Παράκαμψη προς το κυρίως περιεχόμενο
Εικόνα
20:29 | 27/12/2015

«Αγωνίστηκα να ξεφύγω από το πνιγηρό καθεστώς της πατρίδας μου, από τη στενομυαλιά και τον απόλυτο έλεγχο της Μαροκινής κοινωνίας. Το μόνο που ζητούσα ήταν ελευθερία να ζήσω όπως εγώ ένοιωθα ότι αξίζει να ζεις. Εδώ μου είπαν ότι είμαι οικονομικός μετανάστης. Πως είμαι παράνομος. Αναζητούσα ένα μέλλον και με φυλάκισαν».

Ο Γιούσεφ Μασμούχ είναι 22 χρονών. Φορά μια γκρίζα, φθαρμένη γκαμπαρντίνα. Αυτή η γκαμπαρντίνα, ένα μαύρο τζιν, ένα πουλόβερ, ένα μακό κι ένα ζευγάρι μαύρα αθλητικά παπούτσια είναι η μοναδική του ασπίδα ενάντια στο κρύο που επικρατεί στο κέντρο κράτησης Κορίνθου, όπου βρίσκεται κλεισμένος τις τελευταίες 6 ημέρες. Δεν είναι αρκετά με τόσο κρύο. Ό,τι φοράει όμως κι ένα Samsung Galaxy κινητό, είναι τα μοναδικά του υπάρχοντα.

Του μιλώ πίσω από τα μεταλλικά συρματοπλέγματα στην περιφραγμένη αυλή του κέντρου κράτησης Κορίνθου. Έχει βάλει το όνομά μου στη λίστα του επισκεπτηρίου από χθες. Το επισκεπτήριο είναι αυστηρό: 4 με 6 το απόγευμα. Το πρόσωπό του είναι σκυθρωπό. Οι μαύροι κύκλοι κάτω από τα μάτια του μαρτυρούν τις άγρυπνες νύχτες που έχει περάσει. Γιατί ο Γιούσεφ δεν μπορεί να κοιμηθεί στο κελί που βρίσκεται. Ακόμη και το σώμα του καμπούριασε, σαν να λύγισε από κάποιο ασήκωτο βάρος που μόνο εκείνος ξέρει πως κουβαλάει.

 

Τις τελευταίες μέρες, ζει μέσα σε ένα κελί 15 τετραγωνικών μέτρων, μαζί με άλλους δώδεκα άνδρες. Χωρίζει τη μέρα του στις ώρες που βγαίνει «στον ήλιο»: δύο το πρωί και δύο το απόγευμα. Σ' αυτές και στα τρία γεύματα που μοιράζουν οι αστυνομικοί στις 8 το πρωί, στις 2 το μεσημέρι και στις 6 το απόγευμα. «Οι μέρες μπλέκονται η μία με την άλλη», μου λέει, όταν τον ρωτώ πώς είναι «μέσα». «Ο χρόνος χάνεται, γαμημένη κατάσταση, αυτό είναι», λέει κουνώντας το κεφάλι του δεξιά και αριστερά, σαν να μην μπορεί να το πιστέψει ότι δεν είναι πια ελεύθερος.

«Χθες οι αστυνομικοί μας είπαν να γράψουμε τα ονόματά μας σε ένα χαρτί. Μας είπαν ότι φτιάχνουν μία λίστα επιστροφών και πως θα τηρηθεί σειρά προτεραιότητας. Τουλάχιστον όμως για ένα μήνα λένε πως δεν θα φύγει κανείς. Φοβάμαι. Πώς θα επιβιώσουμε εδώ μέσα;», με ρωτά. Ολόκληρο το είναι του εκπέμπει την ένταση που νοιώθει. «Γνώρισα έναν Πακιστανό που βρισκόταν εδώ, στη φυλακή, πριν από εμάς. Τον ρώτησα πόσο καιρό είναι εδώ. Μου είπε δέκα μήνες. Τα έχασα. "Θα γίνω κι εγώ σαν αυτόν" σκέφτηκα. "Θα σαπίσω σ' αυτό το κελί"».

Μου εξηγεί πως η «φυλακή» έχει αρχίσει να γεμίζει. «Την Τετάρτη έφεραν εβδομήντα άτομα περίπου από την Αθήνα. Σήμερα το πρωί, ήρθαν άλλα δύο λεωφορεία με Μαροκινούς και κάποιους Αλγερινούς. Μας είπαν ότι τους συνέλαβαν στη Λέσβο, τους έδεσαν τα χέρια με χειροπέδες και ταξίδεψαν έτσι, συνοδεία της αστυνομίας στο καράβι. Από τον Πειραιά τους έφεραν κατευθείαν εδώ. Πού θα πάει αυτή η κατάσταση;», με ρωτά και η απόγνωση που τον έχει κυριέψει είναι σχεδόν χειροπιαστή.

«Πες μου για την πατρίδα σου», του ζητώ. Μου λέει πως γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Καζαμπλάνκα. «Η Αθήνα μου την θυμίζει πολύ, όμως είναι πιο καθαρή και λιγότερο χαοτική. Η Καζαμπλάνκα πνίγεται στα σκουπίδια». Τα παιδικά του χρόνια ήταν δύσκολα. Το περιβάλλον του το περιγράφει «σκληρό», «ανελεύθερο», «αυστηρό». «Συνειδητοποίησα πολύ νωρίς πως με χώριζαν πολλά από τους γονείς μου: θρησκευτικά, πολιτικά και ιδεολογικά πιστεύω και απόψεις. Αποστάσεις μεγάλες που δύσκολα θα γεφυρώνονταν. Η κουλτούρα τους, η θρησκεία τους, δεν τους το επέτρεπαν. Κάποια στιγμή στράφηκα και στον ρασταφαριανισμό. Τότε από γιος τους, μεταλλάχτηκα σε βρωμερό χασικλή. Όμως η τελειωτική ρήξη ήρθε αργότερα και η αφορμή δεν ήταν ο ρασταφαριανισμός, αλλά η Γκαλντίρ».

 

Ο Γιούσεφ και η Γκαλντίρ γνωρίστηκαν πριν δύο χρόνια στο διαδίκτυο, σε μία σελίδα ρασταφάρι. Όταν εκείνη πήγε στο Μαρόκο να τον βρει, οι γονείς του έκριναν ότι αυτή η γνωριμία πήγαινε κόντρα στα δικά τους πιστεύω. «Είχε τατουάζ και ήταν Σουηδέζα. Αυτά ήταν αρκετά για να εναντιωθούν οι γονείς μου στην σχέση μας. Ήταν επίσης αρκετά και για μένα, για να πάρω την απόφαση να φύγω από το Μαρόκο. Παράνομα φυσικά. Όμως, δεν ήταν μόνο η Γκαλντίρ», μου ξεκαθαρίζει. «Η ανεργία», επισημαίνει, «αυτός ήταν ο καταλύτης».

Ο Γιούσεφ ανήκει στην τάξη των Μαροκινών που δεν μπορούν να εργαστούν, στους νέους δηλαδή. Το ποσοστό της ανεργίας γι' αυτούς, είναι διπλάσιο από ό,τι η ανεργία σε ολόκληρη τη χώρα, με τέσσερις στους πέντε ανέργους να είναι μεταξύ 15 και 34 χρονών. «Δεν επέλεξα εγώ να γεννηθώ σε μια κοινωνία που το πεδίο των επιλογών μου ήταν καταποντισμένο από την στιγμή της γέννησής μου, όπου αυτό που μου ζητούσαν ήταν να παραμείνω απλά θεατής της ζωής μου, να γίνω και να παραμείνω ένας «καλός» Μουσουλμάνος, να είμαι ευχαριστημένος ζώντας μέσα σε μια ρουτίνα πληκτική. Επέλεξα όμως, να δώσω στον εαυτό μου την ευκαιρία να ζήσει ελεύθερα. Να αναζητήσω ένα φυσικό χώρο, στον οποίο θα είχα πρακτικά την ελευθερία να δημιουργήσω, να εργαστώ, να ζήσω, να ακολουθήσω όποια θρησκεία επιθυμώ, να κάνω έρωτα με την κοπέλα που αγαπώ. Το ταξίδι προς την ελευθερία είναι ακριβό πολύ. Στη δική μου περίπτωση το τίμημα ήταν 6000 ευρώ. Ίσως οι νέοι Έλληνες να μπορούν να ταυτιστούν μαζί μου», συνεχίζει. «Ξέρω πως στα χρόνια της κρίσης, πολλοί αναγκάστηκαν να μεταναστεύσουν σε άλλες χώρες για να ζήσουν. Η διαφορά μας όμως είναι, πως εκείνοι έχουν το δικαίωμα της ελεύθερης μετακίνησης, ενώ εμείς, είμαστε εγκλωβισμένοι. Νομίζουν πώς θα ρισκάραμε τη ζωή μας στη θάλασσα έτσι για το χαβαλέ;».

Μου μιλά για το επικίνδυνο ταξίδι από τις ακτές της Τουρκίας μέχρι την Ελλάδα. Μου λέει πως πλήρωσαν 1000 ευρώ ο καθένας, διότι η βάρκα ήταν καινούργια. Έτσι τους είπαν. Στη βάρκα στοιβάχτηκαν 60 άνθρωποι. Σύροι, Μαροκινοί και Ιρανοί κυρίως. «Ίσα - ίσα που επέπλεε», τονίζει. «Η μηχανή σταμάτησε τρεις φορές ενώ βρισκόμασταν στα ανοιχτά. Οι γυναίκες και τα μωρά ούρλιαζαν. Άνδρες έκλαιγαν σαν μικρά παιδιά. Ήμασταν τυχεροί όμως, διότι ο καπετάνιος ήταν Μαροκινός ψαράς και ήξερε να επιδιορθώνει τη μηχανή κάθε φορά που σταματούσε. Αν ήταν κάποιος άσχετος, όπως βάζουν συνήθως οι διακινητές, μάλλον θα είχαμε βουλιάξει. Αλλά, χαμντουλά, φτάσαμε στη Λέσβο».

Η Λέσβος, για τον Γιούσεφ, είναι το πιο όμορφο σημείο της Ευρώπης, «κι ας μην τη δω ποτέ την Ευρώπη», μου λέει. «Σκεφτόμασταν πως, αν είναι έτσι καλοί οι άνθρωποι στη Λέσβο που είναι και φτωχοί, φαντάσου πώς θα είναι στις υπόλοιπες, πλουσιότερες χώρες της Ευρώπης. Θα είναι παράδεισος».

Ο Γιούσεφ, όπως και πολλοί από τους συγκρατούμενούς του, πήρε το χαρτί της παραμονής που θα του επέτρεπε να μείνει στη χώρα για 30 μέρες στις 26 Νοεμβρίου 2015. Από τη Λέσβο έως και την Ειδομένη, το ταξίδι κύλησε ομαλά. Στην Ειδομένη θα έφτανε και απότομα στο τέλος του το ταξίδι του προς την ελευθερία, αλλά τότε ακόμη δεν το ήξερε.

«Σοκαρίστηκα όταν μας είπαν ότι δεν θα μας αφήσουν να περάσουμε. Δεν ήξερα τι να κάνω. Προσπαθήσαμε να περάσουμε από κάποιο απερίφρακτο σημείο. Αλλά μάταια. Οι Σκοπιανοί μας απωθούσαν κάθε φορά. Με βία, με χημικά. Σιγά, σιγά η ελπίδα μας πέθαινε. Έπειτα μας ανακοίνωσαν ότι θα μας μεταφέρουν όλους στην Αθήνα. Σκεφτήκαμε να αντισταθούμε, αλλά ήμασταν πολύ κουρασμένοι πια. Και μπήκαμε στα λεωφορεία και ήρθαμε στην Αθήνα, σε έναν καταυλισμό κοντά σε μία μαρίνα».

Στον καταυλισμό μου περιγράφει πως επικρατούσε ένταση και γινόντουσαν καβγάδες συνέχεια. Αλλά ο Γιούσεφ, όπως και πολλοί από τους ανθρώπους που κρατούνται εδώ, υποστηρίζουν πως δεν συμμετείχαν στα επεισόδια αυτά. Οι αρχές όμως τους τιμώρησαν συλλογικά. Το προηγούμενο Σάββατο ήταν και η τελευταία μέρα «ελευθερίας» του Γιούσεφ. «Η αστυνομία μας είπε ότι ήθελαν να ελέγξουν τα χαρτιά μας. Μας πήγαν στην Διεύθυνση Αλλοδαπών Αττικής. Βγάλαμε ολόκληρη την μέρα εκεί πίνοντας μόνο νερό. Κάποια στιγμή με κάλεσαν σε ένα δωμάτιο. Με εξανάγκασαν να υπογράψω ένα χαρτί. Δεν μου εξήγησαν τίποτε. Απλώς μου είπαν να υπογράψω και πως μετά θα μπορούσα να επιστρέψω στον καταυλισμό. Μας είπαν ψέματα όμως. Αφότου υπογράψαμε, μας ανακοίνωσαν ότι θα μας μεταφέρουν σε έναν κλειστό χώρο, μέχρι να μας επιστρέψουν πίσω στις πατρίδες μας. Το βράδυ γύρω στις 12, μας φόρτωσαν σε λεωφορεία. Και μας έφεραν σ' αυτή τη φυλακή».

 

Η πρώτη νύχτα, για τον Γιούσεφ, ήταν η πιο δύσκολη από όλες. Όλοι ήταν μπερδεμένοι και ανήσυχοι. Κάποιοι έκλαιγαν. Εκείνος πέρασε την πρώτη από τις πολλές άγρυπνες νύχτες που θα ακολουθούσαν, συζητώντας με τους συγκρατούμενούς του. «Λέγαμε ότι θα καταλήξουμε σαν αυτούς τους τύπους στην σειρά του National Geographic "Foreign &Imprisoned", χαμένοι και ξεχασμένοι σ' αυτή τη φυλακή για χρόνια χωρίς να ξέρουμε τον λόγο. Την επομένη, ρωτήσαμε τους αστυνομικούς γιατί βρισκόμαστε εδώ. Τους είπα ότι το χαρτί μου γράφει πάνω 26 Νοεμβρίου. Ότι η κράτησή μου είναι παράνομη, διότι είχα δέκα μέρες ακόμα να φύγω οικειοθελώς από την χώρα. Κανείς όμως δεν με άκουγε. Η ετυμηγορία είχε βγει. Κατάλαβα ότι δεν έχει νόημα να αντιδράσω, ότι άκρη δεν θα βγει. Τώρα το μόνο που σκέφτομαι είναι ότι θέλω να γυρίσω στο Μαρόκο. Όλα τα υπόλοιπα μοιάζουν με χαζά, παιδικά όνειρα», μου λέει.

Πριν φύγω τον ρωτώ αν όλοι έχουν αποδεχτεί πως το ταξίδι έφτασε στο τέλος του. «Κάποιοι κακομοίρηδες ακόμα πιστεύουν πως θα πάνε στην Γερμανία», μου απαντά. «Δεν λένε να καταλάβουν πως η Ευρώπη δεν μας θέλει. Δεν θέλει τους βρωμιάρηδες τους Μαροκινούς. Δεν θέλει τους Αφρικανούς. Δεν θέλει τους Αλγερινούς. Εκείνοι ακόμα πιστεύουν πως θα πάνε στην Γερμανία».

Ο αστυνομικός με ενημερώνει πως η επίσκεψή μου έχει φτάσει στο τέλος της. Αφήνω πίσω μου τον Γιούσεφ, και τους υπόλοιπους ανεπιθύμητους της Ευρώπης, καθώς και την ελπίδα πως θα δοθεί τέλος κάποτε στην απάνθρωπη πολιτική της κράτησης, η οποία καλά κρατεί. Δυστυχώς.

 

 

 

 

 

http://www.vice.com

Policenet.gr © | 2024 Όροι Χρήσης.
developed by Pixelthis