Συνάντησα τον Αντώνη Αραβαντινό -Αρχιφύλακας και Διευθυντή της ψυχιατρικής πτέρυγας - μέσα στις φυλακές Κορυδαλλού. Την ώρα που με δέχτηκε στο γραφείο του παρακολουθούσε μαζί με καμιά δεκαριά ακόμα άτομα έναν αγώνα ποδόσφαιρου στον υπολογιστή. Μόλις τελείωσε ο αγώνας και ένας-ένας οι υπάλληλοι έφυγαν, κατέβασε τα τηλέφωνα, έβαλε και το κινητό του στο αθόρυβο, άναψε ένα τσιγάρο και μου λέει «ξεκινάμε;».
—Αρχικά, πώς έγινες φύλακας;
Δεν ήταν επιλογή μου να διοριστώ στο δημόσιο και πόσω μάλλον να γίνω φύλακας. Ο πατέρας μου είχε μια επιμονή, διότι πίστευε ότι θα δικαιωνόταν για τους όποιους αγώνες κοινωνικούς και πολιτικούς είχε κάνει. Θεωρούσε ότι ήταν «πολύ» σε εκατό χρόνια Αραβαντινών αυτή η οικογένεια να μην έχει βγάλει ούτε έναν δημόσιο υπάλληλο. Τον ενίσχυσε όμως και η μάνα μου, γιατί φοβόταν να μην ξαναφύγω για την Αμερική. Το κατάλαβε αυτό ο πατέρας μου και μου λέει «τρία σάλτα μορτάλε δικαιούσαι στη ζωή, πήγες τα έκανες, αλλά τώρα θα κάνεις αυτό που σου λέω εγώ». Πίστεψα ότι άμα του κάνω ρελάνς και ζητούσα να με βάλει στις φυλακές δεν θα δεχόταν και θα με άφηνε ήσυχο. Εγώ ζήτησα τα ρέστα μου, ο πατέρας μου τα είδε και εκεί την πάτησα. Πήγα να του κάνω μπλόφα, και δεν έπιασε. Μου ήρθε ξαφνικά, λοιπόν, ένα χαρτί που έλεγε ότι δέχτηκα να καλύψω κενή θέση ως φύλακας στις φυλακές Κορυδαλλού. Είχε κάνει αίτηση χωρίς εγώ να γνωρίζω τίποτα.
—Και αφού δεν το ήθελες, πώς παρέμεινες;
Ήμουνα δεν ήμουνα είκοσι ημερών φύλακας όταν ξεψύχησε στα χέρια μου από εισπνοή υγραερίου ο αείμνηστος Καραγιάννης. Το μαστούρωμα μέσα στη φυλακή είναι κάτι που συμβαίνει, κι οι κρατούμενοι χρησιμοποιούν διάφορες ουσίες. Και επειδή επιτρέπονταν διάφορα σκεύη μέσα στα κελιά, χρησιμοποιούσαν γκαζάκια για να φτιάχνουν καφέ και να μαγειρεύουν. Από αυτά τα γκαζάκια είχαν βρει μια πατέντα και εισέπνεαν το υγραέριο. Το υγραέριο έχει μόλυβδο μέσα και ο μόλυβδος όταν έρθει σε επαφή με τη θερμοκρασία του σώματος διαστέλλεται, έτσι πάρα πολλές φορές μπλοκάρεται η κανονική ροή του αίματος στον εγκέφαλο. Αυτό δημιουργούσε μια παραίσθηση και οι κρατούμενοι το θεωρούσαν ηδονή και μαστούρωμα. Αν εισπνεύσεις μεγάλες ποσότητες υγραερίου, τότε τα ζωτικά αγγεία διαστέλλονται τόσο που σπάνε. Είχε βάλει το κεφάλι του λοιπόν μέσα σε μια σακούλα και ρούφαγε-ρούφαγε υγραέριο. Τον είδα εγώ όταν πήγα να κλείσω τα κελιά, αλλά ήμουν φρέσκος ακόμα, δεν ήξερα. Σκέφτηκα «ε, κάτι θα κάνει εκεί ο άνθρωπος». Πάω ύστερα από λίγο να ανοίξω και τον βλέπω πάλι εκεί. Το θεώρησα αφύσικο, πήγα να τον σκουντήξω και τότε σηκώνεται ένα ζόμπι. Όπου είχε τρύπα, έβγαζε αίμα. Από τα μάτια, τη μύτη, τα αυτιά, το στόμα.
—Πέθανε;
Ίσα που σηκώθηκε όρθιος και ναι, ξεψύχησε πάνω μου. Ήμουν πιτσιρικάς τότε, είκοσι δύο χρονών. Φαντάσου δεν μας είχαν δώσει στολές, φορούσα τα πολιτικά ρούχα τα όποια είχανε γεμίσει αίμα. Τον πετάω και αρχίζω να φωνάζω «πέθανε, πέθανε, πέθανε» και άνοιξα να φύγω. Πάω στον Αρχιφύλακα και του λέω «κοίτα να δεις, εγώ θα φύγω από τις φυλακές». Πάω μετά και στο πατέρα μου και του λέω το ίδιο. Εκείνος μου είπε «κάτσε λίγο ακόμα στις φυλακές μέχρι να δούμε τι θα κάνουμε και θα σε βάλω αλλού μετά». Πάω λοιπόν την επομένη στον Αρχιφύλακα και του λέω να με βάλει σε νυχτερινή βάρδια. Αυτή είναι μια υπηρεσία που όταν αναλαμβάνεις οι πόρτες είναι κλειστές, οι κρατούμενοι είναι στα κελιά τους, δεν τους βλέπεις. Με βόλευε εμένα αυτό, βόλευε και τον αρχιφύλακα και έτσι έγινα τυφλοπόντικας. Έμπαινα να κάνω την υπηρεσία μου το βράδυ και έβγαινα το πρωί. Βολεύτηκα με αυτό, έλεγα ότι θα κάνω λίγη υπομονή και όταν θα βγει κάποια άλλη προκήρυξη τότε θα φύγω, δεν θα μείνω για καιρό.
—Δεν έφυγες και μάλιστα μπλέχτηκες με τον συνδικαλισμό. Πώς έγινε αυτό;
Λίγο καιρό αργότερα έρχεται στις φυλακές ο Αλέξανδρος Μαγκάκης, ο τότε νέος υπουργός Δικαιοσύνης. Όταν ήρθε κατάλαβα ότι όλοι φοβόντουσαν, κάνεις δεν ήθελε να τον προσφωνήσει. Στο μεταξύ εγώ ως αριστερός είχα αρχίσει να έχω όνειρα και ιδέες για την καλύτερη λειτουργία των φυλακών. Όταν ήρθε ο Μαγκάκης, λοιπόν, του λέω: «κύριε τέως κρατούμενε, οι πρώην συγκρατούμενοί σας και οι νυν υφιστάμενοί σας προσδοκούν από σας, ως πανεπιστημιακός δάσκαλος να κάνετε τομή και να τα αλλάξετε όλα στις φυλακές». Εκείνος τα έχασε, άρχισε να με χειροκροτεί. Τον είχα συγκινήσει. Ύστερα ανέβηκε στο βήμα και είπε ότι «είμαστε περήφανοι που έχουμε τέτοιους φύλακες». Κάπως έτσι δηλαδή ξεκίνησε η ιστορία με τον συνδικαλισμό, όλοι θέλανε μετά να κατέβω στις εκλογές των φυλακών. Το έκανα λοιπόν και βγήκα γραμματέας στην αρχή. Όλοι ήθελαν έναν τρελό που θα τρέχει για τους άλλους και θα μιλάει έτσι με τον εκάστοτε υπουργό. Από τότε όλο έλεγα θα φύγω και όλο έμενα τελικά.
—Κάπως έτσι έγινε το όνομά σου συνώνυμο των φυλακών;
Κοίταξε, εγώ πίστευα σε μια συμμαχία με τους δημοσιογράφους. Πίστευα ότι θα αναδείκνυα τα προβλήματα των φυλακών αν έβγαινα στην τηλεόραση, αλλά σε παλιό γαϊδούρι περπατησιά καινούρια δεν γίνεται. Επειδή οι εκπομπές ξέρουν από την αρχή τι θέλουν να πάρουν από τον καθένα, κατέληξα να είμαι ένας γραφικός που βγαίνω συνέχεια στα κανάλια και φωνάζω, κάνω, ράνω. Υπήρχαν και περιπτώσεις, βέβαια, που η αντιμετώπιση από συγκεκριμένους οικοδεσπότες εκπομπών ήταν διαφορετική και έβγαινε και κάτι. Αν το δεις όμως συνολικά αυτό το πράγμα, το μόνο που κατάφερα είναι να κάνω το όνομα μου συνώνυμο των φυλακών Κορυδαλλού. Υπήρξε εποχή που είτε Αραβαντινός έλεγες, είτε Κορυδαλλός, ο κόσμος καταλάβαινε το ίδιο. Δεν κατάφερα να τους αλλάξω την γνώμη για τον Κορυδαλλό, αλλά μπορεί να μην ήθελαν κι εκείνοι να αλλάξουν άποψη για τον Κορυδαλλό.
—Οι φυλακισμένοι πώς χωρίζονται στα κελιά;
Έχουμε κρατούμενους από 102 εθνικότητες. Πολιτισμική Βαβέλ. Τώρα τους δίνουμε το δικαίωμα της επιλογής, τους αφήνουμε να επιλέξουν εκείνοι με ποιους θέλουν είναι στο κελί. Κατά τον κανονισμό λειτουργίας της φυλακής, ο Αρχιφύλακας επιλέγει πού θα πάει ο καθένας. Ο έξυπνος αρχιφύλακας ενημερώνεται με ποιους συναναστρέφεται ο κάθε κρατούμενος, αν έχει κάποιο φίλο και φροντίζει να τους βάλει μαζί. Αν δεν βρουν μόνοι τους πού θέλουν να πάνε, τους βάζω όπου κρίνω εγώ.
—Πώς περνάει η μέρα ενός κρατούμενου στις φυλακές;
Το ρητό της φυλακή είναι: «φάε το φαί σου, αγάπα το κελί σου και διάβαζε πολύ». Αλλά το τελευταίο έχει παύσει να ισχύει στις φυλακές. Παλιά δεν υπήρχαν οι τηλεοράσεις και ο κρατούμενος το έριχνε στο διάβασμα. Τώρα όλοι βλέπουν τηλεόραση. Τους έχω φτιάξει μια βιβλιοθήκη σχετικά καλή, την βαρέθηκαν όμως και αναγκαστικά ψάχνω άλλους τρόπους για να τους ικανοποιήσω. Έχω πάρει ένα computer που δεν έχει internet, έχω βάλει στον σκληρό δίσκο του πάνω από 250.000 τραγούδια και πάνε με τα mp3 players και γράφουν τραγούδια. Είναι ένας κρατούμενος υπεύθυνος εκεί και τους τα περνάει. Έφτιαξα και ταινιοθήκη.
—Τι είδος προτιμούν;
Οι περισσότεροι βλέπουν βία. Αστυνομικά, κατασκοπευτικά, οι πιο συγκροτημένοι βλέπουν κάνα ντοκιμαντέρ.
—Οι φύλακες κάνουν φιλίες με τους κρατούμενους;
Φυσικά και κάνουνε. Η νομοθεσία στις αμερικανικές, γερμανικές και αυστριακές –κυρίως- φυλακές λέει ότι η επικοινωνία με τον κρατούμενο είναι ποινικό αδίκημα. Εδώ είναι Ελλάδα και ό, τι νόμος και να βγει την συμπόνια δεν μπορούν να την αλλάξουν. Ο Έλληνας το έχει μέσα του αυτό. Δεν υπάρχουν ανθρώπινες φυλακές. Υπάρχουν υποφερτές φυλακές. Οι υποφερτές φυλακές είναι εκεί που αντέχει ο κρατούμενος και ο σωφρονιστικός υπάλληλος δεν παίζει το ρόλο του δεύτερου δικαστή. Το ιδεώδες είναι να περάσεις στη μεριά των κρατουμένων με διάθεση να βοηθήσεις, όχι με διάθεση να κερδίσεις. Ακόμα και έναν παιδόφιλο που ενδεχομένως κάποιος να σιχαίνεται, εγώ είμαι υποχρεωμένος να τον υποστηρίξω το ίδιο όπως κάνω και με τους άλλους. Φαντάζεσαι να τον δίκαζα και εγώ;
—Έχεις κρατήσει επαφή με ανθρώπους που έχουν αποφυλακιστεί;
Βέβαια. Έχω συνάψει κοινωνικές σχέσεις, έχω στεφανώσει, έχω βαφτίσει παιδιά κρατουμένων. Υπάρχουν άνθρωποι που έχουν βγει από εδώ μέσα και τα έχουν καταφέρει μια χαρά. Δυστυχώς, ένα μεγάλο ποσοστό όσων βγαίνουν, το 70% κυρίως των τοξικομανών, καταλήγει πάλι εδώ μέσα.
—Μπορείς να αναφέρεις κάποιο παράδειγμα κρατουμένου που είδες να αλλάζει η ζωή του μέσα στη φυλακή;
Ο Δημητροκάλης. Αν δεις την πορεία τον Δημητροκάλη στις φυλακές, δεν θα το πιστεύεις. Πήρε τρία πτυχία. Εξαιρετικό παιδί. Αυτός πήγε και τα είπε όλα και οι αστυνομικοί δεν τον πίστευαν, τον διώξανε στην αρχή. Δεν άντεχε τις τύψεις και ξαναπήγε πάλι. Είχα πει κάποτε για τον Δημητροκάλη ότι δεν με ενδιαφέρει πώς τον ξέρετε εσείς αλλά πώς τον ξέρω εγώ. Και αν είχα μια αδερφή, θα του την έδινα για γυναίκα. Έχει ενταχθεί ήδη στην κοινωνία και δουλεύει. Δεν τον σωφρόνισα εγώ τον Δημητροκάλη, ήθελε ο ίδιος και σωφρονίστηκε. Υπάρχουν τέτοια παραδείγματα που λειτουργούν προβοκατόρικα και δίνουν το δικαίωμα σε κάποιους να λένε «ναι, είναι σωφρονιστικό το σύστημα». Όσο ήταν μέσα ο Δημητροκάλης κράταγε όλο το λογιστήριο του Κορυδαλλού, και έπειτα των αγροτικών φυλακών. Αυτό που έκαναν πέντε υπάλληλοι μέχρι τότε, το έκανε ο Μάνος μόνος του. Οι υπάλληλοι ήταν τσακωμένοι με το computer, δεν ήξεραν να κάνουν τίποτα, κούναγαν το ποντίκι και πατούσαν play για να δούνε την «Καλημέρα Ζωή». Στη φυλακή μπαίνεις όπως είσαι και βγαίνεις ό, τι θέλεις. Μπορεί να βγεις ίδιος, χειρότερος ή καλύτερος.
—Ποιος είναι ο απαράβατος κανόνας στη φυλακή;
Όλοι οι κανόνες παραβιάζονται. Δεν υπάρχει κανένας κανόνας. Για το θεαθήναι προτάσσουν ότι ο ρουφιάνος, ας πούμε, θα περάσει άσχημα. Αλλά ποτέ, κανένας σοβαρός ρουφιάνος δεν έχει φάει ξύλο. Ευτυχώς, στην Ελλάδα δεν καταφέραμε ακόμα να φτιάξουμε αυτό που λέμε συμμορίες ή εγκληματικές οργανώσεις. Παρότι έχουν βρει μια φάμπρικα τώρα η δικαιοσύνη και η αστυνομία και οτιδήποτε γίνει λένε ότι είναι εγκληματική οργάνωση μόνο και μόνο για να μπορεί να βάζει μέσα όσους πιάνει. Και έχουμε φτάσει στο σημείο να έχουμε περισσότερες εγκληματικές οργανώσεις από όσες έχουν βόρεια και νότια Αμερική μαζί. Δεν έχει οργανωθεί το έγκλημα στην Ελλάδα και ελπίζω να μην οργανωθεί ποτέ.
—Ισχύουν όλα αυτά που λένε για τις VIP πτέρυγες;
Εκεί μπαίνουν όσοι ζητάνε προστασία από τις άλλες φυλακές, δηλαδή ρουφιάνοι και πρώην σκληροί που τους ξέρασε η ίδια η φυλακή. Δεν βάζεις τα σκυλιά με τα λουκάνικα.
—Εκεί δεν είναι ο Τσοχατζόπουλος και άλλοι;
Ναι.
—Έχουν κάποια παραπάνω προνόμια;
Ο Τσοχατζόπουλος είναι μέσα με άλλους τέσσερις, ο ένας Αλβανός. Όταν έρχεσαι στη φυλακή δεν υπάρχουν VIP και τέτοια, όλοι μέσα σε κελιά.
—Τι πρέπει να κάνει κάποιος για να περάσει μια ήσυχη φυλακή;
Να μην ψάχνεται. Ούτε με εμάς, ούτε με τους συγκρατουμένους του. Να είναι κύριος. Υπάρχουν πολλοί τέτοιοι, ένα ποσοστό 20-30% είναι σε αυτή τη λογική. Μπαίνουν στη φυλακή και το αντιμετωπίζουν όσο πιο ήρεμα γίνεται. Είναι αυτό το ποσοστό που δεν επιστρέφει ξανά στη φυλακή.
—Η εικόνα που έχουμε για βιασμούς στις φυλακές, το γνωστό που λένε «να προσέχεις μη σου πέσει το σαπούνι», ισχύει;
Κοίταξε, παλαιότερα υπήρχαν περιπτώσεις βιασμών, ίσως επειδή παλιότερα η φυλακή ήταν περισσότερο «ανδρική». Βιασμοί με την έννοια να πάρουν έναν straight και να τον κάνουν αδελφή, δεν υπάρχει. Βιασμός με την έννοια ότι σου στερώ το δικαίωμα της επιλογής, σε πηδάει ο διπλανός, δεν μου κάθεσαι εμένα τότε θα σε πηδήξω και εγώ, εξακολουθούν να υπάρχουν. Όσο περνάει ο καιρός είναι και πιο λίγα τα περιστατικά. Περισσότερες είναι οι ασέλγειες που δεν έχουν σκοπό την ερωτική-σεξουαλική εκτόνωση, αλλά την ταπείνωση. Τέτοια προβλήματα υπήρχαν έντονα παλιά, κυρίως στις φυλακές ανηλίκων που οι ορμόνες τους είναι στα ύψη. Παλιά η αδελφή στις φυλακές ήταν και λίγο είδηση, τώρα υπάρχει μεγάλη προσφορά. —Με το κολαστήριο τι γίνεται; Παραμύθια είναι. Το είπα στον Χατζηνικολάου και τα μάζεψε την επόμενη μέρα. Για άλλο λόγο τα κάνουν αυτά όσοι τα κάνουν. Για να βγουν έξω, αυτό θέλουν όλοι.
—Και οι φωτογραφίες που είδαμε;
Οι φωτογραφίες αυτές είναι παλιές, έτσι ήτανε παλιά, είναι αλήθεια. Τώρα δεν είναι έτσι, τα πιο πολλά τα σπάνε και οι ίδιοι, επίτηδες.
—Έχεις φοβηθεί ποτέ;
Δεν υπάρχει άνθρωπος που δεν φοβάται. Μόνο ο βλάκας. Αλλά έμαθα ότι ο μόνος τρόπος να αντιμετωπίσεις το φόβο σου είναι να μάθεις να μην τον δείχνεις. Πιο πολύ φοβάμαι μην δείξω ότι φοβάμαι.
—Το πιο ζόρικο πράγμα που έχεις αντιμετωπίσει στις φυλακές;
Άστο. Μια στασιασμένη φυλακή. Ήμουν εγώ και άλλος ένας, περικυκλωμένοι από πεντακόσια άτομα. Δεν υπήρχε άλλος που να είχε το κουράγιο να μπει μέσα. Έπρεπε να μπω και να σταματήσω μια συμπλοκή με σπαθιά και μαχαίρια.
—Πώς γίνεται κάποιος αρχηγός στη φυλακή;
Αν υπάρξει αρχηγός στις φυλακές το έχεις χάσει το παιχνίδι.
—Υπάρχει μια ιεραρχία όμως, πώς δημιουργείται;
Η ιεραρχία εδώ μέσα φτιάχνεται με εντελώς διαφορετικό τρόπο από ό, τι φτιάχνεται έξω στην κοινωνία. Εδώ τα πράγματα λειτουργούν διαφορετικά. Δηλαδή, τι έχεις κάνει, έχεις κλέψει; Θα μείνεις χαμηλά. Όσο πιο πολλά έχεις κάνει, τόσο ανεβαίνεις πιο πάνω. Όσο πιο ανήθικος ή σκληρός είσαι, τόσο πιο ψηλά ανεβαίνεις στη φυλακή. Η φυλακή έχει διαφόρων ειδών κρατούμενους. Στους παράνομους μπορεί να βρεις κώδικες ηθικής. Δεν μπορείς όμως να πεις ότι ο κακοποιός είναι ηθικός. Δεν υπάρχει κάτι τέτοιο. Έχει περάσει το Ρουβίκωνα, έχει πάει από την άλλη μεριά.
—Πώς ξεχωρίζει κάποιος στις φυλακές;
Ξεχωρίζουν κάποιοι με το χρήμα. Αλλά αυτοί την πατάνε, γιατί στην ουσία αυτό που αγοράζουν είναι η ησυχία τους, τίποτα άλλο. Εκείνος όμως που ακούει καλά και βλέπει καλά, θα ξεχωρίσει. Δεν έχει σημασία αν είναι ο πιο δυνατός ή ο πιο αδύναμος σωματικά, αν έχει μυαλό θα κερδίσει. Το μυαλό νικάει. Υπάρχουν οι ντουλάπες με τα μπράτσα που τους λέμε «σπαθόλουρα» εδώ μέσα, αλλά δουλεύουν για τους άλλους, τους έξυπνους. Έχει μεγάλη διαφορά το «σπαθόλουρο» από το «αφεντικό». Μπορεί π.χ. να υπάρχει κάποιος που να βαράει όλους τους κρατουμένους της φυλακής, για να πάρει οδηγίες όμως κι αυτός κάποιο κελί θα πάει. Ποιος είναι ο δυνατός λοιπόν;
Δεν έχει σημασία αν είναι ο πιο δυνατός ή ο πιο αδύναμος σωματικά, αν έχει μυαλό θα κερδίσει. Το μυαλό νικάει. Υπάρχουν οι ντουλάπες με τα μπράτσα που τους λέμε «σπαθόλουρα» εδώ μέσα, αλλά δουλεύουν για τους άλλους, τους έξυπνους. Έχει μεγάλη διαφορά το «σπαθόλουρο» από το «αφεντικό».
—Εσύ γιατί είχες μπει φυλακή;
Είχα τσακωθεί με έναν υπουργό και με βάλανε μέσα ως υπόδικο για εννέα μήνες. Αθωώθηκα στο δικαστήριο γιατί ήταν βλάξ, δεν με πήγε μέσα για την χειροδικία, πήγε να μου φορτώσει άλλα πράγματα τα οποία ήταν φώς φανάρι ότι δεν είχα καμία σχέση.
—Πώς σε αντιμετώπισαν μέσα οι άλλοι;
Ήξεραν ότι είσαι φύλακας; Πώς δεν ήξεραν. Αφού την προηγούμενη βδομάδα τους είχα κρατούμενους και μετά από μία εβδομάδα ήμουν κι εγώ κρατούμενος. Πήγαν να με βάλουν σε ένα χώρο πιο προσεγμένο, πιο απομονωμένο και τους λέω, όχι θα μπω μαζί με τους άλλους κρατούμενους.
—Τους ήξερες;
Ο αρχιφύλακας εκεί πιο παλιά ήταν υφιστάμενός μου κι ο διευθυντής ήταν φίλος. Μια μέρα ήταν κάποιος κρατούμενος που με έβριζε, του έκανα κι εγώ χειρονομίες, ανέβηκα πάνω στα κάγκελα και πήδηξα μέσα στο προαύλιο, περνάω ανάμεσα από τους φύλακες και πάω τον πλακώνω στις μπουνιές. «Ρε πούστη», του λέω, «πού με ξέρεις εμένα γαμημένε και με κράζεις; Έχεις περάσει ποτέ από τον Κορυδαλλό; Κατά τα άλλα, λέτε η ασφάλεια σας φτύνει, πες μου τι σου έκανα;». Αυτός μετά άρχιζε και μου έλεγε ότι εγώ τον αιφνιδίασα και ξέρεις αφού είσαι φυλακή θα το λύσουμε με τους κανόνες της φυλακής, θα μπούμε σε ένα κελί οι δύο μας. Η αλήθεια είναι ότι αν δεν τον αιφνιδίαζα, θα τις έτρωγα γιατί ήτα πιο δυνατός από εμένα. Αλλά η αλήθεια είναι πάλι, αφού την πήγα εκεί την κουβέντα, έπρεπε να λυθεί όπως λύνεται στη φυλακή.
—Δηλαδή;
Ήρθαν και οι άλλοι κρατούμενοι και μου φώναζαν «κυρ-Αντώνη», άλλοι «Αρχιφύλακα», δεν με είπαν ποτέ Αντώνη. Μου λένε, «δεν θέλαμε να γίνει έτσι αλλά φυλακή είναι, θα λυθεί σύμφωνα με τους κανόνες». Τους είπα εντάξει, απλά «θέλω να μου εγγυηθείτε, ότι δεν θα έχουμε εξευτελιστικές διαδικασίες», γιατί η φυλακή δεν σταματάει στο ξύλο. Μπήκα στο κελί και ήρθαν τέσσερα καλά παιδιά που εγγυηθήκαν ότι όντως δεν θα υπάρξουν εξευτελιστικά πράγματα (ξεβρακώματα, φτυσίματα). Πήγαμε μέσα στο θάλαμο, τα κρεβάτια τότε ήταν διπλά, τα κάνω εγώ γωνία για να μην έχει χώρο μπρός και πίσω και αναγκαστικά αυτός ερχόταν από μπροστά. Άρχισε να μου λέει «Αραβαντινέ, θα σε γαμήσω» σηκώνει λοιπόν τα μανίκια του και όταν ερχόταν προς εμένα πάω και του κλείνω τη γωνία με τα κρεβάτια για να μπορώ να φύγω εγώ και να μην μπορεί εκείνος. Άρχισα να τον βαράω και τον κέρδισα. Μόλις άνοιξε η πόρτα και βγήκα έξω, τα 2/3 των κρατουμένων πανηγύριζαν. Είχαν έρθει όλοι μαζί μου.
—Τελικά η φυλακή σωφρονίζει ή τιμωρεί;
Ο σωφρονισμός δεν μπορεί να είναι μια διαδικασία επιβολής. Μετά την απάτη των λοβοτομών καταρρίφθηκαν όλες οι ανάλογες θεωρίες περί σωφρονισμού. Με τις λοβοτομές υποτίθεται τους έκαναν καλά. Δεν γίνεται αυτό, δεν γίνεται φίλε μου, πρέπει να το θέλει ο άλλος για να συμμορφωθεί. Μπορεί να θέλω εγώ να κόψεις τα ναρκωτικά, αλλά πώς στο διάολο να σε κάνω με το ζόρι να τα κόψεις; Ή να τα ξεκινήσεις αν δεν θέλεις; Αυτή τη μαλακία έχουν κάνει σε εμάς. Μας είπαν σωφρονιστικούς και μετά απολογούμαστε γιατί οι άλλοι δεν βγαίνουν καλύτεροι από τις φυλακές. Είναι σαν να λες σε έναν πατέρα γιατί απέτυχες να κάνεις το παιδί σου καλό. Εδώ δεν μπορεί ο πατέρας ή η οικογένεια, να κάνει το παιδί του να μην έχει παρεκκλίνουσες συμπεριφορές και μου ζητάς εμένα να τα καταφέρω; Αν είναι έτσι, τότε, λίγο μετά το λύκειο, το στρατό, ή τις σπουδές να ερχόντουσαν και έξι μήνες εδώ να τους δίνουμε ένα δίπλωμα σωφρονισμένου πολίτη και να λέμε έξω «αυτός είναι σωφρονισμένος». Δεν γίνονται αυτά τα πράγματα, είναι κουταμάρα. Η φυλακή το μόνο που μπορεί να κάνει σαν μια πειθαναγκαστηκή κοινωνία που όλα λειτουργούν με καμπανάκια, μια κοινωνία στερητική, να σε προβληματίσει και να πεις «τι στο διάολο θέλω εγώ εδώ μέσα». Για να λειτουργήσει αυτό, πρέπει να είμαστε εμείς αυτοί που θα του δώσουμε το παράδειγμα. Να μην ζητάμε από έναν που έχει παρεκκλίνουσα συμπεριφορά να γίνει καλός ενώ έχουμε εμείς ως προσωπικό παρεκκλίνουσα συμπεριφορά. Μόνο ο παραδειγματισμός και η πειθώ υπάρχουν.
Πηγή: www.lifo.gr