Στο Noratlas 6 επικρατούσε απόλυτη σιωπή, κανένας από τους 27 καταδρομείς που ήμασταν στοιβαγμένοι στην κοιλιά του σκάφους δεν μιλούσε. Τα φώτα στο εσωτερικό του μεταγωγικού ήταν όλα σβηστά και μόνο κάνα δυο «σειρές» αψηφώντας τις εντολές είχαν ανάψει τσιγάρο. Ακουγόταν μόνο ο βόμβος των κινητήρων του αεροπλάνου...
Ο Παύλος Τσόγκας από τον Κρόκο Κοζάνης, λοχίας της Α΄ Μοίρας Καταδρομέων που την νύχτα της 21ης Ιουλίου 1973 μεταφέρθηκε στην Κύπρο για την υπεράσπιση του αεροδρομίου της Λευκωσίας, μιλά για πρώτη φορά και περιγράφει στο ΑΠΕ - ΜΠΕ, την προετοιμασία της επιχείρησης, τη μεταφορά τους στην Κύπρο, το πώς βλήθηκε το αεροσκάφος τους από αντιαεροπορικά πυρά, τον τραυματισμό του και τις προσπάθειες του ιδίου και άλλων τραυματιών να κρατηθούν ζωντανοί.
Η ιστορία του Παύλου είναι άγνωστη στην Κοζάνη, όπως άγνωστη ήταν μέχρι και πριν από ορισμένα χρόνια η ιστορία των καταδρομέων της Α΄ Μοίρας, που υλοποιώντας το σχέδιο μιας παράτολμης επιχείρησης που έφερε την κωδική ονομασία «Επιχείρηση ΝΙΚΗ», είχε ως αποτέλεσμα το θάνατο 32 εξ αυτών, όταν δύο μεταγωγικά αεροσκάφη, το «Noratlas 4» και το «Noratlas 6», κατά τη διάρκεια της προσγείωσης τους στο αεροδρόμιο της Λευκωσίας θεωρήθηκαν ως εχθρικά και κτυπήθηκαν κατά λάθος από αντιαεροπορικά πυρά της κυπριακής αεράμυνας που υπεράσπιζε το αεροδρόμιο.
«Από το αεροδρόμιο της Σούδας φύγαμε λίγο μετά τις 11 το βράδυ, έχουν περάσει περίπου δυο ώρες και ο Λοχαγός Σταύρος Μπένος μας δίνει εντολή να ετοιμαστούμε γιατί πλησιάζουμε στο αεροδρόμιο της Λευκωσίας. Τα πυρομαχικά μας και τα όπλα τα είχαμε στοιβαγμένα πίσω από το πιλοτήριο, μόλις έχουμε σηκωθεί αρχίζοντας την προετοιμασία, ένοιωσα ένα θόρυβο κάτι σαν συνεχόμενα κτυπήματα στο σκάφος, στην αρχή δεν έδωσα σημασία γιατί είμαστε σε διαδικασία προσγείωσης αλλά αμέσως μετά ένα μεγάλο τράνταγμα ταρακούνησε το σκάφος. Άρχισαν να βγαίνουν καπνοί και σε ορισμένα σημεία είδαμε φωτιά».
Ο Παύλος Τσόγκας παραδέχεται ότι όλοι κατάλαβαν ότι το σκάφος κτυπήθηκε στην κοιλιά από αντιαεροπορικά πυρά, αλλά ποιοι τους χτύπησαν θα το ανακάλυπταν λίγο αργότερα. Στο εσωτερικό του σκάφους αρχικά επικράτησε πανικός, αλλά η στεντόρεια φωνή του λοχαγού Μπένου και η εντολή «σβήστε τώρα τη φωτιά» εξισορρόπησε λίγο τα πράγματα. «Θυμάμαι ότι έβγαλα το παγούρι από τη ζώνη μου και εκεί που άρχισα να ρίχνω νερό στη φωτιά, έχασα τον κόσμο από τα ματιά μου και έπεσα στο πάτωμα».
Τον ρώτησα εάν κατάλαβε ότι είχε τραυματιστεί η εάν ένοιωσε πόνο σε κάποιο σημείο του σώματός του αλλά ο 67χρονος σήμερα Παύλος δεν κατάλαβε ότι είχε κτυπηθεί, «λίγο πριν χάσω τις αισθήσεις μου σαν να ένιωσα μια μικρή γλυκιά μέθη ή κάτι σαν ευθυμία».
Το «ΝΙΚΗ 6» χωρίς να το γνωρίζει ο 19χρονος τότε Παύλος αλλά και πολλοί άλλοι καταδρομείς, εξαιτίας των πυρών που είχε δεχτεί από την ελληνοκυπριακή αεράμυνα έχει χάσει και τους δύο κινητήρες και προσγειώνεται στο αεροδρόμιο χάρη στη δεξιοτεχνία και τον επαγγελματισμό των χειριστών της ΠΑ. Δέκα λεπτά νωρίτερα το Nίκη 4 κτυπήθηκε με μεγαλύτερη σφοδρότητα από τα αντιαεροπορικά πυρά έπιασε φωτιά στον αέρα και συνετρίβη στο λόφο της Μακεδονίτισσας. Είκοσι έξι καταδρομείς και 4 αξιωματικοί από το πλήρωμα του αεροσκάφους είναι νεκροί, ενώ μοναδικός επιζών είναι ο καταδρομέας Θανάσης Ζαφειρίου ο οποίος φλεγόμενος πήδηξε από το σκάφος λίγο πριν συντριβεί στο έδαφος.
Από το Νίκη 6, δύο στρατιώτες είναι νεκροί και 10 τραυματίες που φέρουν σοβαρά η ελαφρότερα τραύματα θα μεταφερθούν στο νοσοκομείο της Λευκωσίας, ανάμεσά τους είναι και ο Παύλος Τσόγκας.
Η τραγική κατάληξη της επιχείρησης οφείλεται στην πρωτοφανή καθυστέρηση που επέδειξαν στο Αρχηγείο Ενόπλων Δυνάμεων, το σημερινό ΓΕΕΘΑ. στην Αθήνα να ενημερώσουν το γενικό αρχηγείο Λευκωσίας, ότι έρχονται ενισχύσεις, το έκαναν μόλις στις 01:00, με το σήμα «Έρχονται τα 15 πορτοκάλια». Έτσι η αντιαεροπορική άμυνα του αεροδρομίου αρχικά δεν είχε ενημέρωση, με αποτέλεσμα να θεωρήσουν ότι τα αεροσκάφη που πέταγαν ήταν τουρκικά.
Η ιστορία του Παύλου και το πώς βρέθηκε στο νοσοκομείο έχει όλα τα σπουδαία χαρακτηριστικά ανθρωπιάς και αλληλεγγύης που παραμένουν ζωντανά στην αγριότητα του πολέμου και της μάχης.
«Ξύπνησα από μια άγρια φωνή που έφτανε στα αφτιά μου "Παύλο, Παύλο πού είσαι;" Δυο καταδρομείς είχαν μπει μέσα στο σκάφος και έψαχναν για τραυματίες και νεκρούς, μόλις άκουσα το όνομα μου τους είπα ένα ξεψυχισμένο ''Ναι.. εδώ..'' και αμέσως με πήραν και με κατέβασαν από το αεροπλάνο. Ο στρατιώτης Κουτσονάκης ήταν αυτός που τον κατέβασε από το τρυπημένο αεροσκάφος και ο Παύλος δεν ξεχνά πως έξι μήνες μετά τα γεγονότα της Κύπρου αντάμωσαν, «μου έδειχνε με τα χέρια του πώς με χτυπούσε στο κράνος για να ξυπνήσω από τον λήθαργο του τραύματος. Κρίμα όμως, αυτό το παλικάρι συγχωρέθηκε αρκετά νέος»
« Ήταν τρεις πάρα... το πρωί και το δροσερό αεράκι με ξύπνησε για καλά, δεν αισθανόμουν να πονάω πάρα ένιωθα μόνο εξάντληση. Εκείνη την ώρα με πλησιάζει ο στρατιώτης Δημητρίου από την Καρδίτσα και μου λέει ότι πρέπει φύγουμε να ακολουθήσουμε τους άλλους. Προσπάθησα να σηκωθώ αλλά δεν μπορούσα να κρατηθώ όρθιος, έπεσα στο έδαφος είχα χάσει και αρκετό αίμα από το δεξί πόδι μου».
Θυμάται με ευγνωμοσύνη το θάρρος και την αποφασιστικότητα που έδειξε ο συνάδελφός του. «Μου ζήτησε να αφήσω το όπλο μου και παρότι ήταν κοντύτερος από μένα με πήρε στους ώμους του και άρχισε να τρέχει προς τη μεριά που φαινόταν ο διάδρομος του αεροδρομίου». Οι δύο άνδρες έπρεπε να τον διασχίσουν γρήγορα, να περάσουν στην άλλη πλευρά ενώ την ίδια ώρα συνεχίζονταν οι αφίξει ελληνικών αεροσκαφών και υπήρχε σοβαρός κίνδυνος για τη ζωή τους. Κάποια στιγμή κουράστηκε και μ 'άφησε στο έδαφος, αλλά στη θέα ενός Noratlas που πλησίαζε δεν ξέρω πού βρήκα τη δύναμη και κρατώντας τον από τον ώμο αρχίσαμε να τρέχουμε σαν τρελοί μέχρι που φτάσαμε στην άλλη πλευρά του διαδρόμου όπου κατέρρευσα από την εξάντληση. Στις πέντε τα ξημερώματα εμφανίστηκαν τα πρώτα ασθενοφόρα για να μας πάρουν». Ο Παύλος άκουγε τα βογγητά και τις κραυγές των άλλων τραυματιών «αλλά δεν είμαι σίγουρος εάν αυτό που μ 'έκανε να νοιώθω τόσο πολύ τον πόνο, ήταν ο φόβος του θανάτου η το τραύμα στο πόδι μου που είχε αρχίσει να παγώνει».
Στο νοσοκομείο της Λευκωσίας έμεινε δέκα ημέρες, του έβαλαν νάρθηκα στο πόδι και άρχισε να περπατά στους διαδρόμους με τις πατερίτσες. Ένα πρωί κάποιος του νοσοκομείου τούς λέει σε ένα απομακρυσμένο θάλαμο «νοσηλεύεται ένας δικός σας σε κακή κατάσταση»'. «Μας δείχνουν τον καταδρομέα Θανάση Ζαφειρίου» τον μοναδικό επιζώντα από το Νίκη 4. Η φωνή του Παύλου αλλάζει όταν αναφέρεται στην εικόνα του πολυτραυματία. «Δεν θα ξεχάσω ποτέ στη ζωή μου αυτή την εικόνα, πώς είναι όταν βλέπεις ένα κούτσουρο καμένο μέσα σ' ένα χωράφι; έτσι ήταν το σώμα του Θανάση.... Ο ίδιος ακούνητος, αμίλητος και από το καμένο δέρμα να τρέχουν υγρά. Τις επόμενες ημέρες ο Θανάσης μεταφέρθηκε με αεροπλάνο στην Αθήνα και πάρα τα πολλαπλά κατάγματα και τα εγκαύματα κατάφερε να βγει νικητής. Έφυγε από την ζωή το Σεπτέμβριο 2016.
Στις 2 Αυγούστου του 1973 με πολιτικό πλοίο της γραμμής οι πιο ελαφρά τραυματίες μεταφέρονται στον Πειραιά και απευθείας στο 401 στρατιωτικό νοσοκομείο της Αθήνας. Ο Παύλος Τσόγκας ένα μήνα μετά θα επιστρέψει στη μονάδα του στο Μάλεμε της Κρήτης και στη συνέχεια στο Ναυτικό νοσοκομείο όπου θα κάνει δύο ακόμη επεμβάσεις για να αφαιρέσει δυο μεγάλα θραύσματα που έχουν μείνει στο ποδιού του. Θα απολυθεί από το στρατό το Νοέμβριο του 1974 και θα επιστρέψει στο σπίτι του στο Κρόκο Κοζάνης.
Μεσημέρι 21ης Ιουλίου 1973
Αλήθεια, γνωρίζατε ότι πηγαίνατε στην Κύπρο να πολεμήσετε τον ρώτησα; «Δεν μας το είπαν από την αρχή, μας μιλούσαν με μισόλογα». Ήταν μεσημέρι προς το απόγευμα όταν τους ενημέρωσαν στην Μοίρα ότι πρέπει να ετοιμάσουν οπλισμό και πυρομαχικά για να πάνε στα νησιά. «Ναι έτσι μας είπαν... ότι θα πάμε στα νησιά... Το πιστέψαμε γιατί κάτι είχαμε ακούσει από την προηγούμενη μέρα στα ραδιόφωνα, χωρίς να σκεφτούμε περισσότερο, είχαμε και την αφέλεια των 19χρονων παιδιών». Το απόγευμα το στρατόπεδο γέμισε από τουριστικά λεωφορεία, «βάλαμε τα πράγματα μας και ξεκινήσαμε για το αεροδρόμιο της Σούδας». Ο Παύλος θυμάται ότι είχε βραδιάσει, «στα λεωφορεία τραγουδούσαμε το ''πότε θα κάνει ξαστεριά'' ενώ απ' όπου περνούσαμε στους δρόμους στα μαγαζιά και τις καφετέριες ο κόσμος μάς χειροκροτούσε».
Ο Παύλος υποστηρίζει ότι οι Κρητικοί γνώριζαν τι γίνεται, γι' αυτό και τους επεφύλαξαν τέτοιο θερμό αποχαιρετισμό. Τα λεωφορεία εισήλθαν στο αεροδρόμιο κι «είδαμε πάνω από είκοσι αεροσκάφη μεταγωγικά παραταγμένα στη σειρά να περιμένουν. Στεκόμαστε σε παράταξη όλη η Μοίρα με τους επικεφαλής και θυμάμαι τον αξιωματικό Πλάτωνα Κολοκοτρώνη να ανεβαίνει στο τρίτο σκαλοπάτι της πόρτας ενός noratlas για να μας μιλήσει. "Κύριοι, η Μοίρα μας έχει σοβαρή αποστολή, πάμε στην Κύπρο". Εκεί παγώσαμε για πρώτη φορά όλοι και οι θαρραλέοι και οι μη θαρραλέοι. Ο Παύλος θυμάται ότι δεν υπήρξε ενημέρωση για το τι θα κάνουμε εκεί και ποια θα είναι η επιχείρηση στην οποία θα συμμετάσχουμε. Μπήκαμε στο αεροπλάνο βάλαμε τα πυρομαχικά μας πίσω από το πιλοτήριο και απ' ό,τι θυμάμαι τα αεροσκάφη ξεκίνησαν με σβηστά φώτα».
Κοιτάζει συνεχώς ένα απόκομμά της εφημερίδας με τις φωτογραφίες των νεκρών παλικαριών του «Νίκη 4» και του «Νίκη 6» και μου εξομολογείται ότι από τύχη βρίσκεται στη ζωή. Ότι θα μπορούσε να κάθεται στη θέση των δύο νεκρών παλικαριών από το «Νίκη 6» εάν ο λοχαγός του επέτρεπε ως αρχηγός της ομάδας του να εισέλθει πρώτος στο αεροσκάφος. Ο Σπυρίδωνας Νόμπελης και ο Κωνσταντίνος Οικονομάκης είναι οι δύο καταδρομείς που πέθαναν από τα πυρά που δέχτηκε το Νίκη 6 κατά την προσγείωση στο αεροδρόμιο της Λευκωσίας.
Ο Παύλος Τσόγκας το 1974 επέστρεψε στο χωριό του τον Κρόκο Κοζάνης και συνέχισε να ασχολείται ως τεχνίτης της γούνας και λίγο με τις αγροτικές εργασίες. Έκανε οικογένεια και προσπάθησε να μεγαλώσει τα τρία του παιδιά. Μετά από χρόνια και από πιέσεις του ίδιου αλλά και πολλών άλλων συμπολεμιστών του που τραυματίστηκαν στην Κύπρο και αντιμετώπιζαν κινητικά προβλήματα έως και σωματική αναπηρία από τα τραύματα, το 1988 προσλαμβάνεται ως κλητήρας στον ΑΗΣ Καρδιάς.
Ο Παύλος ενώ μαζεύει τις φωτογραφίες που έχει απλωμένες στο γραφείο, τον ακούω να μονολογεί «Την ιστορία μας την ξέρουν ελάχιστοι». Και γυρίζοντας το πρόσωπο του, μου ζητά να μην ξεχάσω να γράψω ότι ως «τμήμα αυτοκτονίας μάς είχαν δηλώσει στην επιχείρηση Νίκη, χωρίς εμείς να το γνωρίζουμε».
ΑΠΕ-ΜΠΕ