J’ aime le Noir * Δύο βιβλία πρόσφατης εσοδείας με τους Γάλλους Ιγκ Παγκάν και Τανγκί Βιέλ στα βιβλία τους «Χαμένο Προφίλ» και «Άρθρο 353 του Ποινικού Κώδικα»
[custom:google-ads]
Του Αντώνη Ν. Φράγκου
Ακόμη δύο noir ή νεο-πολάρ βιβλία πρόσφατης εσοδείας, με τους Γάλλους Ιγκ Παγκάν και Τανγκί Βιέλ -στα βιβλία τους «Χαμένο Προφίλ» και «Άρθρο 353 του Ποινικού Κώδικα»- να εμπλέκονται στα γρανάζια και στις ίντριγκες της αστυνομίας, της Δικαιοσύνης.
Γεννημένος στην Αλγερία, ο Ιγκ Παγκάν εγκαθίσταται στην εφηβεία του στη Γαλλία, σπουδάζει Φιλοσοφία και ύστερα από διάφορα επαγγέλματα κατατάσσεται στην Αστυνομία με τον βαθμό του επιθεωρητή. Παραιτείται ύστερα από εικοσιπέντε χρόνια και ασχολείται με το σενάριο. Χαίρει μεγάλης εκτίμησης στον χώρο των συγγραφέων έχοντας εκδώσει αρκετά βιβλία και το «Χαμένο Προφίλ» (Εκδ. Πόλις), σε μετάφραση Γιάννη Καυκιά, αποτελεί πρόσφατο πόνημά του, κατόπιν μακρόχρονης απουσίας.
Μοναχικός λύκος στην Αλγερία
Όντας εξαιρετικός στυλίστας, ο Παγκάν περιγράφει την ατμόσφαιρα στα εσώτερα της αστυνομίας καθώς ο βασικός χαρακτήρας του, ο Σνεντέρ, βετεράνος του πολέμου της Αλγερίας, είναι μέλος της. Επικεφαλής του Τμήματος Δίωξης του Εγκλήματος αναλαμβάνει τη διαλεύκανση -παραμονή Πρωτοχρονιάς- της δολοφονικής απόπειρας ενάντια σε κάποιον αστυνομικό που αναζητά μια νεαρή γυναίκα που έχει χαθεί· κόρη του κυρίου Τομ, του πιο ισχυρού άντρα της πόλης, ο οποίος έχει περίπλοκη σχέση με τον ντετέκτιβ.
Ο Σνεντέρ -μοναχικός λύκος, πότης, μανιώδης καπνιστής και χωρίς ύπνο τα βράδια- κατακλύζεται από ερινύες για τη δράση του στην Αλγερία ενάντια στους γηγενείς μαχητές, αλλά και από την ογκούμενη αίσθηση ματαιότητας που φλερτάρει με την αυτοκαταστροφή. Είναι τότε που γνωρίζει τυχαία την Τσερόκι, τη νοσοκόμα, και τυφλώνεται από έρωτα. Η τρέλα του για τη γοητευτική ύπαρξη τον κρατά στην ουσία ζωντανό μέσα στον κυκεώνα της διαπλοκής, όπου δεν ξέρει αν οι συνάδελφοί του είναι πιο δολοφονικοί από τους δολοφόνους που ψάχνει. Το ασίγαστο πάθος γι' αυτήν παραμερίζει όλο τον περίγυρό του, τον οποίον ο Σνεντέρ κοιτάζει με κατεδαφιστικό σαρκασμό α λα Σιοράν, πλησιάζοντας, με την υφολογική του δεινότητα, τις καλύτερες παραδόσεις του Χάμετ και του Φαστ, αλλά και την ατμόσφαιρα ταινιών του Ζαν-Πιέρ Μελβίλ. Ο έρωτας των δύο διατρέχει σαν κόκκινη κλωστή όλο το μυθιστόρημα, μοναδική κατάσταση ανθρώπινης ευτυχίας στα έγκατα της εξουσίας ένθα κυριαρχεί η διαφθορά και η σήψη.
Νόμος και Δικαιοσύνη
Από τους νεότερους του γαλλικού noir, ο Τανγκί Βιέλ περιγράφει σε μόλις, 163 σελίδες στο «Άρθρο 353 του Ποινικού Κώδικα» (Εκδ. Πόλις), σε μετάφραση Χαράς Σκιαδέλλη, την πορεία του ανθρώπου που οδηγείται στο έγκλημα, ενώ παράλληλα φέρνει στο φως τις αναντιστοιχίες ανάμεσα στο γράμμα του νόμου και την ουσία της Δικαιοσύνης.
Το στόρι πηγαίνει ως εξής: σε κάποια γκρίζα πόλη της Βρετάνης συλλαμβάνεται ο Μαρσιάλ Κερμέρ για τη δολοφονία του κτηματομεσίτη Αντουάν Λαζενέκ. Το κείμενο - μονόλογος του δράστη στον ανακριτή του ξετυλίγει το κουβάρι των σκέψεών του, την προβληματική σχέση με τον γιο του, το διαζύγιό του, το κλείσιμο του ναυπηγείου όπου δούλευε και πώς ο Λαζενέκ αγόρασε το τεράστιο κομμάτι γης για να χτίσει ένα μεγάλο παραθαλάσσιο θέρετρο και πώς, επίσης, ο Κερμέρ έδωσε όλη του την αποζημίωση, μαζί με πολλούς άλλους απολυμένους, για ένα πολυτελές διαμέρισμα, ενώ κατά βάθος ήθελε ένα όμορφο πλεούμενο. Με την πάροδο των χρόνων ο κτηματομεσίτης ξεκοκάλιζε τα λεφτά των ανθρώπων ζώντας πλουσιοπάροχα, ενώ οι μεγάλες τρύπες που είχαν αφήσει οι μπουλντόζες έχασκαν εμπρός τους.
Ο Βιέλ κατορθώνει σε λίγες γραμμές να θέσει ερωτήματα σχετικά με τη φύση της αστικής Δικαιοσύνης και μέσα από την ομολογία συνθέτει αριστοτεχνικά την ψυχογραφία του δράστη, αλλά και αυτή του γιου του Εργουάν, σημειώνει πως ο Κερμέρ πίστευε στον «γαλλικό» σοσιαλισμό και πήρε μάλλον αργά χαμπάρι την επέλαση του καπιταλιστικού νεοφιλελευθερισμού στο πρόσωπο του απατεώνα μεγαλοεπενδυτή. Ούτως, την εποχή της ηθικής αθωότητας και των όποιων ιδανικών την διαδέχθηκε μια κοινωνία ανθρώπων χωρίς ηθική, στο πρόσωπο του Λαζενέκ. Και έτσι, ύστερα από το απονενοημένο διάβημα του Εργουάν που καταλήγει στη φυλακή και την αυτοκτονία ενός φίλου του, ο Κρεμέρ παίρνει τον νόμο στα χέρια του και διαπράττει ανθρωποκτονία που «ακόμα και οι γλάροι το ενέκριναν».
Σε μια εποχή που η εξουσία και η βία έχουν μάθει να μεταμφιέζονται, ο Βιέλ θέτει διλήμματα μεταξύ δίκαιου και ηθικού με τη φράση - κλειδί του ανακρινόμενου «Δεν με κάνει να αισθάνομαι δολοφόνος. Το έκανα για το καλό όλων μας». Και είναι στο τέλος που ο συγγραφέας παραθέτει ακριβώς το άρθρο 353 του Ποινικού Κώδικα καθώς ο ανακριτής υποχρεούται να πάρει την απόφασή του, μαζί και εμείς.