Τα Χριστούγεννα αναμφισβήτητα είναι μία από τις πιο αγαπημένες περιόδους του χρόνου για πολλούς, μικρούς και μεγάλους.
Για άλλους είναι όλος αυτός ο κόσμος που μαζεύεται στα καταστήματα για να αγοράσει δώρα για τους αγαπημένους του, ενώ για κάποιους είναι ο στολισμός του χριστουγεννιάτικου δέντρου και του σπιτιού για τις γιορτές
Αλλά για οποιοδήποτε λόγο κι αν λατρεύει κανείς τα Χριστούγεννα, δεν μπορεί να παραλείψει τα γιορτινά τραγούδια που ακόμα και στην ιδέα των γιορτών είναι σαν να ηχούν μόνιμα στα αυτιά του.
Πίσω από τα πιο διάσημα χριστουγεννιάτικα τραγούδια που αποτελούν μία -θα λέγαμε- παράδοση, υπάρχει και μία ιστορία που αν μη τι άλλο έχει πολύ ενδιαφέρον.
[custom:google-ads]
«White Christmas»
Ένα κλασικό κομμάτι που για πρώτη φορά ακούστηκε σε μία δύσκολη και θλιβερή εποχή. Πρώτη φορά βγήκε στον αέρα ραδιοφωνικής εκπομπής τα Χριστούγεννα του 1941, μόλις 18 ημέρες μετά την επίθεση στο Περλ Χάρμπορ.
Η αργή μελωδία και οι λυπημένοι στίχοι του μιλούν για ένα σπίτι που «λείπει» κατά τη διάρκεια των Χριστουγέννων, καθώς πολλοί από όσους άκουγαν το τραγούδι πολεμούσαν μακριά.
Το τραγούδι εμπνεύστηκε ο Εβραίος συνθέτης, Ίρβινγκ Μπέρλιν, ο οποίος για προφανείς λόγους δεν γιόρτασε ποτέ τα Χριστούγεννα. Στην πραγματικότητα η δική του χριστουγεννιάτικη παράδοση από το 1928 ήταν να επισκέπτεται τον τάφο του παιδιού του που είχε πεθάνει σε ηλικία 3 ετών.
Έπειτα από την πρώτη ραδιοφωνική ακρόαση του τραγουδιού το 1941 έγινε τεράστια επιτυχία. Τα Χριστούγεννα του 1942 οι Ένοπλες Δυνάμεις έπαιζαν το τραγούδι για τους
στρατιώτες, θυμίζοντάς τους τα σπίτια και τις οικογένειές τους.
Όταν ο Μπέρλιν ταξίδεψε για να να παρουσιάσει το τραγούδι για τα στρατεύματα, δίστασε να παίξει το κομμάτι, διότι ένιωθε ότι θα τους στεναχωρούσε που τους έλειπε το σπίτι τους. Προσπάθησε να το αποφύγει, όμως εκείνοι ικέτευσαν να το ακούσουν. Και τότε υπάκουσε.
Όταν τελείωσε ο πόλεμος, συνέχισε να είναι το τραγούδι με τις μεγαλύτερες πωλήσεις όλων εποχών. Για 56 χρόνια βρισκόταν στην κορυφή προτού ο Έλτον Τζον γράψει το «Candle in the wind» για τον θάνατο της πριγκίπισσας Νταϊάνα.
Jingle Bells
Το Jingle Bells δεν είναι μόνο πασίγνωστο, αλλά και το πιο παλιό που έχει γραφτεί ποτέ. Γραμμένο στο Μέντφορντ της Μασαχουσέτης το 1850α από τον Τζέιμς Πίερποντ ήταν στην πραγματικότητα ένα χειμωνιάτικο τραγούδι και όχι χριστουγεννιάτικο και είχε τίτλο «One horse open sleigh».
Ο Πίερποντ έγραψε τους στίχους του τραγουδιού εμπνεόμενος από ανοιχτές ιπποδρομίες στο Σάλεμ και τους δρόμους μεταξύ των πλατειών Μέντφορντ και Μάλντεν.
Τη μουσική για το κομμάτι συνέθεσε ο Όλιβερ Ντίτσον το 1857 σε ένα οικοτροφείο, το οποίο διέθετε εκείνη την εποχή το μοναδικό πιάνο στην πόλη.
Αφού δημοσιεύθηκε για πρώτη φορά το 1857 για πολλά χρόνια δεν είχε τραβήξει την προσοχή.
Ο Πίερποντ πέθανε το 1893, πέντε χρόνια πριν την πρώτη ηχογράφηση του τραγουδιού, που τελικά πήρε τον τίτλο Jingle Bells και έμεινε αναλλοίωτο σχεδόν 160 χρόνια μετά. Σίγουρα, ο δημιουργός του θα ήταν πολύ περήφανος.
Silent Night
Ο θρύλος πίσω πίσω από την «Άγια Νύχτα» -όπως έχει αποδοθεί στα ελληνικά- θα μπορούσε να ερμηνευθεί ως ένα θαύμα των Χριστουγέννων.
Η ιστορία αναφέρεται στον πατέρα Γιόζεφ Μορ στο Όμπερντορφ της Αυστρίας, ένα τιρολέζικο χωριό κοντά στο Σάλτσμπουργκ, ο οποίος ήταν αποφασισμένος να έχει μουσική στην λειτουργία της παραμονής των Χριστουγέννων, παρά το γεγονός ότι το εκκλησιαστικό όργανο είχε σπάσει. Έτσι, έγραψε ένα ποίημα και ζήτησε από τον φίλο του, Φραντς Γκρούμπερ να
συνθέσει μία μελωδία, χωρίς να απαιτείται μουσικό όργανο.
Η αλήθεια ωστόσο είναι λίγο λιγότερο δραματική.
Το 1816 ο καθολικός ιερέας έγραψε το ποίημα «Stille Nacht! Heilige Nacht!» ενώ είχε μεταβεί σε προσκύνημα στην εκκλησία του Mariapfarr, της Αυστρίας. Όταν πήγε στην εκκλησία του Αγίου Νικολάου δύο χρόνια αργότερα, ζήτησε από τον Γκρούμπερ να τον βοηθήσει να γράψει μουσική. Το τραγούδι παρουσίασαν οι δύο τους με συνοδεία χορωδίας την παραμονή των Χριστουγέννων του 1818.
Το «Silent Night» μεταφράστηκε στα αγγλικά 40 και πλέον χρόνια μετά από τον επίσκοπο Τζον Φρίμαν Γιανγκ. Το τραγούδι μεταφράστηκε συνολικά σε 142 γλώσσες.
Ρούντολφ το ελαφάκι
Ήταν καλοκαίρι -ναι καλοκαίρι- του 1939, όταν ο κολοσσός Montgomery Ward ήθελε να κάνει ένα άλμα στην χριστουγεννιάτικη εποχή και άρχισε να κατεβάζει ιδέες για το χριστουγεννιάτικο βιβλίο του που θα μοιραζόταν σε παιδιά στο πλαίσιο της εορταστικής περιόδου.
Η αποστολή ανατέθηκε στον κειμενογράφο της εταιρείας, Ρόμπερτ Μέι, στον οποίο είπαν ότι θέλουν να φτιάξει μία χριστουγεννιάτικη ιστορία για ένα ζώο. Εκείνο το διάστημα, ωστόσο, ήταν μία περίοδος δοκιμασίας για τον Μέι, καθώς είχε διαγνωστεί η σύζυγός του με καρκίνο και η οικογένεια είχε χρέη, λόγω του τεράστιου κόστους των φαρμάκων.
Δυστυχώς, η γυναίκα πέθανε τον Ιούλιο του 1939 αφήνοντας τον Μέι να μεγαλώσει μόνος την τετράχρονη κόρη τους, Μπάρμπαρα. Το αφεντικό του Μέι στο Montgomery Ward προσφέρθηκε να αναθέσει την αποστολή σε άλλον, όμως εκείνος αρνήθηκε
Γράφοντας τον Ρούντολφ τού αποσπούσε την προσοχή από τη δύσκολη κατάσταση που προσπαθούσε να διαχειριστεί. Αποφάσισε λοιπόν να γράψει μία ιστορία για ένα ελάφι, όχι μόνο για το γεγονός ότι ταίριαζε με την εορταστική εποχή, αλλά και γιατί η κόρη του λάτρευε να τα βλέπει στο ζωολογικό κήπο
Η ιστορία του Ρούντολφ βασίστηκε και πολύ στις εμπειρίες του ίδιου του Μέι από την παιδική του ηλικία και τα πειράγματα που δεχόταν επειδή ήταν κοντός. Τελείωσε την ιστορία του τον Αύγουστο του 1939, ένα βιβλίο 32 σελίδων που αφορούσε τα παιδιά που επισκέπτονταν τα 620 καταστήματα του Montgomery Ward τα Χριστούγεννα.
Κυκλοφόρησαν συνολικά 2,4 εκατομμύρια αντίγραφα. Οι κριτικές ήταν διθυραμβικές και η εταιρεία σχεδίαζε να διανείμει κι άλλα, ωστόσο δεν το κατάφερε λόγω της έλλειψης σε χαρτί που είχε προκαλέσει ο πόλεμος. Μετά το τέλος του Β' Παγκοσμίου Πολέμου διένειμαν ακόμη 3,6 εκατομμύρια δωρεάν αντίτυπα σε παιδιά. Αν και το βιβλίο ήταν εξαιρετικό, η Montgomery Ward δεν το «έβλεπε» ως πηγή εσόδων και έτσι τον Μάιο του 1947 αποφάσισε να υπογράψει τα δικαιώματα.
Δύο χρόνια αργότερα ο κουνιάδος του Μέι, ο μουσικός Τζόνι Μαρκς, έντυσε μουσικά τον Ρούντολφ. Ο Bing Crosby επιστρατεύτηκε για την ερμηνεία του. Το 1964 ο Ρούντολφ το Ελαφάκι συστήθηκε με τη μουσική που όλοι γνωρίζουμε σήμερα και θεωρείται ένα σύμβολο της χριστουγεννιάτικης περιόδου.
Santa Claus Is Coming To Town
«Σε βλέπει όταν κοιμάσαι, σε βλέπει όταν ξυπνάς, γνωρίζει αν ήσουν καλός ή κακός...». Αυτοί οι στίχοι έγιναν το σημείο αναφοράς του τραγουδιού. Γραμμένο το 1932 από τους Haven Gillespie και J. Fred Coots δεν είχε τύχει ιδιαίτερα θερμής υποδοχής, καθώς θεωρούνταν αρκετά παιδιά, κάτι όχι και τόσο εμπορικό για την εποχή.
Ο Coots εργαζόταν για το ραδιοφωνικό σόου του Eddie Cantor και προσπαθούσε να πείσει τον Eddie να το τραγουδήσει. Εκείνος δεν το δεχόταν, όμως τελικά πείστηκε από τη σύζυγό του Άιντα, η οποία του είπε: «Κάνε μία προσπάθεια. Μήπως θα πονέσει;».
Το τραγούδι έγινε αμέσως επιτυχία και ένα από τα πιο αναγνωρίσιμο τραγούδι των Χριστουγέννων, αλλά και πολύ αγαπημένο για πολλούς.
Διαβάστε περισσότερα στο protothema.gr