευμα της 10ης Μαΐου, εμφανίζεται σε ξενοδοχείο ημιδιαμονής του Μοσχάτου μαζί με την 22χρονη εκδιδόμενη Blaga Slavcheva. Το επόμενο πρωί φεύγουν μαζί από το ξενοδοχείο, με τον Πάσσαρη να φορά στρατιωτική φόρμα με μπλε τσέπες στο πλάι, μπλε τζόκεϊ και να τοποθετεί το δεξί του χέρι στο πρόσωπο, ώστε να μην τον αναγνωρίσουν οι υπάλληλοι του ξενοδοχείου. Ο Πάσσαρης και η 22χρονη Blaga επιβιβάζονται στο κλεμμένο BMW και κατευθύνονται προς το Παλαιό Φάληρο.
Όταν φθάνουν στο άλσος του Τροκαντερό, ο Πάσσαρης αναγκάζει την 22χρονη να κατέβει. Φοβάται ότι τον έχει αναγνωρίσει από τις φωτογραφίες στα δελτία ειδήσεων. Σηκώνει το εννιάρι του και από απόσταση 50 εκατοστών την πυροβολεί στο κεφάλι. Σαν να μην τρέχει τίποτα, μπαίνει ξανά στο BMW και λίγη ώρα αργότερα –δεν έχουν περάσει καν δύο ώρες από τη δολοφονία- εντοπίζει ένα ταξιδιωτικό γραφείο επί της Ποσειδώνος. Έχει φορέσει γυαλιά οράσεως, για να αλλοιώσει τα χαρακτηριστικά του και φοράει χειρουργικά γάντια για να μην αφήσει δακτυλικά αποτυπώματα.
Υπό την απειλή όπλου αρπάζει 500 χιλιάδες δραχμές από τα ταμεία και αναγκάζει δύο γυναίκες υπαλλήλους να μπουν στην τουαλέτα, όπου τις κλειδώνει μέσα. Αμέσως μετά, κατευθύνεται στην πλατεία Ιπποδάμειας στον Πειραιά και μπουκάρει σαν ανεμοστρόβιλος σε κατάστημα χρωμάτων, απειλώντας την ιδιοκτήτρια και την κόρη της, για να του δώσουν τα λεφτά από το ταμείο (80 χιλιάδες δραχμές), ενώ τις οδηγεί στο υπόγειο, προτού διαφύγει. Όμως, η κόρη καταφέρνει να λυθεί και να ειδοποιήσει την Αστυνομία. Το πλήρωμα της Άμεσης Δράσης εντοπίζει το BMW του Πάσσαρη και ακολουθεί καταδίωξη. Τον στριμώχνουν σε αδιέξοδο και του φωνάζουν να βγει από το αυτοκίνητο με τα χέρια ψηλά. «Ήρεμα και αποφασιστικά έλαβε εις χείρας του ένα πιστόλι, το όπλισε και σκόπευσε προς το σημείο όπου ευρισκόμασταν με σκοπό να μας θανατώσει. Καλυφτήκαμε και διέφυγε στο σκότος», αναφέρει χαρακτηριστικά ο αστυφύλακας Δ. στην ένορκη κατάθεσή του.
Το φιάσκο της οδού Ιππάρχου
Η σύλληψη του Πάσσαρη έχει αναχθεί πλέον σε προσωπικό στοίχημα των υψηλόβαθμων αξιωματικών της ΕΛ.ΑΣ. Στα τέλη του Ιουνίου, στη ΓΑΔΑ καταφθάνουν πληροφορίες για άτομο που διαμένει στην οδό Ιππάρχου στον Νέο Κόσμο, το οποίο διακινεί ναρκωτικά και όπλα. Πάνοπλοι αστυνομικοί πραγματοποιούν έφοδο στο διαμέρισμα και συλλαμβάνουν τον 24χρονο Δ. Εντοπίζουν ένα Καλάσνικοφ, τρία πιστόλια, δύο χειροβομβίδες, φορητούς ασυρμάτους της Αστυνομίας και κατάσταση με τους κωδικούς συχνοτήτων της, δύο πιάτα με κοκαΐνη και μεγάλο αριθμό από σφαίρες.
Κατά την ανάκριση, ο 24χρονος σπάει και λέει ότι στο διαμέρισμά του τον επισκέπτεται κατά καιρούς ο Κώστας Πάσσαρης. Σημαίνει συναγερμός στην ΕΛ.ΑΣ. και η πληροφορία αξιολογείται ως σοβαρή. Έπειτα από απανωτές συσκέψεις, τα επιτελικά στελέχη αποφασίζουν να στήσουν παγίδα στον σκληρό κακοποιό. Εκφράζονται φόβοι για την ασφάλεια των περίοικων και επιλέγεται η «αντιπαράθεση» να γίνει μέσα στο διαμέρισμα. Επταμελής ομάδα της Ειδικής Κατασταλτικής Αντιτρομοκρατικής Μονάδας (ΕΚΑΜ), στέλνεται στην Ιππάρχου, όπου ξεκινάει η επιχείρηση ενέδρας του Πάσσαρη. Όταν ο Πάσσαρης φτάνει στον δρόμο, κανένας δεν τον σταματάει, θεωρούν ότι πρόκειται για ένοικο που άκουσε τους πυροβολισμούς και τρέχει αλαφιασμένος.
Με το δάχτυλο στη σκανδάλη
Τρίτη 31 Ιουλίου, 10.30 μ.μ., το διαμέρισμα του δεύτερου ορόφου στον Νέο Κόσμο είναι περικυκλωμένο από μυστικούς αστυνομικούς. Στους δρόμους έχουν τοποθετηθεί άνδρες της Ασφάλειας Αττικής. Μέσα στο διαμέρισμα περιμένουν οι επτά ΕΚΑΜίτες με τα όπλα στα χέρια. Αστυνομικός που συμμετείχε στην επιχείρηση θυμάται την ένταση που επικρατούσε στο δωμάτιο: «Η καρδιά μου χτυπούσε τόσο δυνατά που νόμιζα ότι μπορούν να την ακούσουν όλοι». Οι μυστικοί αστυνομικοί διαβιβάζουν μέσω ασυρμάτου ότι ένας ύποπτος άνδρας με μακριά μαλλιά και γυαλιά πλησιάζει την πολυκατοικία. Λίγη ώρα μετά, οι ΕΚΑΜίτες ακούν να ξεκλειδώνει η πόρτα και προτού ανοίξει τελείως, ένας από τους αστυνομικούς φωνάζει, «Αστυνομία, ακίνητος».
Πίσω από τη μισάνοιχτη πόρτα είναι ο Πάσσαρης, ο οποίος χωρίς κανέναν δισταγμό τραβάει το όπλο του. Οι ΕΚΑΜίτες πυροβολούν τρεις φορές χωρίς καμία σφαίρα να βρει τον στόχο της. «Η μία σφαίρα χτύπησε στη μεταλλική λαβή του όπλου που κρατούσε ο Πάσσαρης. Ήταν τυχερός», λέει ο αστυνομικός που ήταν στον Νέο Κόσμο τη μέρα εκείνη. Μολονότι ο Πάσσαρης έχει πέσει σε ενέδρα, δεν αιφνιδιάζεται και αντιδρά ακαριαία. Κλείνει την πόρτα και τρέχει προς την έξοδο. Οι ΕΚΑΜίτες δεν ενημερώνουν μέσω του ασυρμάτου, θεωρώντας ότι θα τον συλλάβουν οι συνάδελφοί τους.
Οι μισοί άνδρες των ΕΚΑΜ κατευθύνονται προς την οροφή και οι υπόλοιποι τον καταδιώκουν. Όταν ο Πάσσαρης φτάνει στον δρόμο, κανένας δεν τον σταματάει, θεωρούν ότι πρόκειται για ένοικο που άκουσε τους πυροβολισμούς και τρέχει αλαφιασμένος. Η τύχη συνεχίζει να χαμογελάει στον κακοποιό, όταν λίγα μέτρα μακριά από την πολυκατοικία περνάει ένα ταξί, στο οποίο επιβιβάζεται και διαφεύγει. Γυρνάει προς τα πίσω και βλέπει από το παρμπρίζ δεκάδες αστυνομικούς να τρέχουν προς το διαμέρισμα. Έξω από την πολυκατοικία στην οδό Ιππάρχου, οι αστυνομικοί έχουν σχηματίσει πηγαδάκια και προσπαθούν να καταλάβουν τι συνέβη, πώς κατάφερε να ξεφύγει ο Πάσσαρης. Δεν αργούν και οι μεταξύ τους αψιμαχίες, να δείχνει ο ένας τον άλλο με το δάχτυλο. Ο Κώστας Πάσσαρης, ο Νο. 1 καταζητούμενος της χώρας, είχε καταφέρει να ξεγλιστρήσει μέσα από τα χέρια της Αστυνομίας, με τρόπο που την εξέθεσε ανεπανόρθωτα.
Την επόμενη μέρα, ο αρχηγός της ΕΛ.ΑΣ., αντιστράτηγος Ιωάννης Γεωργακόπουλος, κάλεσε εκπροσώπους των ΜΜΕ στον δέκατο όροφο της ΓΑΔΑ, σε μία προσπάθεια να εξηγήσει τι πήγε στραβά. «Η πίεση του χρόνου -οι λίγες ώρες που είχαν οι αξιωματικοί της Αστυνομίας στη διάθεσή τους προκειμένου να σχεδιάσουν την επιχείρηση σύλληψης- που δεν τους έδωσε τη δυνατότητα εναλλακτικών σχεδίων, ώστε να καλυφθούν όλα τα ενδεχόμενα, ήταν ο βασικότερος λόγος που διέφυγε ο Πάσσαρης», θα πει ο αρχηγός της ΕΛ.ΑΣ. ο οποίος μερικές ώρες αργότερα θα παραιτηθεί, σε μία προσπάθεια να εκτονωθεί η πίεση προς την Αστυνομία και να ξεκινήσει η διαδικασία επούλωσης.
Η δολοφονία της γιατρού και οι πυροβολισμοί για ένα βλέμμα
Ο Πάσσαρης έχει πλέον μετατραπεί σε ανοιχτή πληγή για την ΕΛ.ΑΣ. μετά την ντροπιαστική διαφυγή από τον Νέο Κόσμο. Τα ίχνη του διαβόητου κακοποιού εντοπίζονται ξανά στις 11 Αυγούστου 2001. Κινείται με μοτοσικλέτα μεγάλου κυβισμού στην οδό Λυκούργου στην Καλλιθέα. Προπορεύεται ένα αυτοκίνητο, στο οποίο επιβαίνει ένας Αλβανός υπήκοος με την κοπέλα του. Καθώς πραγματοποιεί ελιγμούς για να παρκάρει το αυτοκίνητο, ο Πάσσαρης προσεγγίζει το αυτοκίνητο και καρφώνει με τα μάτια του τον οδηγό. «Θες κάτι;», τον ρωτάει ο οδηγός, για να του απαντήσει ο Πάσσαρης, καθώς βγάζει το όπλο του, «γιατί ρε, τι θέλεις;». Χωρίς δισταγμό, πυροβολεί τον οδηγό και την κοπέλα του. Ο άνδρας πάτησε γκάζι για να διαφύγει, αλλά ακόμη και τότε ο Πάσσαρης συνέχισε να πυροβολεί. Μία από τις σφαίρες βρήκε τη νεαρή συνοδηγό στην περιοχή της ωμοπλάτης.
Στις 4 το μεσημέρι της 28ης Αυγούστου, ο Πάσσαρης μπαίνει σε φαρμακείο επί της οδού Πιπίνου στην Κυψέλη. Η φαρμακοποιός τον ρωτά εάν θέλει κάτι, εκείνος δεν απαντά και αποχωρεί. Μισή ώρα μετά, μπαίνει ξανά στο φαρμακείο, στο οποίο βρίσκεται η φαρμακοποιός και η -γιατρός στο επάγγελμα- αδερφή της και φωνάζει, «Μην κουνηθείτε». Δεν απαντά στις ερωτήσεις των δύο γυναικών και όταν αυτές κινούνται προς το μέρος του, βγάζει το όπλο και τις πυροβολεί από απόσταση μισού μέτρου. Ο Πάσσαρης δεν παίρνει ούτε τα χρήματα από την ταμειακή ούτε τα φάρμακα από τα ράφια. Απλά, τις πυροβόλησε και έφυγε. Η γιατρός τραυματίστηκε θανάσιμα, ενώ η φαρμακοποιός γλίτωσε τον κίνδυνο έπειτα από σειρά επεμβάσεων.
Σύμφωνα με μαρτυρικές καταθέσεις που περιλαμβάνονται στο Βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών, η φαρμακοποιός, προτού χάσει τις αισθήσεις της, προσπάθησε να κλειδώσει το κατάστημα (προφανώς με κάποιον αυτόματο μηχανισμό) αλλά ο Πάσσαρης κατάφερε να διαφύγει, ενώ οι περίοικοι φώναζαν, «Αυτός είναι ο κλέφτης, πιάστε τον». Ο καθηγητής Εγκληματολογίας, Γιάννης Πανούσης, εξηγεί ότι το χαρακτηριστικό του Πάσσαρη ήταν η παντελής έλλειψη οίκτου. «Να σκοτώσεις επειδή διευκολύνει το έγκλημα ή τη φυγή σου, το καταλαβαίνω. Η κυνικότητα που έδειχνε ο Πάσσαρης, οι εκτελέσεις χωρίς λόγο, τον κατατάσσουν μεταξύ των εγκληματιών που βγήκαν εκτός ορίων», λέει ο γνωστός εγκληματολόγος.
Ο εγκληματολόγος Διονύσης Χιόνης, ο οποίος γνωρίζει σε βάθος την υπόθεση «Πάσσαρης», απορρίπτει τις θέσεις περί «γεννημένου εγκληματία», τις οποίες χαρακτηρίζει απολιθωματικές. Όπως εξηγεί: «Η κατάταξη του Πάσσαρη σε μία από τις εγκληματολογικές θεωρίες μοιάζει αδύνατη, επειδή δεν υπάρχει ολοκληρωμένη θεωρητική κατασκευή που να μπορεί να χωρέσει τέτοιες περιπτώσεις. Μόνο πολυπαραγοντικές προσεγγίσεις είναι δυνατές και πάλι μέχρι έναν βαθμό, δεδομένου ότι δεν γνωρίζουμε μετά βεβαιότητας τόσα πολλά για τα πρώτα χρόνια της ζωής του.
Ασφαλέστερη ερμηνευτική οδό παρέχουν κυρίως κοινωνιολογικές θεωρίες, δεδομένου ότι ο Πάσσαρης προέρχεται από ένα δύσκολο και αρνητικό περιβάλλον (ορφανός από μητέρα σε πολύ μικρή ηλικία, παραβατικός πατέρας, οικονομική ένδεια, έλλειψη εκπαίδευσης και ισχυρών δεσμών), ενεπλάκη από μικρή ηλικία με το σύστημα ποινικής δικαιοσύνης και γνώρισε νωρίς τον ποινικό σωφρονισμό, που αποδεδειγμένα συνδέεται με μεταγενέστερη πολυ-υποτροπή (τέλεση νέων βαρύτερων εγκλημάτων). Είναι δεδομένο ότι το έγκλημα μαθαίνεται ως συμπεριφορά και από τη συναναστροφή με ακατάλληλα περιβάλλοντα (οικογένεια, γειτονιά, φυλακή), η έλλειψη ευκαιριών πρόσβασης σε κοινωνικά αγαθά (εκπαίδευση, εργασία, κτλ) δημιουργεί συνθήκες ανομίας που οδηγούν στο έγκλημα και η κοινωνική περιθωριοποίηση ευνοεί την ανάπτυξη της υποκουλτούρας της βίας, ακόμη και σε ακραία μορφή, όπως εν προκειμένω».
Η σύλληψη στη Ρουμανία
Με την ΕΛ.ΑΣ. να τον αναζητά παντού, ο Πάσσαρης διαφεύγει -άγνωστο πώς- στο Βουκουρέστι. Τον Νοέμβριο του 2001, εισβάλλει σε ανταλλακτήριο συναλλάγματος, μαζί με δύο Ρουμάνους συνεργούς του, αρπάζοντας το ποσό των 2.500 δολαρίων και αφήνοντας πίσω του δύο νεκρούς. Όμως, κατά τη ληστεία, του πέφτει το τηλέφωνο και η Αστυνομία καταφέρνει εύκολα να βρει την τελευταία κλήση. Φθάνουν σε έναν συνεργό του κακοποιού και όταν αυτός επικοινωνεί με τον Πάσσαρη, οι αστυνομικοί ακούνε τη συνομιλία τους.
Ωστόσο, ο Πάσσαρης καταλαβαίνει ότι είναι παγίδα και λέει στο τηλέφωνο ότι έχει φύγει από το Βουκουρέστι, προσπαθώντας να παραπλανήσει τις Αρχές. Όταν φθάνει στη Ρουμανική Αστυνομία η πληροφορία ότι κρύβεται σε σπίτι, αποφασίζεται έφοδος, η οποία καταλήγει στη σύλληψή του. Οι εικόνες που μεταδίδουν τα ρουμανικά ΜΜΕ δείχνουν έναν τσακισμένο, αλλά όχι υποταγμένο Πάσσαρη. Τα μάτια του πετάνε φλόγες, σαν να υπόσχονται ότι θα εκδικηθεί ξανά. Τελικά, παίρνει τον δρόμο για τις φυλακές-κόλαση στην πόλη Κραϊόβα, στις οποίες παραμένει φυλακισμένος μέχρι και σήμερα.
Πρώτη δημοσίευση: Vice.com (6/2/2017)
Πηγή: ethnos.gr
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ: Μπλόκο των ρουμανικών Αρχών στην έκδοση Πάσσαρη στην Ελλάδα