Η μαζική διαρροή τοξικού αερίου από εργοστάσιο εντομοκτόνων της Union Carbide τη νύχτα της 2ας προς 3η Δεκεμβρίου 1984 στο Μποπάλ, πρωτεύουσα της κρατιδίου Μάντια Πραντές της κεντρικής Ινδίας, σκότωσε 3.500 ανθρώπους μέσα σε μερικές ημέρες και άλλους 25.000 μακροπρόθεσμα.
Ωστόσο, οι επιπτώσεις της τραγωδίας αυτής συνεχίζονται για τους κατοίκους των περιοχών γύρω από το εργοστάσιο, αρκετοί από τους οποίους γέννησαν παιδιά με δυσμορφίες.
Ο αριθμός τους είναι αδύνατο να καθοριστεί, αλλά στις κατοικημένες περιοχές κοντά στον τόπο της καταστροφής πολλές οικογένειες απέκτησαν, μετά το 1984, παιδιά που πέθαναν πρόωρα ή έπασχαν από σοβαρά προβλήματα υγείας.
Η κυβέρνηση ουδέποτε συνέδεσε τα περιστατικά αυτά με τη βιομηχανική καταστροφή, μια απόφαση η οποία ωστόσο θα είχε σημαντικά οφέλη για τα θύματα, που μέχρι σήμερα έχουν λάβει την ελάχιστη αποζημίωση.
Η Ντεβί Σούκλα έχασε τον σύζυγό της και τρεις γιους μέσα σε μια νύχτα. Μια από τις κόρες της, η Βίντια, παρουσίασε μερική παράλυση όταν εισέπνευσε τοξικούς καπνούς. Η κατάσταση της υγείας της ωστόσο βελτιώθηκε έπειτα από μακρές συνεδρίες φυσικοθεραπείας.
Η οικογένεια χάρηκε όταν η Βίντια έμεινε έγκυος, ωστόσο δεν αμφέβαλλε διόλου για τις δυσκολίες που θα εμφανίζονταν. Ο πρωτότοκος γιος της έχει αναπτυξιακές διαταραχές, στα 18 του χρόνια το ύψος του ούτε καν φθάνει το 1,20 μέτρο. Ο δεύτερος γιος της πέθανε πέντε μήνες μετά τη γέννησή του και στη συνέχεια η Βίντια γέννησε μια κόρη, τη Σάπνα. "Γεννήθηκε με λυκόστομα. Έχει υποβληθεί σε τρεις σειρές επεμβάσεων μέχρι τώρα" και πρέπει να εγχειρησθεί ακόμη μια φορά για την αποκατάσταση της μύτης, δήλωσε η γιαγιά της. Η 13χρονη Σάπνα, μια χαρούμενη έφηβη, θέλει να γίνει γιατρός.
Η Ντεβί Σούκλα πεπεισμένη λόγω της εμπειρίας της οικογένειάς της για τη σχέση των προβλημάτων υγείας με τη βιομηχανική καταστροφή, βοήθησε στην ίδρυση κλινικής για τους επιζήσαντες που αντιμετώπιζαν προβλήματα υγείας.
Το Chingari Trust φιλοξενεί 705 παιδιά που πάσχουν κυρίως από κώφωση και αυτισμό, και τους προσφέρει ιατρική περίθαλψη, λογοθεραπεία, μαθήματα και αθλητικές δραστηριότητες.
Δηλητηριασμένο νερό
Η Ρασιντά Μπι, μέλος του Chingari Trust, πιστεύει ότι οι περισσότερες δυσμορφίες προέρχονται από το μολυσμένο νερό που έχουν πιει οι κάτοικοι.
Η αποφασιστικότητά της να βοηθήσει αυτά τα παιδιά ενισχύθηκε μετά τον θάνατο της αδελφής της και τριών από τις ανιψιές της από αναπνευστικά προβλήματα και κυρίως έπειτα από ένα ταξίδι στην Ιαπωνία όπου συνάντησε παιδιά, θύματα του βομβαρδισμού της Χιροσίμα με ατομική βόμβα το 1945.
Η Ρασιντά μετείχε σε ελέγχους μητρικού γάλατος που ελήφθη από 20 μητέρες, οι μισές από τις οποίες ζούσαν στις γειτονιές γύρω από το εργοστάσιο, και οι άλλες στην αντίθετη πλευρά της πόλης.
Για το ένα ήμισυ τα στοιχεία των ελέγχων ήταν φυσιολογικά, οι αναλύσεις όμως του γάλατος εννέα μητέρων από τις δέκα που ζούσαν κοντά στο εργοστάσιο εμφάνιζαν υψηλά επίπεδα υδραργύρου. Ο υδράργυρος σταματά την ανάπτυξη του εμβρύου.
Μελέτη που δημοσιεύτηκε πριν από δέκα χρόνια στην Επιθεώρηση της Αμερικανικής Ιατρικής Εταιρίας (JAMA) διαπίστωσε ότι τα αγόρια που γεννήθηκαν από γονείς που είχαν εκτεθεί στο τοξικό αέριο ήταν κατά μέσο όρο 3,9 εκατοστά πιο κοντά από εκείνα που γεννήθηκαν σε άλλα σημεία του Μποπάλ.
Ο γενικός γραμματέας της Διεθνούς Αμνηστίας Σαλίλ Σέτι, που δίνει τη μάχη για να αυξηθούν οι αποζημιώσεις, εκτιμά ότι υπάρχουν αποδείξεις για την δηλητηρίαση.
«Αντιμετωπίζουμε προβλήματα υγείας σε διαδοχικές γενιές», δήλωσε με αφορμή τις εκδηλώσεις μνήμης για τη συμπλήρωση 30 ετών από την τραγωδία. «Υπάρχουν πολλαπλές μελέτες με την πάροδο των ετών. Είναι πολύ σαφές ότι το νερό μολύνθηκε», προσθέτει διευκρινίζοντας ότι η δηλητηρίαση του εδάφους και του νερού είχε αρχίσει πριν από το δυστύχημα.
Η Ντεβί Σούκλα αναφέρει ότι τα παιδιά «φοβούνται να πιουν νερό» ακόμη και σήμερα και παρά την αλλαγή των αγωγών του δικτύου ύδρευσης.
Κατά τον γιατρό ενός χρηματοδοτούμενου από το κράτος ινστιτούτου που μελετά την υγεία των παιδιών στο Μποπάλ, «είναι πολύ νωρίς για να διαπιστωθεί σχέση μεταξύ του εργοστασίου και εκ γενετής ασθενειών. Αυτή ούτε έχει εξακριβωθεί, ούτε έχει διαψευσθεί», δήλωσε ζητώντας να μην κατονομαστεί.
Ο Σέτι παραδέχεται ότι η ακριβής αιτία ορισμένων ασθενειών εξακολουθεί να αμφισβητείται, αλλά ότι η ευθύνη ανήκει στις αρχές.«Γιατί η ινδική κυβέρνηση δεν διεξάγει τις κατάλληλες έρευνες; Δεν είναι ότι η Ινδία δεν έχει τις ικανότητες. Τα θύματα περιμένουν εδώ και 30 χρόνια, είναι πάρα πολύς χρόνος».
ΠΗΓΗ: koolnews.gr