Η Υφυπουργός Προστασίας του Πολίτη Κατερίνα Παπακώστα-Σιδηροπούλου παραχώρησε σήμερα συνέντευξη στον τηλεοπτικό σταθμό της Βουλής των Ελλήνων και στην εκπομπή «Πρωινή Ανάγνωση» με την δημοσιογράφο Κέλλυ Κοντογεώργη.
[custom:google-ads]
Για την κριτική που ασκεί η αξιωματική αντιπολίτευση στον τομέα της ασφάλειας, η Υφυπουργός, μεταξύ άλλων, δήλωσε: «Το θέμα της ασφάλειας είναι ένα πάρα πολύ σημαντικό ζήτημα. Οφείλει ο κάθε καλόπιστος και αναφέρομαι στους καλόπιστους, να αναγνωρίσει ότι γίνεται μια τεράστια προσπάθεια και έχει δοθεί μια πολύ μεγάλη έμφαση στο θέμα της εμφανούς αστυνόμευσης. […] Σίγουρα το θέμα της ασφάλειας ‘‘πουλάει’’. […] Θα αναγνώριζα ότι υπήρχε καλόπιστη, ενδεχομένως, κριτική πρώτον εάν υπήρχε πρόταση, δηλαδή τί θεωρούν ότι δεν γίνεται και θα το έκαναν αυτοί και δεύτερον, θα δεχόμουν αυτή την κριτική εάν προερχόταν από μια πτέρυγα της Βουλής, η οποία δεν είχε υπάρξει στην διακυβέρνηση της χώρας και η οποία δεν είχε κληρονομήσει σε μας μια σειρά από χρονίζοντα ζητήματα τα οποία είναι υπαρκτά και επιλύουμε καθημερινά.[…] Η κριτική αδικεί τα Σώματα Ασφαλείας και ειδικότερα την Ελληνική Αστυνομία.
Για την κατάσταση που επικρατεί στα Εξάρχεια, δήλωσε: «Απελευθερώνουμε κτήρια τα οποία για πάρα πολλά χρόνια είχαν αφεθεί στην τύχη τους. […] Έχουμε ένα συνολικό επιχειρησιακό σχεδιασμό για όλη τη χώρα, όπου δεν θέλουμε να υπάρχει παραβατικότητα ή εστίες παραβατικότητας ή εν δυνάμει εστίες παραβατικότητας. […] Είναι Κοινωνικό Δικαίωμα η Ασφάλεια των Πολιτών.[…] Υπάρχει διαφορά στην Πολιτική Βούληση που εκφράζεται, από εμάς. Η Πολιτική Βούληση είναι όλες οι γειτονιές να αναδείξουν τις ομορφιές τους, όλες οι γειτονιές να είναι ασφαλείς και μάλιστα με έμφαση αυτές του κέντρου».
Ερωτηθείσα για το κύκλωμα των φυλακών, είπε μεταξύ άλλων: «Εγώ δεν έχω αντιπαράθεση με κανέναν πολίτη. […] Είμαι καλόπιστη σε αυτά που ακούω και με ενημερώνουν. […] Αναφερόμουν στο επικίνδυνο αυτό κύκλωμα που λυμαινόταν τις φυλακές τόσα χρόνια και υπό την έννοια αυτή συνεχάρην την υπηρεσία μας, διότι αυτό νομίζω ότι έπρεπε να κάνω και στο πλαίσιο αυτό εξέφρασα τα αισθήματα μου, για το γεγονός ότι είχαμε και συνάδελφο ο οποίος δολοφονήθηκε και συναδέλφους οι οποίοι προφυλακίστηκαν. […] Εμείς οι Πολιτικοί και οι διακεκριμένοι πολίτες αυτής της χώρας, δεν πρέπει να δίνουμε την εντύπωση, δε λέω ότι είναι έτσι, αλλά δεν πρέπει να δίνουμε την εντύπωση, με την στάση μας και την συμπεριφορά μας, ότι επιδιώκουμε ιδιαίτερη ποινική ή δικονομική μεταχείριση, σε σχέση με τους άλλους πολίτες».
Αναφορικά με την συμμετοχή της Νέας Ελληνικής Ορμής στις ευρωεκλογές, τόνισε: «Εμείς ανήκουμε στην κεντροδεξιά , στην κοινωνική και φιλελεύθερη δεξιά και δεν ασπαζόμαστε δόγματα του τύπου ‘‘να κόψουμε εργασιακά δικαιώματα’’.[…] Δεν θεωρούμε ότι σε καμία περίπτωση πρέπει να στηρίξουμε μια ελίτ και όχι τους αδύνατους και ευαίσθητους. Εμείς στηρίζουμε την δεύτερη κατηγορία. Άρα έχουμε έναν διαφορετικό πολιτικό φορέα και από τον ΣΥΡΙΖΑ και από την Νέα Δημοκρατία.[…] Εμείς θέλουμε να κατέβουμε στις ευρωεκλογές με συνεργασίες με άλλους που ασπάζονται τις ίδιες απόψεις με εμάς.[…] Με φορείς, κινήματα και προσωπικότητες. […] Κατεβαίνουμε στις ευρωεκλογές για να αναχαιτίσουμε τον κυνικό νεοφιλελευθερισμό του Κυριακού Μητσοτάκη, για παράδειγμα, ή για να μην αφήσουμε να περάσει μια αντίληψη ότι στην Ευρώπη περίπου όλα είναι χύμα.[…] Όποιος δεν καταφέρει να συγκλίνει και να συνυπάρχει με τους άλλους, σημαίνει ότι διακρίνεται από ένα μεγαλοϊδεατισμό και ένα πολιτικό αμοραλισμό και μια αλαζονεία, η οποία δεν τον καθιστά χρήσιμο.[…] Η κ. Γεννηματά θέλει να μονοπωλήσει αυτό που ονομάζεται προοδευτικός χώρος, λες και τα άλλα κόμματα δεν είναι προοδευτικά. Όσοι ανήκουν στο λεγόμενο δημοκρατικό τόξο θεωρώ ότι είναι προοδευτικά κόμματα. Εγώ συζητώ με όλους εκτός από τους ακραίους.[…] Η συζήτηση αυτή δεν γίνεται σε προσωπικό επίπεδο.[…] Να συγκλίνουμε σε τρία πράγματα. Να πιστεύουμε σε ισχυρό δίχτυ κοινωνικής προστασίας.[…] Διαφάνεια στον δημόσιο βίο. […] Να έχουμε μια ισχυρή οικονομία, έτσι ώστε η χώρα μας να είναι ηγέτιδα δύναμη στην Νοτιοανατολική Ευρώπη και στα Βαλκάνια».
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ: Ο παραλογισμός της εποπτείας